Αγαπητοί αναγνώτες, καλημέρα σας!
Σήμερα, Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2017, μέρα που ‘πεσε για τη στήλη μας, ποια καρδιά μπορεί να την προσπεράσει, χωρίς να θυμηθεί, χωρίς να δακρύσει, να κλάψει, για τον πνιγμό τόσων δικών και φίλων, που πνίγηκαν στην Φαλκονέρα τη νύχτα της 8ης Δεκεμβρίου 1966, απ’ αφορμή το ναυάγιο του F/B “HΡΑΚΛΕΙΟΝ”;
Και πέτρα να ‘χει την καρδιά ο καθένας μας, θα λυγίσει, θα κλάψει, θα αναθυμηθεί, είτε καθώς θα είναι στον ΑΓ. Πατάπιο, δίπλα από το Γηροκομείο μας για το επετειακό μνημόσυνο των πνιγμένων, είτε βρίσκεται στο Μνημείο στην πλατεία Τάλω, στη συνέχεια ω. 11:00π.μ., είτε σε σχετική εκδήλωση του Γηροκομείου μας, ο πόνος είναι πόνος, και χρόνους δεν κοιτά!
Ας γυρίσουμε όμως πίσω νοερά και παραπονεμένα σ’ εκείνη τη χειμωνιάτικη αξέχαστη μαύρη μέρα, την Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 1966, στην πόλη μας, τα Χανιά! Ημουν απεσπασμένος στο γραφείο της Β’ Επιθεώρησης Δημοτικής Εκπαίδευσης, ως βοηθός Επιθεωρητού, και πρωί πρωί έτρεχα βιαστικός για την υπηρεσία μου. Φτάνοντας όμως έξω από την Δημοτική μας Αγορά, ξαφνιάστηκα με τον απαρηγόρητο κόσμο που είδα συγκεντρωμένο κι’ όλους να κλαίνε και να χτυπιούνται!
Βυθίστηκε, φώναζαν κλαίγοντας το πλοίο “ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ” στην Φαλκονέρα, κι έπνιξε πάν’ από 300 επιβάτες που μετέφερε στον Πειραιά, χθες βράδυ, ξημερώματα!…
Πού διάθεση για γραφείο και υπηρεσία. Εδώ, όλοι, όλα τα Χανιά, μοιρολογούνται και χτυπιούνται! Συγγενείς, φίλοι, γείτονες, Χανιώτες όλοι, με δάκρυα και αναφιλητά, περιμένουν μιαν ανακοίνωση, μιαν είδηση, μιαν πληροφορία, για τη θαλάσσια τραγωδία που μας έπληξε, αλλά υπεύθυνη…
Κι ήρθαν οι εφημερίδες με τους συγκλονιστικούς τίτλους, κι έφτασαν οι δραματικές ειδήσεις και περιγραφές…
Η συνέχεια ράγιζε καρδιές!…
Κι από την μεθεπόμενη μαύρη μέρα, στο νεκροταφείο τ’ Αγίου Λουκά της πόλης μας, και στα νεκροταφεία των χωριών μας, η πόλη σύσσωμη να κλαίει, να μοιρολογείται, να συμπαραστέκεται, να θάβει, κι η Δημοτική μας μουσική -θυμάμαι- να παιανίζει πένθιμα, για τα εισερχόμενα φέρετρα, κι ο κόσμος όλος να χτυπιέται! Και το συγκλονιστικό αυτοσχέδιο μοιρολόϊ πάνω στην ώρα, δε λέει να σταματήσει:
«- Όντε –ν- εγίνη το κακό στη μαύρη Φαλκονέρα
των πεθαμένων οι ψυχές ήταν διασκορπισμένες.
άλλες εδώ μια συντροφιά παρέκει άλλες χώρια
εις του κυμάτου τον αφρό, εις τα βραχιά της ξέρας
κι εθρήνουνταν κι ετρέμανε κι ήτονε παγωμένες
Για δεν ήξεραν οι φτωχές τί δρόμο ν’ ακλουθήξουν.
Οι νέοι ήταν περίλυποι κι οι γέροντες θλιμμένοι
και τα μικρά παιδόπουλα έπαιζαν με το κύμα.
Κι ένας γέρος πρωτόγερος πιο γνωστικός απ’ άλλους
εμίλησε κι ελάλησε κι είπε στην συντροφιάν του
«επά που φτάσαμε παιδιά κατέμε είντ’ απομένει
εμείς για να διαγείρομε πίσω στα σπιτικά μας
δε μας –ε-βάνει το χωριό, δεν μας – επαίρνει ο τόπος
κι ούτε τα νεύρα έχομε κι ούτε τη δύναμή μας,
να ξαναμπούμε στη δουλειά, τη ζήση να χαρούμε
να τρώμε το γλυκό ψωμί να σμίγομε με τσ’ άλλους
– Σαν πανηγύρι κι η ζωή κι εσκόλασε και πάει.
Μα ελάτε να κινήσομε στον Αδη να διαβούμε.
Ομπρός πάν’ οι πρωτόγεροι, πίσω τα παλληκάρια
κι όσες μανάδες και παιδιά ξωπίσω- ν’ακλουθούσαν
σε κάθε ζάλο εγύριζαν κι εστράφεναν τον ήλιο
που ‘λαμπε στις ψηλές κορφές εις τον απάνω κόσμο
και δάκρυα από τα μάτια τους ετρέχαν κουτσουνάρα.
– Περνούν το μαύρο ποταμό, στση συννεφιάς τη χώρα
και φτάνουν εις του Χάροντα τ’ αραχνιασμένο κάστρο
που ήλιος ποτέ δε δούδει-ν-του κι αυγή δεν το ροδίζει
όπου πουλί πεταμένο δε χτίζει τη φωλιά –ν-του
κι όπου λουλούδι του Μαγιού ποτέ του δεν ανθίζει
– Εμπήκαν κι εχτυπούσανε τση πόρτας το κρικέλι
κι εβγήκεν η χαρόντισσα να τσοι καλωσορίση
Από τσ’ αράχνης τα πανιά ήταν η φορεσιά της
θαμπά ‘τονε τα μάτια τζη τα χείλια πανιασμένα
και το ροδοκοκκίνισμα δε γνώριζε η θωριά τζη.
Σαν το τζελάτη τσοι θωρεί σαν τα σφαχτά τσοι σέρνει
κι εμέτρα τους κι επέτα τους στ’ ανήλιαγα σκοτάδια
– Κι εκεί που κλαίν και θρήνουνται και τζαγκουρνομαδιούνται
βροντή ακούστη από ψηλά κι η κάτω γης εσείστη
και τα σκοτάδια τα πηχτά φως λαμπερό τα σκίζει.
Από τη σκάλα τ’ ουρανού αμέτρητ’ αγγελάκια
εχύνονταν κι αρπάζανε τσ’ αδικοσκοτωμένους
κι ομπρός στην πόρτα τ’ ουρανού ο Φοβερός κι ο Μέγας
εστέκουνταν κι εθώρουνε κι επαραλάβαινέ τους
κι εκεί όπου είν’ τα λούλουδα κι οι δροσερές βρυσούλες
εις τον μπαξέ τον ακριβό το μυριοανθισμένο
όπου τ’ αηδόνι δε σωπά χειμώνα καλοκαίρι
κι οι κρίνοι, τα τριαντάφυλλα κι οι γλυκομαντζιοράνες
ολοχρονίς ανθίζουνε κι όλο μοσχοβολούνε,
εκεί τσ’ απόθεκε απαλά κι εχαμογέλασέν τους»
Το μοιρολόϊ, έχει τον τίτλο “Ανάπαψη” κι ο εμπνευστής του δεν αναφέρεται!
Το αποδελτιώσαμε από το φ.93/29-3-1967, σ. 4η, της καθημερινής εφημερίδας των Χανίων: “Εθνική Φωνή”. Με την ευκαιρία να σημειώσουμε ότι με την φροντίδα και επιμέλειά του, ο αείμν. Καθηγητής Γεώργιος Δ. Καψωμένος, μας αποθησαύρισεν πάνω από εβδομήντα μοιρολόγια, πολύστιχα τραγούδια λυπητερά και σχ. ρίμες, για το ναυάγιο του F/B ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ, από τις στήλες της ίδιας εφημερίδας, αμέσως μετά το τραγικό συμβάν (8-12-1966) μέχρι και την άνοιξη του 1967.
Ακολουθούν και άλλα αντιπροσωπευτικά σχ. κείμενα:
«Μια αρχόντισσα Χανιώτισσα στα μαύρα βουτηγμένη
τη θάλασσα-ν εκοίταζε κι έκλαιγε τον υγιό τζη
έκλαιγε κι εξεσκίζονταν κι εβαριοκαταριόταν.
Παιδιά, όπου τοσυ έπνιξε στη μαύρη Φαλκονέρα
να μη βρεθή στο δρόμο του νερό να ξεδιψάση
να μη βρεθή μπουκιά ψωμί την πείνα του να σβήση
τα χόρτα και τα λούλουδα στο διάβα του να φεύγουν
κι οι βάτοι να γινούν οχιές να τον περιτυλίξουν.
Η ερημιά κι η σκοτεινιά να γίνουν σύντροφοί του
και χέρι φίλου μη βρεθή ν’ απλώση στην πληγή του
Ο Φόβος να τον κυνηγά κι ο Τρόμος να τον πιάνη
κι από τη θάλασσα κοντά να μη μπορή να φύγη.
να βλέπη μεσ’ τα κύματα χέρια να παραδέρνουν
το σύθρηνο τω γυναικώ ν’ αντιλαλή στ’ αφτιά του
όπου γυρίση και στραφή τα μάτια των πνιγμένω
να τον κοιτούν πρικιά-πρικιά να του γυρεύουν κρίση.
Ο ήλιος ο παντοτεινός γι’ αυτόν μην ανατείλη
Κι ούτε του Μάη τα πουλιά κι ούτε τ’ Απρίλη τ’ άνθη
να μην του χύσουνε ποτέ βάλσαμο στην καρδιά του
κι ο ύπνος να του οργιστή ποτέ μην του σιμώνη.
Υπνε μου, εσύ, καλότυχε κι όμορφε διωματάρη,
που ‘χεις τη χάρη απ’ το Θεό παρηγοριά να φέρνης,
εις των ανθρώπω τις καρδιές τω βαροπληγωμένω,
μην του σιμώνης τ’ άνομου, του σφάχτη, τ’ αντροπνίχτη
κι αν του σιμώνης δείχνε του τη φοβερή τη νύχτα
με τις φωνές, το σύθρηνο, το κρύο, την τρομάρα».
Τ’ ανθολογήσαμε από την εφ. “Εθνική Φωνή” Χανίων, φ. 91/26-3-1967, σ. 4η. Κι ένα ακόμη:
«Ειντά ‘ναι Θέ μου, η παγωνιά του εφετεινού χειμώνα
τα περιβόλια εμάρανε και τους ανθούς στις γλάστρες
επισωστάθη η άνοιξη και τα πουλιά εσκορπίσαν
κι ο Μάρτης έφτασε χλωμός χλωμός σαν το Γενάρη.
Τα μυρολόγια τα πικρά τα δάκρυα τα μαύρα
αυτά –ν-εφέραν τη χιονιά και το βαρύ το κρύο
κι εκλείσαν όλες οι καρδιές κι εχλώμιασεν ο ήλιος.
Πάρτε μανάδες τα κεριά κοπέλλες τα λουλούδια
να πα να λειτουργήσωμε στην έρμη Φαλκονέρα
να μαζωχτούνε οι ψυχές των αδικοπνιγμένω
να πάρουν άγια κοινωνιά να παρηγορηθούνε
ν’ ακούσουν πώς μυρολογούν γυναίκες και μανάδες,
να πάρνουν υστερνό φιλί από τους εδικούς των
να ιδούν υστερινή φορά τον κόσμο τον απάνω
τον ήλιο τον παντοτεινό, προτού να ξαναμπούνε
στης μαύρης γης τα Τάρταρα στου Χάροντα τα σπήλια
Ολες οι νιες εκλαίγανε κι ετζαγκουρνομαδιόνταν
και μια μικρή και μια ξανθή μια μικροπαντρεμένη
απ’ τα πολλά τα δάκρυα και το μεγάλο θρήνος
το λογικό της σάλεψε κι έχασε το μυαλό τζη,
πως πνίγηκεν ο άντρας τση δε θέλει να πιστέψη
λούγεται και χτενίζεται το σπίτι συγυρίζει
και τα παιδιά τζη άλλαξε στις πόρτες απαντέχει
τον άντρα τζη ν’ αποδεχτή να τον καλωσορίση
γιατί ναι Κυριακή πρωί κι έρχεται από ταξίδι»
Κι αυτό, ανθολογημένο από την ίδια εφημερίδα, φύλλο: 90/25-3-1967, σ. 4η.
Είναι όμως τόσα πολλά τα αποθησαυρισμένα για το θέμα μας, μοιρολόγια, που δεν μπορούμε ν’ αποφασίσουμε, ποιά δεν θα περιληφθούν στη παρούσα εργασία μας: Στην ώρ’ απάνω, μια εικόνα έρχεται στη σκέψη μας: Απόγευμα της Κυριακής 11/12/66, στον αύλειο χώρο του νεκροταφείου Αγ. Λουκά Χανίων. Καταφτάνει το φέρετρο με την “νυφούλα” Αλκήστη Αγοραστάκη, την τελειόφοιτη του Αρχαιολογικού, ντυμένη Κρητικοπούλα. Την ακολουθούν με κλάμματα και θρήνους οι οικείοι της, οι συμφοιτητές της, οι Κρητικοπούλες του Λυκείου Ελληνίδων, η Δημοτική μας μουσική, όλα τα Χανιά, κι όλοι κρατώντας ανθοδέσμες, που θ’ αποθέσουν στο άψυχό της σώμα, κατά την ιερή ακολουθία και την ταφή της!
Κι εδώ, το μοιρολόϊ του Παντ. Μαράκη, ανθολογημένο από το φύλλο αρ. 57 της 14-2-1967, σ. 4η της εφημ. των Χανίων: “Εθνική Φωνή” θα μας εξιστορήσει στιγμιότυπα και ηρωισμούς της Άλκηστης ώσπου να την πνίξει κι αυτή η μαύρη θάλασσα της Φαλκονέρας. Θα κλάψει και θα πει:
«-Υπάρχουνε Σουλιώτισσες να κατεβούν στον Αδη,
Υπάρχουνε και Κρητικές να ξαναζή τ’ Αρκάδι
Μαύρη είν’ η νύκτα στο γιαλό το κύμα και βοΐζει,
μα η Αλκηστη το θάνατο δεν τον υπολογίζει.
Ακούει φωνές: βοήθεια! κορμιά να σπαρταρούνε,
σαν τα βουνά τα κύματα μπροστά και πίσω σκούνε.
Η Αλκηστη στα κύματα έτρεχε σαν δελφίνι,
εμάζευε σωσίβια σ’ άλλους τα παραδίνει.
Στ’ αγριεμένα κύματα μέχρι να ξημερώση,
επάλευε η Αλκηστη άλλες ζωές να σώση.
Κατά τις δέκα το πρωί αρχίζει και παγώνει,
κι ο χάρος βρίσκει τον καιρόν τότε και την σιμώνει.
Την βρήκ’ ο χάρος άγρυπνη και βαροκουρασμένη,
και βρήκε την ψυχούλα της, πολύ συγκινημένη.
Και πάλιν του τ’ απόκρουσε του χάρου το κοντάρι,
είδε καράβι νάρχεται και κατά κει σαλπάρει.
Βλέπουν μια νέα κι έπλεε έλαμπ’ η ομορφιά της,
κι ο αέρας ο θαλασσινός χτυπούσε τα μαλλιά της.
Tην πλησιάζουν ναυτικοί τους γάντζους της πετούνε,
γιατί φοβούντ’ οι άνανδροι στη θάλασσα να μπούνε.
Ταλαιπωρείται στο σχοινί μα δεν μπορ’ η καημένη,
γιατί του χάρου η κονταριά την είχε χτυπημένη.
Αχί! καημένη Αλκηστη νάχανε την καρδιά σου,
νάχανε την ψυχούλα σου και την παλληκαριά σου.
Αγοραστάκη Αλκηστη ήταν γραφτό να δώσης,
του χάρου το κορμάκι σου, άλλα κορμιά να σώσης»
Δίκαια, δικαιότατα η Ακαδημία Αθηνών, στην συνεδρία της, της 8ης Δεκεμβρίου 1967, ημέρα του ετήσιου μνημοσύνου των πνιγέντων στην Φαλκονέρα, εβράβευσε μεταθανάτια, την ηρωίδα ναυαγό Αλκηστη, για όσα υπεράνθρωπα κατόρθωσε, ως την στιγμή που ξεψύχισεν κι η ίδια. Οι μαρτυρίες των ολίγων επιζησάντων είναι ανατριχιαστικές κόβουν την αναπνοή μας!
Ο συγκλονιστικός καθολικός θρήνος για όλα τα θύματα του ναυαγίου του F/B “ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ” δε λέει να σταματήσει. Να ‘ναι αιώνια η μνήμη των, καθώς και του αείμνηστου κι αξέχαστου Θεολόγου Γυμνασιάρχου και Λογίου Γεωργίου Δ. Καψωμένου, που για 72 συνεχείς δημοσιεύσεις του, στον Τοπικό μας τύπο, στην εφ. “Εθνική Φωνή” των Χανίων, τα έτη 1966 και 1967, μας αποθησαύρισεν όλον αυτόν τον πονεμένο λαϊκό ποιητικό λόγο των μοιρολογιών, για τους πνιγμένους συνανθρώπους μας στην Φαλκονέρα, το μαύρο βράδυ εκείνο, του Δεκέμβρη του 1966.
“Η θαλάσσια τραγωδία” μοιρολόϊ, είναι «ο λυγερόφθογγος στίχος της μαθήτριας της Στ’ τάξης του 8ου Δημ. Σχ. Χανίων Αργυρώς Εμμ. Παπαδογιωργάκη, είναι ο παιδικός θρήνος, η πιο ευπρόσδεκτη θυσία στις ιερές σκιές των μεγαλομαρτύρων μας» – κατά το συνοδευτικό σχόλιο του συλλογέα, αείμνηστου σήμερα θεολόγου λυκειάρχη Γεωργίου Δ. Καψωμένου (εφ. “Εθνική Φωνή” Χανίων, 10.2.1967). Κλαίει και λέει:
Η θαλάσσια τραγωδία
“Στης Φαλκονέρας τα νερά, βυθίστηκε καράβι,
είχε της Κρήτης τα παιδιά, της Κρήτης το καμάρι.
Καταραμένη θάλασσα κι αναθεματισμένη,
που μαύρισες και ρήμαξες,
την Κρήτη την καημένη.
Γιατί δεν ελυπήθηκες και τα μικρά παιδάκια
που δεν καταλαβαίνανε κι ήταν αγγελουδάκια;
Ανάθεμά σε θάλασσα, καταραμμένη νάσαι,
που πήρες τους ανθρώπους μας, και δεν μασε λυπάσαι.
Κλαίνε και λεν τα ορφανά, πού είναι η μαμά μας,
τ’ αδέλφια, ο πατέρας μας και η παρηγοριά μας.
Αχ! Κρήτη όμορφο νησί, που είσαι ξακουσμένο,
η Φαλκονέρα σε ’κανε, να ’σαι πάντα θλιμμένο
Στης Φαλκονέρας τα νερά, όποιος θα ταξιδέψη,
θυμάται το “Ηράκλειο” και λέει να επιστρέψη.
Γιατί επήρε ’κει ψυχές, που πέσανε στο βάθος,
δίχως λιβάνι και κερί, δίχως παπά και διάκο”.
Το θρηνητικό δεκαπεντασύλλαβο που ακολουθεί, το είπε η Χαλκιαδάκη Μαρία, ετών 66, το 1966, από τις Γούρνες Πεδιάδας, στην μαθήτρια Φαζάκη Ευαγγελία, της Α5 τάξης του Μικτού Γυμν. Ηρακλείου, και το συμπεριέλαβαν οι επιμελητές του δακτυλογραφημένου τόμου: “Κρητ. Δημοτ. Τραγούδια”, Ζαχ. Σμυρνάκης και Αναστασία Αρμουτάκη, στις σελ. 126-127 του έργου τους.
Το μοιρολόϊ είναι αφιερωμένο στο πολύνεκρο ναυάγιο του F/B “Ηράκλειον” στην Φαλκονέρα, το βράδυ της Παρασκευής 8-12-1966, και λέει:
«- Ω Παναγία Ελεούσα μου, όλου του κόσμου μάνα
που ήσουν και δε-ν-έτρεξες, δε-ν-έκαμες το θαύμα;
Παρηγοριά των Χριστιανώ, Παρθένα μου Μαρία,
πώς έμεινες αδιάφορη σε τέτοια τραγωδία;
Ω Αγιε Νικόλαε, που τα στοιχειά προστάζεις
και τη -γ-κακούργα θάλασσα εσύ τήνε δαμάζεις
ξεμιστευτή και λυτρωτή, θαλασσοκυβερνήτη,
που άφησες τη θάλασσα και ρήμαξε τη -γ-Κρήτη.
Ισως αυτοί που πνίγηκαν, να ήταν πληρωμένο
κι ούτε αγίου δε μπορούν να σβήσουν το γραμμένο
Ολη η Ελλάδα πόνεσε, μα πιο πολύ η Κρήτη,
οι θρήνοι της ακούστηκαν από το -μ-Ψηλορείτη.
Στης Φαλκονέρας τα νερά Χάρος παραμονεύει,
κι ως είδε το “Ηράκλειο” ευθύς το σημαδεύει.
Τη θάλασσα εμάλωσε αμέσως συμμαχήσαν,
σαν -ν-τίγρεις του ριχτήκανε στη μέση το χωρίσαν.
Σύμμαχοι ήταν η βροχή, η θάλασσα κι αέρας,
κι ο Χάρος στο ναυάγιο της μαύρης Φαλκονέρας.
Χτυπούσανε κι αφρίζανε μ’ όλα τα δύνατά τους,
ο Χάρος ’χτύπα με σπαθί κι η θάλασσα με κύμα
νέους, γερόντους και παιδιά θάψανε σ’ ένα μνήμα.
Μανάδες εφωνάζανε και σέρναν τα μαλλιά τους,
και πέφτανε στη θάλασσα μαζί με τα παιδιά τους.
– Θάλασσα φόνισσα κακιά, κακιά και πλεονέκτρα,
άπονη κι αδυσώπητη και τω -ν-αθρώπω κλέφτρα.
Μας πήρες λεβεντόπαιδα στα μαύρα σου σκοτάδια,
τη -γ-Κρήτη, κι όλα τα Χανιά τα βούτηξες στα μαύρα.
Πόσες λαχτάρες κι όνειρα, χαρές και νοσταλγίες
έριξες στα πλοκάμια σου, κακούργα και τα πήρες;
Πόσες μανάδες δέρνονται, πόσα παιδιά ορφανέψαν,
και πόσους κόπους χάσανε αθρώποι, που δουλέψαν;
Μα η θάλασσα είναι φόνισσα και άπονος ο Χάρος,
γι’ αυτό να μη ντο ρίχνομε σ’ αυτόν όλο το βάρος.»
Στο φυλλάδιο του λαϊκού ποιητή Χαράλαμπου Χαβρέ, με “ποιήματά” του, έχει συμπεριλάβει και το θρηνητικό του δεκαπεντασύλλαβο “βουβό μοιρολόϊ” για τα θύματα του ναυαγίου του F/B “Hράκλειον”. Μας λέει:
Το ναυάγιο του φέρρυ μπωτ “Ηράκλειον”
«Σκέφτομαι πώς να βάλω αρχή που ο νους μου σαρσιντίζει
και σαν τη λάψη στο βουνό εδώ και κει γυρίζει
Να γράψω και να διηγηθώ όπως γροικώ, δεν είδα
μόνο διαβάζω και θωρώ εις την εφημερίδα.
Να γράψω ποίημα θλιβερό που όποιος και αν το διαβάση
και μεγαλύτερος εχθρός από καρδιά θα κλάψη
Θάλασσα μπλάβη και αλμυρή τί σούκανε η Κρήτη
και τηνέ μαυροφόρεσες τί νάχες να κερδίσης.
Ανδρες γυναίκες και παιδιά χωρίς νάχουνε αιτία
τσι πνίξες και τσι δώρησες φαΐ του καρχαρία
Παραμονές των εορτών για τον καινούργιο χρόνο
σε όλη την Κρήτη άφισες παντοτινά ένα πόνο
Δώρο πρωτοχρονιάτικο έδωσες εις την Κρήτη
τα μαύρα να φορέσουνε σχεδόν σε κάθε σπίτι.
Χάρε δεν εφοβήθηκες Χάρε δεν ελυπήθης
παιδιά αθώα πλάσματα στην θάλασσα να πνίξης.
Θάλασσα δεν εχόρτασε το αλμυρό νερό σου
στης Φαλκονέρας τη θάλασσα να δείξη το κακό σου.
Κρήτη ηρωϊκό νησί τσ’ Ελλάδος θυγατέρα
η Φαλκονέρα σ’ έκαμε να κλαίης νύχτα μέρα.
Το πλοίο το “Ηράκλειο” έφυγε από τη Σούδα
να πάη εις τον Πειραιά της Κρήτης τα λουλούδια
Της Φαλκονέρας η θάλασσα με τ’ άγρια κύματά της
έπνιξε το “Ηράκλειον” δεν άφησε επιβάτη.
Πιάνει φουρτούνα δυνατή με κύματα αγριεμένα
βουλιάζει το “Ηράκλειον” δεν έμεινε κανένας.
Πέφτουνε εις την θάλασσα όλοι μικροί μεγάλοι
οι μάνες τα μικρά παιδιά βαστούνε στην αγκάλη.
Κλαίνε οι μάνες, τα παιδιά φωνάζουν Παναγία
σώσε μας τα παιδάκια μας κάμε μια ευσπλαχνία
Κλαίνε οι άνδρες να θωρούν πως πνίγονται και κείνοι
μαζί με τις γυναίκες τους κλάμα φωνές και θρήνοι.
Ενας τον άλλο δεν θωρεί γιατί ήταν τόση νύκτα
μόνο φωνές βοήθεια, ένας τον άλλο εγροίκα.
Ο καπετάνιος δεν μπορεί τάχε και κείνος χάσει
γιατί σε δώδεκα λεπτά εβούλιαξε και εχάθη.
Το πλοίο γέμισε νερά ως τα κατάρτια επάνω
και οι ναύτες επνιγήκανε μαζί και ο Καπετάνιος.»
Ο επιμελητής – συλλογέας και σχολιαστής του λαϊκού ποιητικού θρηνητικού Λόγου, του αφιερωμένου στα θύματα του ναυαγίου του F/B “Hράκλειον” αείμν. Γ.Δ. Καψωμένος αποθησαυρίζει: το έμμετρο που ακολουθεί: “Επιμνημόσυνο” του λαϊκού Ποιητή Γεωργίου Δασκαλάκη, το οποίο εκφώνησε στο 40/ήμερο μνημόσυνο στον ιερό ναό Αγίου Νικολάου Σπλάντζιας Χανίων, στις 15 Ιαν. 1967 (δες σχετ. εφημερίδα Χανίων: “Εθνική Φωνή” της 19.2.1967, α.φ. 62, σ.4η). Είπε:
Επιμνημόσυνος
«Άψετε φώτα και κεριά. Λαμπάδες να καούσι
και δάκρυα απ’ τα μάθια μας αρίθμητα να βγούσι.
Για το χατήρι των νεκρών, των αδικοπνιγμένων
που η θάλασσα μας τσ’ άρπαξε με κύμα αφρισμένον.
Αδίκημα και έγκλημα εγίνηκε μεγάλο
με αγώνα κι’ αναστεναγμούς έβλεπε ο ‘γεις τον άλλο.
Τση θάλασσας την ταραχή ποιός δεν τηνέ φοβάται;
Και ποιός δεν κλαίει, δεν πονεί και δεν μοιρολογάται;
Αγώνα κάματε φριχτό τση νύχτας το σκοτάδι
μα η θάλασσα ενίκησε και μπήκατε στον Αδη
Στην εορτή της μνήμης σας ήλθαμε να σας δούμε
με πόνους και αναστεναγμούς δύο στίχους να σας πούμε
Στίχους του πόνου, αδελφοί μέσα απ’ την καρδιά μας
αντί λιβάνι χύσαμε και μεις τα δάκρυά μας
Βάλσαμον τση παρηγοριάς ο Κύριος να δώση
στων πονεμένων τσοι καρδιές πριν καλοξημερώση.
Και τώρα όλοι ακούσετε εκείνο που ποθείτε
από τον Αγιον Θεόν ανάπαυση να βρήτε.
Μυρίζουνε τα γιασεμιά, μυρίζουνε κι’ οι κρίνοι
ω! αλησμόνητοι αδελφοί, αιώνια σας η μνήμη»
Και η ενότητα – παρά το πολύτιμο πλήθος των σχετικών ποιητικών κειμένων που αφήνομε -θα κλείσει με νεώτερο- του 2000- επιμνημόσυνο, της Λαϊκής ραψωδού, από τα Νεροκούρου Χανίων Αναστασίας Μπολάκη, δημοσιευμένο στην εφημ. “Χανιώτικα νέα” της 9-12-2000. Λέει:
Αφιερωμένο στη μνήμη των θυμάτων του ναυαγίου
του Δεκεμβριού ήταν ημέρα Πέμπτη
που πνίγηκε η Ελλάδα μας μέσα στα μαύρα πένθη
Αυτή η μέρα η σκληρή μην είχε ξημερώση
και στων Ελλήνων τις καρδιές τέτοιο καημό να δώση
Υπέρ τρακόσια άτομα στης Σούδας το λιμάνι
εμπήκαν στο “Ηράκλειο” ταξίδι να τους κάμει
Πολλοί στρατιώτες ήτανε νεοαπολυμένοι
να πάνε στη μανούλα τους απού τους περιμένει
Ανδρες γυναίκες ήτανε, μάνες με τα παιδιά τους
άλλοι πηγαίνουν στο γιατρό κι άλλοι για τη δουλειά τους
Και χαιρετούν οι άμοιροι κι αφήνουν τους δικούς τους
πως ήτονε το τέλος τους δεν το ’βαζε ο νους τους
Είχε λιγάκι θάλασσα μα το καράβι φεύγει
και μόλις βγήκαν ανοιχτά η θάλασσα αγριεύγει
στις 10 η ώρα της νυχτός στη Φαλκονέρα φτάνουν
και πού να ξέρουν οι άμοιροι εκεί πως θα πεθάνουν
Μα ως εκεί ’τονε γραφτό στην τύχη τη δικιά τους
της Φαλκονέρας ο βυθός να φάη τα κορμιά τους
Και το καράβι άρχιξε να γέρνει στό ’να πλάι
κι ο καπετάνιος άρχιξε, βοήθεια να ζητάει
Πόσες μανούλες άτυχες, βοήθεια ζητούνε
και τα παιδιά στην αγκαλιά σφιχτά σφιχτά κρατούνε
Κλαίει όλο το πλήρωμα, κλαίνε κι οι σωφερέοι
κλαίνε τα γυναικόπαιδα, κλαίνε οι νιοι κι οι γέροι.
Είναι ανυπολόγιστος η φρίκη κι η οδύνη
που είδανε οι άμοιροι, όλοι την ώρα εκείνη
Να βλέπουνε σαν όνειρο, όλοι την ώρα κείνη
τη θάλασσα την άγρια να τούσε καταπίνει
Και εβυθίσθη μονομιάς, το φέρετρο καράβι
και πήρε άδικα ψυχές κάτω στον μαύρον άδη.
Κι απ’ τον βυθό της θάλασσας μηνύματα ανεβαίνουν
«πέστε τους εις τα σπίτια μας να μην μας περιμένουν
Σήμερα στο μνημόσυνο, καμπάνες να χτυπάνε
μα τυχερό μας ήτανε τα ψάρια να μας φάνε».
Μα τώρα τι να πη κανείς και πού να τ’ αποδώσει;
της τύχης ήτανε γραφτό χτύπημα να μας δώση
Ετούτο το ναυάγιο, δεν είναι παραμύθια
γιατί έδωσε χτυπήματα, πόνους πολλούς στα στήθια.
Ολοι οι γέροι ναυτικοί, το λένε το διηγούνται
πως τούτο το ναυάγιον, ποτέ δεν το θυμούνται
Σαράντα που γλυτώσανε, πάντα θα το θυμούνται
και εφιάλτες θα θωρούν, ακόμα όταν κοιμούνται
Θάλασσα πικροθάλασσα, όλοι μας θα σε λέμε,
γιατί ’καμες πολλές καρδιές κι ώσπου να ζουν θα κλαίνε
Και κλείσαν σπίτια ολότελα και μείνανε χηράδες
και κλαίν’ οι μάνες για παιδιά, παιδιά για τις μανάδες
Κλαίει η Κρήτη και θρηνεί, κλαίει και η Αθήνα
γιατί χαθήκανε παιδιά, άδικα κι ήταν κρίμα.
Εις τα βιβλία θα γραφτή αυτή η τραγωδία
δια να το διαβάζουνε παιδιά εις τα σχολεία.
Πως εχαθήκανε άδικα, δεν βγαίνει απ’ το νου μας
κι όλοι ας συγχωρέσομε, τσ’ άτυχους αδελφούς μας.
Στους συγγενείς των ναυαγών, από καρδιά ας πούμε
από τον Παντοδύναμο, παρηγοριά να βρούνε.
Είναι καθήκον όλων μας κι είναι κι υπερεπείγον
όποιος μπορεί τα ορφανά να βοηθήσει λίγο.»
Διαβάσαμε και ψιθυρίσαμε θρηνητικές ρίμες και μοιρολόγια που πήγασαν από συγκλονιστικά πολυάνθρωπα θανατηφόρα συμβάντα. Ηταν η έκφραση της ανάγκης των δημιουργών τους, να ειπούν, να κλάψουν, να εξωτερικέψουν τον πόνο και την θλίψη που πλημμύριζεν τις καρδιές των! Ηταν ο πάνδημος θρήνος μπρος στο μεγάλο κακό, που μας συνετάραξεν όλους! Ένα μικρό δείγμα, σας παρουσιάσαμε.
Ενα εκτεταμένο, είχαμε την ευκαιρία να παρουσιάσουμε στο σημαντικό συνέδριο του Κέντρου Κρητικής Λογοτεχνίας σε συνεργασία με τον δήμο Ανωγείων, στις 13-15 Νοεμ. 2015, στ’ Ανώγεια με τον τίτλο: “Λαϊκοί θρήνοι και μοιρολόγια της Κρήτης, για πολυπρόσωπα θανατηφόρα δυστυχήματα.” Η σχετική μας εισήγηση, φιλοξενείται στον τόμο των σχετ. πρακτικών του Κέντρου Κρητικής Λογοτεχνίας: “Τα Κρητικά Μοιρολόγια”, σ. 229-257. Λίγα δείγματα από την ενότητα: “Για το ναυάγιο του F/B “ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ” είναι η παρούσα μας συνεισφορά, απ’ αφορμή την θλιβερή αύτη επέτειο. Ο Θεός να τους αναπαύσει. Χάθηκαν άδικα…