Αιχµηρό, αγωνιστικό, αφυπνιστικό!
Ανήσυχο πνεύµα ο συγγραφέας του βιβλίου αυτού.
Ο καλός φίλος ∆ηµήτρης Ανδρικίδης, µας ταρακουνά.
Θέλει να µας παρακινήσει προς τον αγώνα.
Να µην είµαστε θεατές στα δρώµενα.
Σε κάθε ποίηµα του, µας το επαναλαµβάνει µε διάφορους τρόπους.
Μας βάζει σε ένα πνεύµα συνυπευθυνότητας των γεγονότων.
Ζητά µια αντίδραση! Ικετεύει γι’ αυτήν!
Τα συµπεράσµατα ζωής που βγαίνουν από την καθηµερινότητα, όλα φωνάζουν συµµετοχή.
Σε όλα µπορούµε να αλλάξουµε κάτι.
Σε όλα τα θέµατα, µας βάζει στον τοίχο µαζί µε τον εαυτό του φυσικά και περιµένει αντίδραση.
Χρησιµοποιεί λέξεις που θέλουν να σοκάρουν.
Να υπογραµµίσουν, να ταρακουνήσουν!
Ψάχνει να βρει µια τραγική λέξη να περιγράψει κάθε φορά τα λάθη µας.
Τα αιώνια λάθη µας!
«Σιγά σιγά, σε ένα σάπιο µήλο, αποδώσαµε τιµές.
Οποία παµµέγιστη µωρία
ανωτάτων εξουσιαστικών λειτουργών.
Των εν υπνώσει τιµονιέρηδων,
όλων, όλων ηµών».
Λέξεις που σπαράζουν και τραντάζουν!
Σαν απελπισµένος αγωνιστής, κραυγάζει!
Γι’ αυτό χρησιµοποιεί βαριές λέξεις και φράσεις,
όπως ζηµιογόνες οµίχλες, εφιαλτικά µαυροβούνια,
δολοπλοκία, ερπετά, τσακάλια, αγκάθια, χάος, κοφτερά σαγόνια.
Σε αντιπαράθεση βλέπει να αποµακρυνόµαστε και
ναι αφήσουµε ελαφρά τη καρδία, τα “ταξίδια των ηλιαχτίδων”,
τα “µαγεµένα βιολοντσέλα”, τις “χαρούµενες νεράιδες”,
τις “αγγελικές πεταλούδες”, τα “αστεράκια” και ό,τι άλλο άλλο όµορφο.
Χρησιµοποιεί λέξεις και φράσεις αλληγορικά,
για να µας κεντρίσει ώστε να δούµε επιτέλους
την πορεία µας και τις επιλογές µας ξανά.
Σε άλλο ποίηµα διαπιστώνει πως χάσαµε
ό,τι δυναµικό κρύβει το “είναι” µας.
Έχουµε γίνει, λέει «µια σιχαµερή φυλακή
των ακάµατων αλµάτων των ψυχών µας».
Υπάρχουν και κάποιες σελίδες στο βιβλίο
που καταλαγιάζει και αφήνεται στην αγάπη.
Ως άνθρωπος τρωτός, κυριαρχείται από αυτήν,
µε σώµα και πνεύµα οικειοθελώς, µα και πάλι φθάνει
στα άκρα τον εαυτό του.
Θέλει να παγώσει τον χρόνο, να γιγαντώσει την απόσταση
πριν δει τις ανθρώπινες ατέλειες και απογοητευθεί!
Θέλει να παραµείνει σε αυτό το τέλειο συναίσθηµα,
ακόµη και ως τίµηµα τον χωρισµό και λέει το γιατί».
«Πριν να σε πλάσω κι εγώ αλλιώς.
Πριν κι εσύ να πειστείς ότι είµαι ένας άλλος».
∆ίκαια λοιπόν ο τίτλος του βιβλίου εξ ακανθών.
∆ίκαια και ο συγγραφέας ∆ηµήτρης Ανδρικίδης
προσπαθεί, και σχεδόν επιτακτικά µας λέει:
«Εµπρός, ανακαλύψτε ξανά τους εαυτούς σας
στα µιασµένα σήµερα, χθεσινά χρυσωρυχεία.
∆ώστε νέες λάµψεις στα ληξιπρόθεσµα σας χνάρια,
επάνω στην ανθρωποκτόνο άµµο.
Κάνετε τα ξανά, δυνατά κι αξιοζήλευτα βασίλεια.
Μπορεί, πού ξέρετε; να είστε εσείς οι τυχεροί.
Κι η δική σας θέληση να είναι
η αφέντρα των καιρών
που δεν έχει κανένα έρµα».