Μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, το 2008, τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση βρέθηκαν μπροστά σε νέα δεδομένα, μια νέα πραγματικότητα που απαιτούσε επιτακτικά άμεση αντιμετώπιση.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, κατά το προηγούμενο της αντιμετώπισης της κρίσης του 1929 με το New Deal του προέδρου Φραγκλίνου Ρούζβελτ (1935), έδωσαν άμεση προτεραιότητα στην ανάκαμψη, στην κατανάλωση και στην απασχόληση. Εντυπωσιακές υπήρξαν οι δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις με αποτέλεσμα ένα υψηλό αναπτυξιακό ρυθμό, του οποίου η διατήρηση είναι πλέον το ζητούμενο.
Αντίθετα η Ευρώπη προτάσσει τη δημοσιονομική εξυγίανση, για την αντιμετώπιση της κρίσης. Με τον τρόπο αυτό αποδέχεται ως αναπόφευκτο τίμημα την ύφεση και τη μαζική ανεργία.
Η χρηματοδότηση της οικονομίας είναι κεντρικό σημείο και στις δύο περιπτώσεις. Υπάρχει όμως μια σαφής διαφορά φιλοσοφίας μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ. Στις Ηνωμένες Πολιτείες οι δαπάνες χρηματοδοτούνται κυρίως από την Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα (FED), η οποία προσφέρει ρευστότητα κινήσεως απ’ ευθείας στο κράτος και την οικονομία και μάλιστα χωρίς την προϋπόθεση οικονομικών και θεσμικών μεταρρυθμίσεων. Αντίθετα στην Ευρωπαϊκή Ένωση η χρηματοδότηση της οικονομίας επαφίεται κατ’ αποκλειστικότητα στην εμπιστοσύνη των αγορών. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) προσφέρει επίσης σημαντικά ποσά στην ευρωπαϊκή οικονομία αλλά αποκλειστικά μέσω των τραπεζών και πάντα υπό τον όρο μεταρρυθμίσεων.
Εδώ συμβαίνουν δύο πράγματα: οι τράπεζες, ενώ παίρνουν το χρήμα με σχεδόν μηδενικά επιτόκια, δεν το ανακυκλώνουν στην οικονομία αλλά προτιμούν να δανείζουν τα κράτη με υψηλά επιτόκια. Ακόμα, έχει αποδειχθεί ότι όσο οι ζητούμενες μεταρρυθμίσεις υλοποιούνται τόσο περισσότερο χειροτερεύουν το επίπεδο λειτουργίας της οικονομίας.
Αναφερθήκαμε στο προηγούμενο σημείωμά μας στο νέο παράδειγμα που εγκαθίσταται στην Ευρώπη από τους θιασώτες του ακραίου νεοφιλελευθερισμού με κύριο εκφραστή και μοχλό επιβολής τη Γερμανία. Η νέα ευρωπαϊκή φιλοσοφία περί την οικονομία και την κοινωνία εκπηγάζει από αυτό ακριβώς το νέο παράδειγμα.
Η Ευρώπη, σε αντίθεση με την Αμερική, εξυμνεί τον «εξυγιαντικό ρόλο της κρίσης» τόσο για το δημόσιο όσο και για τον ιδιωτικό τομέα, ισχυριζόμενη ότι η «μακροχρόνια λιτότητα προηγείται της ανάπτυξης». Η λιτότητα, η ύφεση και η ανεργία δεν θεωρούνται αρνητικά στοιχεία, αλλά επιβεβλημένη «θεραπευτική εξυγιαντική αγωγή» για τις χώρες με δημοσιονομικά προβλήματα. Η Ευρώπη συνεχίζει να περικόπτει τις κοινωνικές και καταναλωτικές δαπάνες με συνέπεια την ακόμα μεγαλύτερη ύφεση. Από την άλλη πλευρά ισχυροποιεί και γιγαντώνει τις τράπεζες με δημόσιο χρήμα, σε βάρος της οικονομίας και των φορολογουμένων.
Η κατάργηση των εθνικών νομισμάτων στην Ευρωζώνη, αφαίρεσε από τα κράτη τη δυνατότητα αντιμετώπισης των περιφερειακών ανισορροπιών οι οποίες υπονομεύουν τη σταθερότητα του συνόλου, μέσω νομισματικών ανατιμήσεων και υποτιμήσεων. Μόνη λύση για τη διατήρηση της συνοχής του συνόλου είναι οι σταθεροποιητικές μεταβιβάσεις πόρων από τις πλεονασματικές περιοχές προς τις ελλειμματικές. Αυτό συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες, στον Καναδά, ακόμα και εντός της Γερμανικής Ομοσπονδίας. Η Ευρωζώνη αποτελεί τη μοναδική νομισματική περιοχή του πλανήτη στην οποία αυτό δεν συμβαίνει, εξ αιτίας της άρνησης της Γερμανίας. Ήδη από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), ο καγκελάριος Χέλμουτ Κολ, είχε προνοήσει και καταργήσει την «ρήτρα αλληλεγγύης», που προβλεπόταν στην ιδρυτική Συνθήκη της Ρώμης (1957).
Ο αποπληθωρισμός που εγκαθίσταται στην Ευρώπη αποτελεί τον πιο ύπουλο κίνδυνο, όπως έδειξαν και προηγούμενες κρίσεις, αφού όσο οι τιμές χαμηλώνουν και η οικονομία φαίνεται να κερδίζει σε ανταγωνιστικότητα, τόσο φεύγουν οι επενδύσεις και η ανεργία εκτινάσσεται. Σε τέτοιες περιόδους, όσο οι τιμές πέφτουν, τόσο φθηνότερα τα «κοράκια» του μεγάλου χρήματος – που η ίδια η σημερινή Ευρώπη εκτρέφει – εξαγοράζουν κεφαλαιακά αγαθά κοψοτιμής, με πρόσχημα πάντα την υποθετική εκκαθάριση και εξυγίανση. Ο Καθηγητής Βεργόπουλος διερωτάται: «Από πότε το “κυνήγι του θηράματος”, η λεηλασία, ο “κανιβαλισμός”, η σύληση και τυμβωρυχία, η “λαφυραγώγηση” θεωρούνται μέθοδοι “εξυγίανσης” της οικονομίας; Από πότε οι νέοι δρόμοι του μέλλοντος διέρχονται από τους τάφους και τα κοιμητήρια»;
Και συνεχίζει για τη μελαγχολική πορεία της Ευρώπης: «Η εμπειρία του 1930 εδίδαξε ότι η ανταγωνιστικότητα δεν είναι ζήτημα τιμών, αλλά καινοτομιών και παραγωγικότητας της εργασίας. Ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη συμφορά από την καταστροφή της εσωτερικής αγοράς, που αποτελεί πλεονέκτημα και ιστορική κατάκτηση. Αντ’ αυτού σήμερα, με παρανοϊκή προσήλωση στην ανταγωνιστικότητα τιμών, κάθε χώρα συναγωνίζεται τους εταίρους της με εργαλείο την συρρίκνωση της εσωτερικής αγοράς και με συνέπεια τον συναγωνισμό όλων προς τα κάτω. Δεν προβάλει νέος ορίζοντας, αλλά σήψη και οπισθοδρόμηση».
(*) Δρ. Μηχανικός τ. Δ/ντής ΔΕΔΔΗΕ
Αναφορές
Κ. Βεργόπουλος, ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ, η χαμένη γενιά, Ελλάδα-Ευρώπη, εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα, 2014.
Όλα τα δημοσιευμένα κείμενα της στήλης
μπορείτε να τα βρείτε στο
http://www.haniotika-nea.gr/author/koufakis/