“Οι ιστορίες” του Μιχάλη Γρηγοράκη
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στην Αμμούτσα τση Καινούργιας Χώρας!
Αυτήν την φράση, με την οποία μόλις άρχισα τη σύντομη ομιλία μου που αποτελεί παράφραση του γνωστού στίχου του Οδυσσέα Ελύτη από το “Αξιον Εστί” . “Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου” μου φάνηκε πως άκουγα με το που άρχισα να περιδιαβάζω το μεγάλο σταχωμένο τετράδιο, που περιείχε η Γ’ σειρά των έτοιμων για έκδοση από το 1986, 59 Εύθυμων Κρητικών Ιστοριών, που ο Μιχάλης Γρηγοράκης, εμάζεψε και το οποίο μου παρέδωσε ο και ιδρυτής της εφημερίδας μας, επιστήθιος φίλος του Γιάννης Γαρεδάκης, όταν ανέλαβα την ευθύνη της επιμέλειας και των διορθώσεων του βιβλίου, που έχω την ξεχωριστή τιμή να σας παρουσιάζω.
Και βέβαια ήταν η φωνή, η τόσο χαρακτηριστική και οικεία σ’ εμένα φωνή του Μίγρη, που ήθελε να παρέμβει και για να υπογραμμίσει τη σχέση του με τη Νέα, Καινούργια, πάντα κατ’ αυτόν, Χώρα. Οσο όμως προχωρούσα στις σελίδες, παρασυρμένος απ’ τον ρυθμό της γρηγοράκειας γραφής, μιας γραφής τα μάλα συν-κινησιακής, μια άλλη φράση, ατόφια απ’ τον “Διάλογο” του Διονυσίου Σολωμού αυτή, πήρε σιγά, σιγά θα ’λεγα ανεπαισθήτως τη θέση της πρώτης και παρέμεινε πεισματικά μέχρι τέλους. “Μήγαρις έχω τίποτ’ άλλο στον νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα” μου επαναλάμβανε τώρα πια διαρκώς ο Μιχάλης, θέλοντας να βάλει δίπλα στην έγνοια του για τη γλώσσα και την έννοια της ελευθερίας.
Ελευθερία και γλώσσα! Οι δύο βασικοί πυλώνες πάνω στους οποίους έκτισε “με λογισμό και μ’ όνειρο”, για να χρησιμοποιήσω μια άλλη σολωμική έκφραση, το τεράστιο σε ποσότητα, αλλά και σε ποιότητα, συγγραφικό έργο του ο Γρηγοράκης, έχοντας δάσκαλό του, όπως και ο εθνικός μας ποιητής, τον λαό, αφού κατά δήλωσή του σε μια από τις “νοσταλγικές ρίμες” του: “Σκέψη να γινούμουν σοφός ποτέ δεν έχω κάνει/ τ’ απλού λαού ο στοχασμός με φχαριστεί, με φτάνει”.
Θα το διαπιστώσει και μάλιστα ιδιαίτερα έντονα ο όποιος αναγνώστης και της Γ’ σειράς των Εύθυμων ιστοριών του, που βγήκαν σε βιβλίο, έτσι όπως άψογα βγήκαν, ως έκδοση των Χανιώτικων νέων, με εξώφυλλο και ηλεκτρονική σελιδοποίηση μιας μαστόρισσας του είδους, της Ελένης Σταυρίδη, αυτό. Διάχυτο το άρωμα της ελευθερίας, όπως και η έγνοια για τη γλώσσα άλλωστε, από την πρώτη ιστορία που αναφέρεται σ’ έναν παπά που λιμπιζότανε τη γυναίκα του καντηλανάφτη, μέχρι και την τελευταία που κάνει λόγο για έναν διακονιάρη που πάει σε μιανής το σπίτι όντεν έλειπε ο άντρας τση, “απού ήτανε κακός και τζιγκούνης κι εκλείδωνε τζη ό,τι πράμα είχε”. Οδηγός του πάντα το χιούμορ, το σπινθηροβόλο κρητικό χιούμορ, που ξαφνιάζει ευχάριστα, έτσι όπως δίνεται με μια λακωνικότητα καταλυτική και με μια αμεσότητα εντυπωσιακή σε όλων των ειδών τις ιστορίες και ιδιαίτερα στις αλμυρές, για να χρησιμοποιήσω τον όρο που καθιέρωσε ο Νίκος Αγγελής.
Καμιά φλυαρία, μα και καμιά υποκρισία, εκ μέρους του Γρηγοράκη που συν τοις άλλοις ανασταίνει μέσα από τις ιστορίες του που μπορούν να χαρακτηριστούν μικρά διηγήματα, το ύφος και το ήθος μιας εποχής τόσο κοντινής, μα και τόσο μακρινής ταυτόχρονα, μιας εποχής που είχε λίγες κακίες και πολλές “καλλίες” για να χρησιμοποιήσω μια ωραία λέξη του Νίκου Βαβουλέ που έγραψε στο βιβλίο για το χωριό του τις Στροβλές.
Οταν πεθαίνει μια διάλεκτος ματώνει ο πολιτισμός. Την έχει “ενστερνιστεί πλήρως σαν ένα είδος εσωτερικής προσταγής αυτήν τη φράση ο Γρηγοράκης που είναι καλός κατεχάρης της κρητικής διαλέκτου, του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος, ιδιαίτερα, και κάνει ό,τι μπορεί για τη διάσωσή της, τη διάσωσή του, με τις ιστορίες του, που έτσι όπως αυτός τις δίνει αποκαλύπτουν το υπόστρωμα, το πνευματικό μεδούλι της κατά Νίκο Καζαντζάκη κρητικής ματιάς, του ιδιαίτερου δηλαδή τρόπου σκέψης και συμπεριφοράς του Κρητικού, που και βέβαια ξέρει να γελά όταν πρέπει και όπως πρέπει […]
*Απόσπασμα της παρουσίασης του βιβλίου “Εύθυμες Κρητικές Ιστορίες (Γ’ Σειρά)” του Μιχάλη Γρηγοράκη (έκδοση “Χανιώτικα νέα”) που έκανε ο γράφων χθες, στο Μουσείο Τυπογραφίας, στο πλαίσιο της εκδήλωσης “Τα γράμματα συναντούν τον πολιτισμό”.
Εψάρευγε ο Χιονής στον Κεφαλά, έβγανε λίγο ψάρι, επούλιεντο κι απόης εκαθόντανε. Σαν αποτελειώναν οι παράδες πάλι το ίδιο. Και μιαν ημέρα, γεις χωραΐτης, απού δεν ήθελε να τονε θωρεί να ταλαποδέρνεται ετσά λογιώς λέει ντου: “Γιάντα δε δουλεύγεις παραπάνω, να κάνεις πολλά λεφτά, να πάρεις μια μεγάλη βάρκα, να βγάνεις πολύ ψάρι κι απόης να κάθεσαι! Κρυφογελά ο ψαράς, ξανοίγει ντονε λοξά κι απόης τ’ απηλογάται: “Κουρέματά σου στο νου, σύντεκνε! Είντα κ’ εδά είντα κάνω, δεν κάθομαι;”.