Θέριεψε ο πόνος κι έγινε δράκος με δυο κεφάλια
τη σιδερένια του έσπασε και βγήκε φυλακή
κι ακούστηκ’ η άγρια του φωνή σε κάμπους κι ακρογιάλια
που λέει: «μονιάστε Έλληνες, η Ελλάδα αιμορραγεί».
Κι άστραψε μέσα στη νυχτιά που σκέπαζε τη χώρα
φως της αγάπης κι είδανε τα μάτια της ψυχής
του Έλληνα και φώναξε αδέλφια ήρθε η ώρα
τον τύραννο να διώξουμε κι άλλο μην καρτερείς.
Βογκούν οι τάφοι π’ άνοιξε στ’ άγριο πέρασμά του
που με κορμιά τους γιόμισε με μίσος κι απονιά
κι όσα παιδιά ορφάνεψαν στο κάθε χτύπημά του
διώξετε, φωνάζουν, τον ψυχρό και βάρβαρο φονιά.
Κι άδικα όσοι χάθηκαν, φωνάζουν απ’ το μνήμα
διώξτε το μίσος μακριά, και γράφουν, στην δροσιά
που τους σκεπάζει κάθε αυγή τη λέξη, είναι κρίμα
μάνες αναίτια να φορούν τη μαύρη φορεσιά.
Τιμή σ’ αυτούς που άνοιξαν το δρόμο στη γαλήνη
κι έκλεισαν με το χάδι τους τις ανοικτές πληγές.
Μα της διχόνοιας η πληγή κάποιο σημάδι αφήνει
να το θωρούν και ν’ αγρυπνούν οι ερχόμενες γενιές.