Είχαμε και τη μανδάμ Βασίλω στο χωριό, που ήταν η φουκαριάρα ανατζούμπαλη από γεννησημιού της ..πόδια αξύριστα και ψιλά σαν τα καλάμια, μεγάλη μύτη σαν κοράκι,κι ένα μαύρο αραιό μουστακάκι αλλά Πουαρώ.
Κόντευε τα πενήντα κι είχε μείνει ακόμη στο ράφι, να κουνά τα πόδια της…
Μόλις την έβλεπαν οι γαμπροί να προβάλει στην εξώπορτα να τους γελουρίζει ,άκουγες ένα ώφου Παναγία μου. Κι έκαναν επιτόπια μεταβολή.
Είδαν κι έπαθαν οι δικοί της να την σπρώξουν σ΄ένα Ελληνο-Αμερκάνο γεροντή συνταξιούχο ,που ήρθε από το Αμέρκα και γύρευε ντε και καλά νύφη από ψηλό χωριό.και να είναι οκέυ.
Κάποιοι πονηροί προξενητάδες τους το σφύριξαν ,ότι υπάρχει κελεπούρι γαμπρός ,αλλά θα τους κοστίσει.
Η ταρίφα ήταν αν κλείσει η δουλειά, να τους ράψουν ένα ζευγάρι καινούρια στιβάνια με σαλβάρια, ένα τυρί τσι τρύπας,κι ένα αρνί την Λαμπρή.
Ένα βραδάκι που είχε διαολό κρυο, κι έριχνε ψιλό χιονάκι από νωρίς ,τον πήγαν σπίτι για να την δει ..αλλά με την συμφωνία να μην την καλοδεί και λαλήσει.
Δεν πρόλαβε να κάτσει ο έρμος ο γαμπρούλακας και τον πλάκωσαν τσι τσικουδιές ..βρε καλώς τον γαμπρό μας, κι άντε άσπρο πάτο, άντε κέρασε κι εσύ μια βολά για το καλώς εβρεθήκαμε ,ήρθαν μετά το Σφακιανό τσιγαριαστό ριφάκι ,μουνουχότραος για βραστό με χοντρό αλάτσι ,πιλάφι με στάκα μια πιατέλα,και κρασί από κοτσυφάλι .
Στο τέλος ζεστές Σφακιανές πίτες με θυμαρίσιο μέλι ,και ξανά δυνατό πρωτοράκι.
-Όλα αυτά από τα χεράκια της νύφης , του φώναζαν δυνατά για να ακούσει.
Είχαν κρεμάσει και στον τοίχο απέναντι δυο πολεμικά τουφέκια χιαστί ,από δίπλα κρεμόταν σακούλια και κατσούνες ,κι όξω είχαν αφήσει λυτούς δυο λυκόσκυλους.πορτιέρηδες.
Η λάμπα ήταν αλάργα αλάργα κρεμασμένη σε μια ξιφολόγχη,για να μην καλοβλέπει.
-Οκευ, όλα βέρυ γούντ ,βέρυ γούντ .Μπράβο νύφη..
Η νύφη ντυμένη με ρούχα παραλλαγής για να κρύβει τα ατζάκια της ,τζεμπέρι χαμηλά μέχρι την μύτη ,και κόντρα ξύρισμα το μουστακάκι ..της είπαν να κάτσει δίπλα του , να του γεμίζει το ποτήρι, και να μη μιλεί καθόλου.
-Εβίβα γαμπρέ ο ένας αδερφός ,εβίβα ο άλλος ,άντε και καλά στέφανα ο προξενητής ,έπαιξαν και 5-6 μπιστολιές στον αέρα για να ψαρώσει ο γεροντής, κι έδωσαν τα χέρια πάνω στα πιλάφια..για να την πάρει.
-Γιάε γαμπρέ σου την δίνουμε όπως την έκανε η μάνα τζι, τίμια και χρυσοχέρα ,αλλά με το ξερό τζι το κορμί..άντε χαλάλι σου και να μας την προσέχεις ..Άντε τυχερέ μα καλιά δεν θα βρεις σε ούλη την επαρχία.
Κάτι πήγε να ψελλίσει ο γερο Μπιλ ότι δεν την είδε και καλά,ότι θέλει να την γνωρίσει καλύτερα, ότι δεν γίνεται έτσι στο Αμέρκα..
.Έστριψε την μουστάκα του ο Μανούσος και του είπε κοφτά.
-Άκου Αμερκάνε,επαέ είναι Σφακιά,κι αυτά που κατέεις να τα ξεχάσεις, δώκαμε τα χέρια να την πάρεις κι ετελείωσε,δεν μπορείς να προσβάλεις την κοπελιά…αλλιώς μπάμ μπάμ και κάτω.
-Μα δεν είπα τίποτα κακό κύριος Μανούσος.
-Κι ούτε να το σκεφτείς …!!