Το εξάμηνο μνημόσυνο του Μεγάλου Παππού της Κρήτης, του μακαριστού μητροπολίτη πρώην Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίου Γαλανάκη, την προπερασμένη Κυριακή 27 Οκτωβρίου, στον Αγιο Σπυρίδωνα του Καστελίου. Διάχυτη η αίσθηση κάποιες στιγμές στο εκκλησίασμα, στον περιεστώτα λαό που ξετρούλιαξε με την παρουσία του την εκκλησία, ότι ιερουργεί ο ίδιος. Οπως τότε… τον Δεκέμβρη του 1957 για παράδειγμα που ενθρονιζόταν για πρώτη φορά ως επίσκοπος. Οπως τότε… τον Ιανουάριο του 1971, όταν αποχωριζόταν το ποίμνιό του για να πάει στη Γερμανία. Οπως τότε… τον Μάιο του 1980, όταν ενθρονιζόταν για δεύτερη φορά στην αγαπημένη του Μητρόπολη. Οπως τότε… στα σπερνά της Σαρακοστής, στις κυριακάτικες λειτουργίες, στα πανηγύρια του Αγίου… όπου να ’ναι θα τον δούμε να προβάλει απ’ την Αγια Πύλη για να μας μιλήσει, για να μας συμβουλεύσει και για να μας ευλογήσει σκεφτόμουν ενώ προχωρούσε η Θεία Λειτουργία ιερουργούντων του και καλύτερου κατά κοινήν ομολογία μαθητή του και συνεχιστή του αρχιεπισκόπου Κρήτης Ειρηναίου Αθανασιάδη και του πανάξιου διαδόχου του στον επισκοπικό θρόνο μητροπολίτη Κισάμου και Σελίνου Αμφιλοχίου Ανδρονικάκη.
Δεν τον είδα να βγαίνει τον παππού, είναι αλήθεια, όμως μια φωνή μέσα μου μού λέει ότι βγήκε και ξαναβγήκε. Τα μάτια της ψυχής μου άλλωστε, όπως και τα μάτια της ψυχής ολονών, αυτό μαρτυρούν…
«Χιλιάδες χρόνια, χιλιάδες άνθρωποι, ζευγάδες, μαστόροι, βοσκοί, παπάδες, καπετάνιοι, έμποροι, δασκάλοι, μάρτυρες κι αγιασμένοι, δουλέψανε για να κτισθεί, να μεγαλώσει και να σωθεί η Κρήτη. Δουλέψανε με το μυστρί, με το τσαπί, με το τουφέκι, με τον λόγο και τον κόπο, με το αίμα και το πνεύμα, για να σταθεί η Κρήτη και να ’ναι σήμερα στα χέρια μας κληρονομιά και χρέος. Κι η κληρονομιά αυτή πρέπει να κρατηθεί από μας σήμερα, να προστέσουμε σ’ αυτήν τα δικά μας ανασταίματα και να την παραδώσουμε στα παιδιά μας και στα παιδιά των παιδιών μας».
Από το βιβλίο του Ειρηναίου Γαλανάκη “Στοχασμοί από την Αγία Σοφία”.
Οχι, δεν είναι λυπημένη!
Ωσεί παρούσα και τα πάντα πληρούσα για τρεις βραδιές, στις 26, 27 και 28 Οκτωβρίου τ.ε., στο γνωστό ανά το πανελλήνιο και όχι μόνο “Μοναστήρι του Καρόλου”, η Ρίτσα Χατζηδάκη, έναν χρόνο μετά το πρόωρο φευγιό της στη Χώρα των Μακάρων.
Η μορφή της στο μυαλό και στην καρδιά όλων όσοι βρεθήκαμε στο μικρό θεατράκι που έχει εντάξει στον χώρο του ο… ηγούμενος, για να δούμε την αφιερωμένη στη μνήμη της παράσταση του έργου “Επίσκεψη” του Μάρις Πάνιτς, σε διασκευή Βαγγέλη Βαφίδη. Ακόμα κι όταν, διορθώνω, κυρίως όταν δύο απ’ τα παιδιά της “Αρένας”, της θεατρικής ομάδας της οποίας πάνω από 20 χρόνια ήταν ο νους και η ψυχή της ο Γιάννης Καρτσωνάκης και η Μαρία Φουράκη, ζωντάνευαν επί σκηνής μ’ ένα συγκλονιστικό παίξιμο τους ρόλους του ανιψιού και της θείας, σε σκηνοθεσία της Βάνας Μπλαζουδάκη και με μουσική του Γιάννη Γιαννακάκη και φωτισμούς του Κώστα Παπαδόπουλου. Γι’ αυτήν, προπάντων, το δάσος των χειροκροτημάτων στο τέλος της παράστασης. «Τη Ρίτσα δεν την ήξερα σε πλάτος, λίγες οι φορές που συναντήθηκαν οι δρόμοι μας, την ήξερα όμως σε βάθος. Ανθρωπος της προσφοράς, η εντύπωσή μου γι’ αυτήν, άνθρωπος που έδινε δέκα για να πάρει ένα κι αν το έπαιρνε… Μα και σπουδαίος θεατράνθρωπος, που σημάδεψε με την “Αρένα” της το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι του τόπου μας.
Πάνω απ’ όλα, ωστόσο, η Ρίτσα παραμένει για μένα ο ορισμός του ανθρώπου – κουράγιο, που έχει τη δύναμη να καρφώνει τα νύχια στα χέρια της για να μην κραυγάζει τον ανείπωτο πόνο της μάνας που χάνει τον γιο της και να του μετουσιώνει, θανατώνοντας τον θάνατο, σε δημιουργία». Τα που έχω γράψει στο λίαν επιμελημένο και καλαίσθητο αφιερωματικό για τη Ρίτσα 12 σελίδων τεύχος που εμπεριείχε και τα στοιχεία της παράστασης.
«Οχι, δεν είμαι λυπημένη» μας λέει στο ποίημά της “Πέρασα”, με το οποίο τελειώνει το αφιέρωμα για τη Ρίτσα, η Κική Δημουλά. Καλύτερος τίτλος γι’ αυτήν την Εύφημη Μνεία, σίγουρα δεν υπάρχει, σκέφτομαι. Οχι, δεν είναι λυπημένη, στη Χώρα των Μακάρων, όπου έχει την αιώνια κατοικία της η Ρίτσα Χατζηδάκη. Και γιατί, όπως μεταξύ των άλλων, γράφει με τον δικό της αισθαντικό τρόπο η Βαρβάρα Περράκη, στο ίδιο τεύχος «η Ρίτσα άντεξε, βάθυνε, κατέβηκε, ανέβηκε, πόνεσε, έζησε, δημιούργησε, πρόσφερε, νίκησε…». Μα και γιατί το έργο της συνεχίζεται από τα “παιδιά” της με τη θεατρική σκηνή “Ρίτσα Χατζηδάκη”.