Για “ξαφνικό θάνατο” στο εθνικό σύστημα παραγωγής των Δημοσίων Εργων (Δ.Ε.) και για δρομολογημένη “εξόντωση” των μικρομεσαίων κατασκευαστών κάνουν λόγο οι εργολήπτες Δ.Ε. της Κρήτης μετά την τροπολογία που κατήργησε τα ανώτερα και κατώτερα όρια συμμετοχής σε διαγωνισμούς και το μητρώο πιστοποίησης εργοληπτικών επιχειρήσεων (Μ.Ε.Ε.Π.) αλλά και τον νόμο – πλαίσιο της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων (Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.) για τη διαμόρφωση ενός ενιαίου κανονιστικού και θεσμικού πλαισίου σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και Υπηρεσιών. Για το ίδιο θέμα ο βουλευτής Ηρακλείου του ΣΥΡΙΖΑ Μιχάλης Κριτσωτάκης σε αναφορά του για τον υπουργό Υποδομών προς το προεδρείο της Βουλής, που βασίζεται στις θέσεις των εργοληπτών Κρήτης, επισημαίνει ότι με την τροπολογία αυτή «η κυβέρνηση ανοίγει διάπλατα τις πόρτες της αδιαφάνειας, της διαπλοκής και των συναλλαγών κάτω απ’ το τραπέζι σε εκείνους που διαθέτουν την οικονομική δυνατότητα, αναγορεύει το χρήμα σε ρυθμιστή παραγωγής των Δ.Ε., ενώ απαξιώνει την εμπειρία και την επιστημονική γνώση».
«ΜΑΣ ΕΞΟΝΤΩΝΟΥΝ»
Ειδικότερα, οι εργολήπτες Δημοσίων Εργων της Κρήτης που πραγματοποίησαν πριν από λίγες ημέρες παγκρήτια Συνέλευση στο Ηράκλειο, με τη συμμετοχή και των Τμημάτων Ανατολικής και Δυτικής Κρήτης του Τ.Ε.Ε., αποφασίζοντας, μεταξύ άλλων, να καλέσουν ευρεία σύσκεψη και με τη συμμετοχή των βουλευτών του νησιού, στις διαπιστώσεις τους για τον νόμο – πλαίσιο της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. για τις Δημόσιες Συμβάσεις σημειώνουν, μεταξύ άλλων, πως «με την πρώτη ανάγνωση του νομοσχεδίου εξάγεται αβίαστα ο χαρακτηρισμός του ως μηχανισμός εμπέδωσης της αδιαφάνειας, ως εύφορο πεδίο υπόθαλψης κάθε μορφής διαπλοκής». «Το “τσουβάλιασμα” έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, δηλαδή ανόμοιων πραγμάτων, σε ένα γιγάντιο νομοσχέδιο ασφαλώς δεν συμβάλλει στην απλοποίηση της γραφειοκρατίας», αναφέρουν και προσθέτουν ότι «η κατάργηση των παραδοσιακών όρων “εργολήπτης”, “προμηθευτής” και “πάροχος Υπηρεσιών” και η αντικατάστασή τους απ’ τον ενιαίο όρο “οικονομικός φορέας” υποδηλώνει και την “ολιγοπωλιακή” λογική η οποία κυριαρχεί στο σύνολο του νόμου». Οι εργολήπτες Δ.Ε. χαρακτηρίζουν επίσης «ανεπίτρεπτο έως άκρως επικίνδυνο, η βαθύτερη ουσία της παραγωγής των Δ.Ε. να επαφίεται σε Π.Δ. και όχι σε νόμους», ενώ τονίζουν ότι «δεν προβλέπεται κανένας ουσιαστικός διαχωρισμός θεσμικού πλαισίου μεταξύ μικρών (κάτω του ορίου της Ε.Ε.) έργων και μεγάλων (πάνω του ορίου της Ε.Ε.) και γίνεται διάκριση των συμβάσεων βάσει του προϋπολογισμού ως εξής: Εργα ήσσονος αξίας έως 2.500 €, χαμηλής αξίας από 2.500 € έως 5.000.000 € και υψηλής αξίας από 5.000.000 € και άνω. Καταργούνται δηλαδή οι έως τώρα εφαρμοζόμενες διακηρύξεις Α’ και Β’ τύπου και εφαρμόζονται οι κοινοτικές οδηγίες για όλες τις συμβάσεις πάνω από 2.500 €».
Επιπλέον, επισημαίνουν ότι σύμφωνα με το νομοσχέδιο «δικαίωμα συμμετοχής στη διαγωνιστική διαδικασία μπορεί να έχει ο κάθε διαγωνιζόμενος που θα μπορεί να στηρίζεται, για τη συγκεκριμένη σύμβαση, στις οικονομικές και τεχνικές ή και επαγγελματικές ικανότητες άλλων», διεκδικώντας έτσι «την ανάληψη έργων που απαιτούν μεγαλύτερη οικονομική επάρκεια και τεχνική ικανότητα από εκείνη που ο ίδιος διαθέτει». Σημειώνουν επίσης ότι οι αρμοδιότητες που προβλέπονται για την Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων την καθιστούν το όργανο που θα έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στην παραγωγή δημοσίων έργων χωρίς να μπορεί να υπάρχει κανένας έλεγχος. «Με αυτές τις απορρυθμιστικές και όχι μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις, η κυβέρνηση από τη μια πλευρά παραδίδει στην “πυρά” της εξόντωσης, ιδιαίτερα, τις χιλιάδες μικρές και μεσαίες κατασκευαστικές επιχειρήσεις», αναφέρουν οι εργολήπτες και από την άλλη -τονίζουν- «παραδίδει το σύστημα παραγωγής των Δ.Ε. στους ελαχίστους “ημετέρους”, που διακαώς επιθυμούσαν την επικράτηση και επιβολή των μονοπωλίων και στον τομέα των δημοσίων έργων». Τονίζουν δε ότι «από πουθενά δεν προκύπτει η υποχρέωση της κυβέρνησης να καταργήσει την εθνική νομοθεσία και για τα “μικρά” έργα κάτω του κοινοτικού ορίου των 5.186.000 €» και καλούν την κυβέρνηση «ν’ αλλάξει την καταστροφική πολιτική της στον τομέα των Δ.Ε. και να θεσμοθετήσει την εξαίρεση, απ’ την ψηφισμένη τροπολογία, των “μικρών” έργων κάτω του κοινοτικού ορίου», αλλά και να προχωρήσει άμεσα, μέσα από ανοιχτό διάλογο με τους εμπλεκόμενους παραγωγικούς και επιστημονικούς φορείς, «σε μια αναμορφωμένη εθνική νομοθεσία που θα εδράζεται στην πλήρη διαφάνεια, στον υγιή και χωρίς αποκλεισμούς ανταγωνισμό και στην ισονομία».