» Της Μαίρης Κουτρούλη – Σκαμνάκη
» Εκδόσεις «ΕΝΑΣΤΡΟΝ»
Ποιος µπορεί να αρνηθεί πως τρέχουµε µε ιλιγγιώδεις ρυθµούς προς µια άλλη ζωή που σε τίποτα δεν θα θυµίζει εκείνη των προηγούµενων γενεών; Οδηγούµεθα µήπως σε µια νέα εποχή, όπου όλα θα γίνονται µέσω µηχανών, εποχή απόλυτης εξάρτησης από αυτές στο καθετί που µας αφορά;
Πιθανότατα…
Κι εδώ γεννάται το ερώτηµα πόσο ελεύθερος θα είναι ο µελλοντικός άνθρωπος; Πόσο θα µπορεί να οργανώσει ο ίδιος τη ζωή του, χωρίς τους περιορισµούς µιας αόρατης, ανώτερης αρχής που θα αποφασίζει γι’ αυτόν και θα φροντίζει τα πάντα που τον αφορούν;
Η Μαίρη Κουτρούλη-Σκαµνάκη, µια ώριµη συγγραφέας, στην ποιητική της συλλογή µε τίτλο «Νοιάζοµαι…» -η οποία είχε προηγηθεί- µας είχε δώσει εξαιρετικά δείγµατα ευαισθησίας κι έγνοιας για τον συνάνθρωπο και την κοινωνία. Με την καινούργια της δουλειά, δυο βιβλία που απευθύνονται στο παιδί, έρχεται να µας θυµίσει αλλοτινούς καιρούς, αλλά και να ευαισθητοποιήσει για τα µελλούµενα! Στοχεύει στο να στρέψουµε τα παιδιά στην πραγµατική ζωή, στις όµορφες δραστηριότητες, στην τίµια εργασία, στην αγάπη για τη φύση, στη συναδέλφωση των ανθρώπων. Ταυτόχρονη επιδίωξή της να διασώσει όλη αυτή τη γνώση για επιβίωση στη φύση, που µεταφερόταν από γενιά σε γενιά κι έφθασε και µέχρι και τα δικά µας χρόνια. Στήνει τις ξεχωριστές της ιστορίες σε δυο τόµους µε τίτλο «Εξορµήσεις στο χωριό…» εκ των οποίων ο πρώτος είναι αφιερωµένος στο Φθινόπωρο και τον Χειµώνα και ο δεύτερος στην Άνοιξη και το Καλοκαίρι, µεταφέροντας µας κάπου στην Κρήτη σε µια µικρή -ακόµα αυτάρκη κοινωνία- όπου ζει και εργάζεται ένας καλός αγρότης, ο κος Κώστας. Ο συνονόµατος εγγονός του, ο Κωστής που ζει στην πόλη, εντυπωσιασµένος απ’ τη διαφορετική ζωή του παππού κάθε Σαββατοκύριακο αφήνει πίσω του τον σύγχρονο κόσµο, επισκέπτεται το χωριό, ακολουθεί τον παππού και συµµετέχει µ’ ενθουσιασµό στις ποικίλες, εποχικές εργασίες.
∆υο τρυφερά βιβλία αφιερωµένα στο παιδί, γραµµένα στη δική του γλώσσα, που µέσα από τα µικρά τους κεφάλαια και τις ενδιαφέρουσες δραστηριότητες του Κωστή και του µέντορά του, οι µικροί µας φίλοι πολλά έχουν ν’ αποκοµίσουν!
∆ιαβάζοντας ξανά και ξανά τα δυο αυτά βιβλία της Μαίρης, επέστρεψα κι εγώ στο πατρικό χωριό, ξαναέζησα τα χρόνια εκείνα τα άδολα, χάρηκα την ευαισθησία του γραπτού της, την ατµοσφαιρική, ποιητική γραφή της, τον τρόπο της τον άριστο να σε ταξιδεύει ενώ αβίαστα σε διδάσκει…
Πολλά τα θέµατα που θίγονται στα δυο αυτά βιβλία, δύσκολο να διαλέξει κανείς, θα παραθέσω δυο κοµµάτια που µας περιγράφουν τις ώρες ανάπαυσης παππού και εγγονιού ξεκινώντας από το κεφάλαιο «Μια βροχερή µέρα» στις σελίδες 69-70: «…Η βροχή συνέχιζε και ο αέρας την έριχνε µε δύναµη στο τζάµι, εκεί που στεκόταν ο Κωστής. Λες και ήθελε να εισχωρήσει µέσα. Ο ουρανός ήταν σκοτεινός και γκρι, σύννεφα χόρευαν εδώ κι εκεί. Τα έσπρωχνε και αυτά ο αέρας κι όλο να βρέχει µε ορµή. Τα δένδρα απέναντι να λυγίζουν τα κλαδιά τους σαν να προσκυνάνε τη φύση και τη δύναµή της. Έπρεπε να λυγίσουν, να υποχωρήσουν στο δυνατό φύσηµα, για να µην σπάσουν. Μετά ίσιωναν ξανά τα κλαδάκια τους κι όλα καλά…Ο Κωστής έφτιαξε την καρέκλα του βάζοντας µαξιλάρια για να κάθεται στα ψηλά και να βλέπει πιο καλά από το παράθυρο, πέρα από την αυλή τους. Σιγά- σιγά είχε δηµιουργηθεί ένα ποταµάκι από τη βροχή, που µαζί µε φύλλα, χώµα, πέτρες, όλα ταυτόχρονα έπαιρναν την κατηφορική κλίση του δρόµου για να φτάσουν ως τον κεντρικό και να απλωθούν στα διπλανά χωράφια. Για πολλή ώρα κοιτούσε τη βροχή σιωπηλός, µέχρι που ο παππούς του ζήτησε να τον βοηθήσει. “Επειδή φαίνεται ότι θα βρέχει για ώρα ακόµα και δεν µπορούµε να βγούµε έξω, λέω να φτιάξουµε ένα γλυκό. Τι λες;”. “Ναι παππού. Τι γλυκό”. “Κυδώνι”, απάντησε ο παππούς και άνοιξε µια τσάντα απ’ όπου έβγαλε πεντέξι ωραία κυδώνια στρουµπουλά και χρυσοκίτρινα…»
Κι άλλο ένα δείγµα γραφής από τον δεύτερο τόµο, από το κεφάλαιο «Κάτω από τ’ αστέρια» των σελίδων 84-85: «…Μαγεµένος από την οµορφιά του ουρανού, που ήταν γεµάτος λαµπερά αστέρια, κάποια στιγµή πήγε να ξαπλώσει στο κρεβατάκι τους. Και από εκεί όµως τα έβλεπε πολύ καλά! Κανένα εµπόδιο δεν µεσολαβούσε ανάµεσα σε εκείνον και τον ουρανό! Στο σκοτάδι της καλοκαιρινής νύχτας, έλαµπαν µυριάδες αστέρια, και το φεγγάρι, πιο ‘κει σιωπηλό, επέµενε να διαχέει το λιγοστό φως που αντανακλούσε και αυτό, µε µια ουράνια ηρεµία. Έτσι όµορφα, παρατηρώντας τα αστέρια θα αποκοιµιόταν ο Κωστής! Σίγουρα θα τον συντρόφευαν και στα όνειρά του. Όπως τα χιλιάδες αστέρια, έτσι χιλιάδες όνειρα θα τον ακολουθούσαν στη ζωή του. Αυτές οι εικόνες θα χοροπηδούν στη σκέψη του, για τα επόµενα χρόνια. Αυτές τις ξέγνοιαστες βραδιές θα αποζητά να τις ξαναζήσει! Θα έχει πολύ υψηλές προσδοκίες πλέον, που σίγουρα θα τον καθοδηγούν στις επιλογές της ζωής του. Πάντα θα αναζητά το φυσικό, το όµορφο, το αγνό, το αληθινό! Έτσι, όπου και να πάει, όποια δουλειά κι αν επιλέξει να κάνει, κάποια στιγµή τα βήµατά του θα τον οδηγήσουν σε ένα τέτοιο περιβάλλον και πάλι. Ο όµορφος δρόµος έχει χαραχτεί παρέα µε τον αγαπηµένο του παππού!…»
Θα συµφωνήσουµε!
Ό,τι καλό αποκοµίσει κανείς στα τρυφερά του χρόνια δεν τον εγκαταλείπει ποτέ!
Να ευχηθούµε στην καλή µας συγγραφέα καλοτάξιδα τα νέα της πνευµατικά παιδιά και στο άλλο µε το καλό!