Το διαμέρισμα βρισκόταν σε μια απ’ τις καλές συνοικίες της πόλης, σ’ ένα από εκείνα τα καινούργια διώροφα που είχαν στέρεες βάσεις, πορτοπαράθυρα από φίνο ξύλο, ακριβές λουλουδάτες τέντες κι ανακτορικά κολωνάκια στα μπαλκόνια.
Είχε κι έναν όμορφο κήπο στην είσοδο με πάντα ανθισμένα λουλούδια που τα περιποιόταν με μεράκι ένας γέροντας της γειτονιάς και φυσικά τη πυλωτή για τ’ ακριβά τετράτροχα, τα τροχόσπιτα και τα δίτροχα των ενοίκων.
Δυο εύποροι άνθρωποι, ένας γνωστός επιχειρηματίας κι ένας πρώην Διευθυντής Οργανισμού, είχαν αγοράσει αντί αδράς αμοιβής από ένα διαμέρισμα ο καθένας, είχαν μεταξύ τους και μ’ όλον τον κόσμο αγαθές σχέσεις, κι η ζωή στο όμορφο κτήριό τους κυλούσε ήρεμα κι ευτυχισμένα.
Στα σπίτια τους, εκτός από τ’ άτομα το συναφιού τους, σύχναζαν οι αρχές του τόπου, γνωστοί επιστήμονες, όπως επίσης κι άνθρωποι των Τεχνών και των Γραμμάτων. Στον πρώτο όροφο ζούσε ο καλοστεκούμενος Διευθυντής με τη γυναίκα του. Μιας κάποιας ηλικίας και οι δυο, με τα παιδιά παντρεμένα στο εξωτερικό. Έφθανες στο σπίτι τους από μια σκάλα επιβλητική. Άλλη μια σκάλα και σύντομα βρισκόσουν στο ευρύχωρο χολ του δεύτερου. Το πρώτο πράγμα που πρόσεχες καθώς προσέγγιζες την είσοδο -εκτός από την πολυτέλειά της- ήταν ένα παιχνιδιάρικο καμπανάκι που κρεμόταν κάτω απ’ το επίθετο των ενοίκων και σε προδιέθετε ευχάριστα!
Εκεί ζούσε η ηρωίδα μας με τους δικούς της…
Λίγα χρόνια μόνο κάτοικοι στη περιοχή, μα η νεαρή κυρία του δευτέρου έγινε σύντομα γνωστή στη πόλη για την ομορφιά, τη καλοσύνη και τα φιλάνθρωπα αισθήματά της. Σε αντίθεση με τις άλλες γυναίκες του κύκλου της ντυνόταν απλά, έκανε εύκολα καινούργιες φιλίες και φορές-φορές μ’ έκπληξη την έβλεπαν οι γείτονες ν’ ανοίγει το σπίτι της σε αγνώστους που χτυπούσαν την πόρτα για βοήθεια ή για ελεημοσύνη.
Με δυο λόγια ήταν…άγγελος σκέτος!
Παντού όπου πήγαινε κέρδιζε την εμπιστοσύνη, κανείς ποτέ δεν την είδε σαν γυναίκα επιχειρηματία -και μάλιστα τρανού!- κι όλοι είχαν να λένε για την απλότητα, τη καταδεκτικότητα, αλλά και για την…αφέλειά της. Μάταια προσπαθούσε η φίλη του πρώτου ορόφου, η κυρία Ευτέρπη που ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερή της, να τη συνετίσει. Τακτικά τη συμβούλευε να μην εμπιστεύεται τους πάντες, να προσέχει ποιους συναναστρέφεται και να μην βάζει όποιον να ‘ναι στο σπίτι μέσα. Ο πρώην Διευθυντής σύζυγός της παρακολουθούσε αμίλητος τις συζητήσεις των δυο γυναικών, μόνο που και που κουνούσε το κεφάλι κι…έμοιαζε να συμφωνεί.
Αλλά δεν ήταν έτσι!
Διότι η κοπέλα, εκτός των άλλων, είχε…χιούμορ!
Έλεγε και κάτι όμορφα αστεία, έκανε γκριμάτσες, δεν δίσταζε να σου βγάλει κι ένα παρατσούκλι που το δεχόσουν συγκαταβατικά και γελούσες κι εσύ με τη προτίμηση και την -ας πούμε- ιδιαίτερη εύνοια που σου έδειχνε. Εκείνον τον έλεγε…«Σοβαρό» -πράγμα που ίσχυε- αλλά ο χαρακτηρισμός κι ο τρόπος που λεγόταν θύμωνε πολύ τη κερά του, η οποία χάριν της φιλίας και της καλής γειτονίας, έδινε τόπο στην οργή και προσποιούταν πως δεν είχε παρεξηγηθεί.
Εκείνος όμως την καταλάβαινε την κυρία Ευτέρπη. Μαζί εξάλλου ήταν από παιδιά…Βέβαια, ούτε κι ο ίδιος ενέκρινε κάποια πράγματα, αλλά τι να κάνουμε; Αυτός ήταν ο χαρακτήρας της μικρής κι ό,τι κι αν της έλεγε η συμβία του δεν θα άλλαζε. Εξάλλου ο κόσμος την ήξερε και την δεχόταν όπως ήταν, διότι σε παρέσυρε και σ΄ έκανε με τ΄ αστεία της να ξεχνιέσαι ολότελα…
Έτσι κάνεις δεν ξαφνιάστηκε εκείνες τις αποκριές στο μεγαλειώδες πάρτι που διοργάνωσε, όταν την είδε να υποδέχεται τους καλεσμένους της με μια εντυπωσιακή κι άκρως χαριτωμένη μεταμφίεση: Μισή κυρία του «καλού κόσμου» και «μισή κορίτσι της νύχτας»! Με τα μισά μαλλιά πιασμένα σε αριστοκρατικό κότσο, τα υπόλοιπα ανάκατα. Κομψό ταγιεράκι, γόβα και τσάντα φίρμας απ’ τη μια πλευρά της, μίνι και διχτυωτές κάλτσες απ’ την άλλη…
Απορούσε ο κόσμος πως τα κατάφερε να φτιάξει τη πολύπλοκη αμφίεση και να την στερεώσει με τόση τέχνη στο ευκίνητο κορμί της. Την κοιτούσαν ωστόσο με θαυμασμό και δεν ήξεραν ποια απ’ τις δυο μεταμφιέσεις της να προτιμήσουν. Μόνο ο συνταξιούχος, ο «Σοβαρός» γείτονας, κρυμμένος πίσω απ’ τη μάσκα του «Ζορό» -και λόγω της ημέρας, βέβαια!- ήπιε μερικά ποτηράκια παραπάνω, χόρεψε τρία ρομαντικά μπλουζ με την «αριστοκράτισσα» και δυο…τρελά «σέικ» με «το κορίτσι της νύχτας» και τις βρήκε και τις δυο…μια χαρά!
Η κυρία Ευτέρπη που για κακή της τύχη ήταν ντυμένη «γριά», είδε το βράδυ εκείνο το…σύμπαν της να καταρρέει! Με το ζόρι συγκρατιόταν ώρα πολλή, αλλά κάποια στιγμή που δεν άντεξε άλλο έφυγε απ’ το μεγάλο σαλόνι και χώθηκε στο διπλανό δωμάτιο. Εκεί, μακριά απ’ τις φωνές και τα τραγούδια, έβγαλε τη μαδημένη περούκα τη γριάς, πέταξε μακριά την ρυτιδιασμένη μάσκα, έκατσε σ’ ένα καναπέ και έκλαψε με τη ψυχή της…
«Θεέ μου τι κακός άνθρωπος που είναι τελικά αυτή η υποτιθέμενη…αφελής κοπέλα! Και πως θα την ξεφορτωθώ τώρα, που θα την έχω στο κεφάλι μου επάνω μια ζωή; Κι ο δικός μου; Δεν το βλέπει πως το κοροϊδεύει; Πως τον γελοιοποιεί μπρος σ’ όλο τον κόσμο;»
Αυτά γυρόφερναν στο σκοτισμένο μυαλό της γειτόνισσας, γεγονός πάντως είναι πως μόνο αυτή κακοπέρασε, καθώς στο τέλος της βραδιάς ο πιστός και αξιοπρεπής μέχρι εκείνη τη μέρα σύζυγός της, δεν έλεγε να φύγει! Έκανε σαν παιδαρέλι κι όλο πισωγύριζε και χτυπούσε το κουδούνι. Μ’ όλη του τη δύναμη καταχτύπαγε και το παιγνιδιάρικο καμπανάκι της εισόδου για να του ανοίξουν! Κι η οικοδέσποινα με τα…δυο πρόσωπα, του άνοιγε χαμογελαστή και τον καλούσε να…ξαναμπεί!
«Βλέπεις έτσι καταφέρνει να κερδίζει τους πάντες! Με τα φθηνά αστεία και με τις ψεύτο-καλοσύνες της!», σκεφτόταν η Ευτέρπη κι οργιζόταν ακόμα περισσότερο.
Οι υπόλοιποι είχαν καλοπεράσει εκείνη τη βραδιά κι είχαν εντυπωσιαστεί τόσο, που κανείς δεν έδωσε σημασία στα μισόλογα μερικών φαρσέρ, πως -τάχα μου- η οικοδέσποινα στα νιάτα της ασώτευε σε νησί, απ’ όπου έφυγε κυνηγημένη μια νύχτα. «Ωραίο το αστείο!!» σκέφτηκαν οι πιο πολλοί και με νοσταλγία αναπολούσαν το μασκέ πάρτι με τις ποικίλες μεταμφιέσεις του, όπου μικροί και μεγάλοι έβαλαν τα δυνατά τους να ξεχωρίσουν. Αναμφίβολα η δικιά της ήταν η καλύτερη! Ξεχώριζε μέσα σ’ έναν χώρο διαμορφωμένο ανάλογα, για να χωρέσουν όλοι και να δημιουργηθεί η αυτοσχέδια πίστα, όπου οι τυχεροί καλεσμένοι χόρεψαν, τραγούδησαν, διασκέδασαν κι έφαγαν με τη ψυχή τους. Τσιμπώντας που και που και κάποια λιχουδιά απ’ τον φορτωμένο μπουφέ, ενώ δεκάδες πολύχρωμες σερπαντίνες -που είχαν μ’ επιμέλεια κρεμαστεί απ’ το ταβάνι- κατέβαιναν σαν χείμαρρος χαράς και ευεξίας μέχρι τα κεφάλια τους…
Αποκριάτικος χορός που άφησε εποχή!
Μήνες μετά μιλούσαν γι΄ αυτόν όσοι επισκεπτόταν το σπίτι, κερνιόταν και περνούσαν καλά όπως πάντα, αλλά με μεγάλη τους έκπληξη έβλεπαν το σαλόνι ν΄ αδειάζει συστηματικά απ’ το πολυτελές περιεχόμενό του…
Πράγμα που πολύ προβλημάτιζε, αλλά και χαροποιούσε τη γειτόνισσα. Έβλεπε και το τροχόσπιτο των επάνω να πηγαινοέρχεται τις νύχτες. «Λες να μετακομίζουν;», σκεφτόταν. «Μακάρι Θεέ μου!!»
Διότι κατιτί παράξενο συνέβαινε στον δεύτερο όροφο. Οι καλοί πίνακες του σπιτιού δεν είχαν επιστραφεί στη θέση τους, έλειπαν και τα πολλά τ’ ασήμια και τα πανικά! Άφαντες κι οι ακριβές αντίκες με τις βελουτέ στόφες! Και μόνο οι σερπαντίνες έμεναν στη θέση τους, κρεμασμένες απ’ το ταβάνι να κουνούν σε κάθε φύσημα του αγέρα και να θυμίζουν την αξέχαστη εκείνη βραδιά.
Απορούσαν οι καλοί οι φίλοι, όσοι ήξεραν σιωπούσαν για να μην γελοιοποιηθούν ξανά, η Ευτέρπη έκανε σενάρια επί σεναρίων, έκανε τάματα επί ταμάτων, δεν της συγχωρούσε ποτέ τη προσβολή, έψαχνε να βρει τρόπο να την τιμωρήσει, μα σύντομα όλοι…έμαθαν!
Πως ακόμα εκεί ήταν οι σερπαντίνες όταν οι κλητήρες μπήκαν στο σπίτι με τα λιγοστά αντικείμενα και το σφράγισαν!
Καθώς ακούστηκε οι ένοικοί του είχαν μπλέξει σε καταστάσεις!
Όμως όπως φάνηκε προετοιμαζόταν από καιρό! Έφυγαν νύχτα απ’ τη γειτονιά, χάθηκαν από προσώπου γης και ποιος ξέρει ποια θα ήταν η τύχη τους. Πιθανότατα κάπου αλλού -σε κάποια μακρινή πόλη ίσως;- να είχαν ξεκινήσει μια καινούργια ζωή με νέες επιχειρήσεις, καινούργιους αφελείς συνεταίρους και μπόλικο ξένο χρήμα…
Όσοι τους γνώριζαν δεν πίστευαν στα μάτια τους!
Οι κρυφοί «χρηματοδότες» του ζευγαριού ολότελα χαμένοι, όσοι είχαν ευεργετηθεί αρνιόταν να το πιστέψουν, κάποιοι άλλοι έπεσαν σε βαριά κατάθλιψη που έχασαν τους χορούς, τα γλέντια και τα τσάμπα φαγοπότια…
Μόνο η Ευτέρπη χαιρόταν κι αγαλλίαζε.
Δεν έχασε το σύζυγο, τον συγχώρησε κιόλας, μια που ο κακόμοιρος καθώς φαίνεται παρασύρθηκε!
Ήταν βλέπεις αποκριές, σε πάρτι μεταμφιεσμένων είχαν πάει, να μην ξεδώσει λιγάκι;
Αρκεί να μην το επαναλάβει, βέβαια!