Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου
Μέρες Δεκαπενταύγουστου, παραμονές της μεγάλης γιορτής της Κοίμησης της Παναγίας κι είπα να βάλω στον χώρο των σημερινών “Εύφημων μνειών” κάποια αποσπάσματα απ’ το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη “Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου”, το οποίο διάβασα, για πολλοστή φορά τις προάλλες. Στο εκκλησάκι της Παναγίας της Πρέκλας, στη Σκιάθο του, μας μεταφέρει ο Αγιος των Νεοελληνικών Γραμμάτων. Στο προαύλιό του συγκεκριμένα, όπου σε μια καλύβα ο γέρο Φραγκούλης, ένας πρώην άρχοντας του τόπου, αναθυμάται τις καλές και κακές στιγμές της ζωής του, «την εσπέραν εκείνην της 13 Αυγούστου του έτους 186…». Να σημειώσω ότι το διήγημα αυτό δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στις 15 Αυγούστου 1906 στο δεκαπενθήμερο φιλολογικό περιοδικό “Παναθήναια”. Καλή Παναγιά! […] Την εσπέραν εκείνην, της 13 Αυγούστου του έτους 186… εκάθητο μόνος ολομόναχος έξω του ναΐσκου εις το προαύλιον, έμπροσθεν της καλύβης την οποίαν είχε κτίσει, εκάπνιζε το τσιμπούκι του κ’ ερρέμβαζεν.
Ο καπνός από τον λουλάν ανέθρωσκε και ανέβαινεν εις κυανούς κύκλους εις το κενόν, και οι λογισμοί του ανθρώπου εφαίνοντο να παρακολουθούν τους κύκλους του καπνού και να χάνονται μετ’ αυτών εις το αχανές, το άπειρον. Τι εσκέπτετο; Βεβαίως την σύζυγόν του με την οποίαν ήσαν εις διάστασιν, και τα τέκνα του, τα οποία σπανίως έβλεπεν. Εσχάτως του είχον παρουσιασθή πρώτην φοράν εις την ζωήν του, και οικονομικαί στενοχωρίαι. Ο Φραγκούλας ήτο μεγαλοκτηματίας. Είχε πάμπολλους ελαιώνας, αμπέλια αρκετά και χωράφια αμέτρητα. Μόνον από τον αντίσπορον των χωραφιών ημπορούσε να μην αγοράζη ψωμί δι’ όλου του έτους αυτός και η οικογένειά του. Οι δε ελαιώνες, όταν εκαρποφόρουν, έδιδον αρκετόν εισόδημα. Αλλ’ επειδή δεν ηργάζετο ποτέ μόνος του, τα έξοδα τον “έτρωγαν!”. Είτα αυξανομένης, της οικογενείας συνηυξάνοντο και οι ανάγκαι.
Και όσον ηύξανον τα έξοδα, τόσον τα έσοδα ηλαττούντο[…] […] Ο Φραγκούλης Φραγκούλας δεν εφόρει πλέον το ωραίον του μαύρο φέσι, το τουνεζιάνικον έφερεν οικιακόν μαύρον σκούφον επί της κεφαλής. Αλλ’ ευρίσκετο σήμερον εις την εξοχήν. Εάν τον συναντώμεν την προτεραίαν εις την αγοράν, κάτω εις την πολίχνην, θα εβλέπομεν ότι είχε βάψει μαύρον το φέσι του. Είχε πρόσφατον πένθος. «Α! Τόχασα το καϋμένο μ’ το ευάγωγο, τόχασα!». Ο γέρο Φραγκούλης εστέναζε και είχε δίκαιον να στενάξη. Το καλλίτερον κοράσιόν του, το τρίτον, το μικρότερον, δεκατετραετές μόλις την ηλικίαν -το οποίον είχε γεννηθή κατά το διάλειμμα έρωτος, μεταξύ δύο χωρισμών- του είχεν αποθάνει προ ολίγων μηνών. Και αυτός ήλθε εις την Παναγίαν διά να κλαύση να πη τον πόνον του. Ητον κτήμα του ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας. Το εκκλησίδιον ήτο ευπρεπέστατον, ωραία στολισμένο και είχε καλάς εικόνας -και μάλιστα την φερώνυμον, την γλυκείαν Παναγίαν την Πρέκλαν- σκαλιστόν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλαιον και μανουάλια ορειχάλκιανα, κανδήλια αργυρά. Εφερε πάντοτε ο ιδιοκτήτης μαζί του την βαρείαν υπερμεγέθη κλείδα της δρυίνης θύρας της στερεάς, και δεν έλειπε συχνά να επισκέπτεται την Παναγία του. Ιερόσυλος ευτυχώς κανείς ακόμη δεν είχε αναφανεί εις τα μέρη αυτά. Ητον παραμονή της εορτής ότε θα ετελείτο πανήγυρις εις τον ναΐσκον, τιμώμενον απ’ ονόματι της Κοιμήσεως. Θα ήρχοντο από τον τόπον πολλαί οικογένειαι και άτομα, δωδεκάδες τινές προσκυνητών και πανηγυριστών και ο Παπανικόλας ο συμπέθερός του […] […] Ο γερο-Φραγκούλης επίστευεν και έκλαιεν. Ω ναι, ήταν άνθρωπος ασθενής, ηγάπα και ημάρτανε και μετενόει. Ηγάπα την θρησκείαν, ηγάπα την σύζυγον και τα τέκνα του, επόθει ακόμη τον συζυγικόν βίον, επόθει και τον βίον τον μοναχικόν.
Τον καιρόν εκείνον είχε αγαπήσει εξ όλης της καρδίας του την Σινιωρίτσαν του… και την ηγάπα ακόμη. Αλλ’ όσον τρυφερός ήτον εις τον έρωτα, τόσον ευεπίφορος εις το πείσμα και τόσον γοργός εις την οργήν. Ω ατέλειαι των ανθρώπων! […] […] Ω άλλοτε προ δεκαπέντε ετών, πριν γεννηθή ακόμη η Κούμπωναι, η Παναγία είχε δωρήσει το αβρόν εκείνο άνθος εις τον Φραγκούλην και την Σινιώραν, και η Παναγία πάλιν το είχε δρέψει και το είχε αναλάβει πλησίον της, πριν μολυνθή εκ της επαφής των ματαίων του κόσμου. Τον καιρόν εκείνον, είχε συμβή ο πρώτος χωρισμός, το πρώτον πείσμα, το πρώτον κάκιωμα μεταξύ των συζύγων, και ο Φραγκούλης, θυμώδης, οξύχολος, δριμύς είχεν αναβή όπως τώρα, από την πολίχνην την κατοικημένην εις το παλαιόν χωρίο το έρημον, του οποίου εσώζοντο τότε ακόμη ολίγισται οικίαι και δεν ήτο ερείπιον όλον, όπως σήμερον. Και καθώς τώρα, είχεν έλθει δύο ή τρεις ημέρας προ της εορτής εις το παρεκκλήσιον της Πρέκλας, εκάθητο δε εις τα πρόθυρα του ναΐσκου κι εκάπνιζε το μακρόν τσιμπούκι με το ηλέκτρινον επιστόμιον. Πλην τότε το φέσι του ήτο κατακόκκινον, και τώρα εφόρει μαύρον σκούφον. Και τότε ο Φραγκούλης ήτο σαράντα χρόνων και τώρα ήτο πενήντα πέντε […]