Οπροχθές όντεν εγαέρνανε απού τα έχνη ενταµώσανε στο ‘‘Πορόλαγγο’’ ο Παυλής µε το σύντεκνο ντου το Μανούσο:
-ΏΡΑ ΚΑΛΉ σύντεκνε Μανούσο.
-Γειά σου σύντεκνε Παυλή, έµαθες πράµα νέο;
-Οϊϊϊ. Εδά γαέρνω από τη ‘‘Παπούρα’’ απού ‘χω τα οζά* και δε γ κατέω πράµα.
-Από τα έχνη* γαέρνω και ‘γω παρά γροίκα το λοιπός είντα ‘µαθα στη χώρα οψές απού µπήκα.
Είπανέ µου πως είδε λέει το κακορίµπαλο* το Νικολιό πως εξαγριγευτήκανε» ούλοι οι γι άνθρωποι και επορήσανε* όξω στσοι στράτες και στσοι πιάτσες και τραβαγιάρουνε* γιατί τσοι περιπαίζουνε κάµποσοι γεβεντισµένοι* ανεµαθρώποι – παρακεντέδες* απού κάµανε ατιµίες.
Με τόσουσάς ανθρώπους λέει απού είδε το παντέρµο εξιπάστηκε και ετρουλαύθιασε* και του ‘ρθε στο νου µη µπανα ξεσκουδάρει* πράµα ψηφαράκια, γιατί δε νταγιαντίζει* µπλιό πως δε µ πάει καρά το µπαπόρι εδά πολύ γ καιρό.
Εξεµούρισε το κακορίζικο, γιατί πρέπει πως εφυροµυάλισε µπίτι και δεν αναστοράται πως ο άλλος το βαστά γερά από χαµηρά.
Εξετρουµίστηκε,* σα ν όντε µπει στη κοίτη* των ορνίθω η ζουρίδα*, και δεν ε βρέθηκε κιανείς να του βάλει στο νου, πως η παρέα ν του µιά µ πάρτη µαζί µε τσοι ντρέτα* πέρα και παρά πέρα, εψηφίζανε γίβεντα και µασκαραλίκια και περιπαίζανε τσ ανθρώπους και τσοι δέσανε σα τσοι γαϊδάρους.
‘Ετσε κι αλλιώς δε ν του ορµηνέψανε και ήβρε το µαύρο κακορίζικο το µπελά ν του γιατί λένε πως ετσινήσανε* οι γι άλλοι καπετάνιοι οι γ εδικοί ν του και διάλε τη τρίχα να το ασβολώσουνε*.
Εστέσαν ε ν του λέει κανόνι και εδά το αποζυγώνουνε να του βγάρουνε το κώρο και έτσα που γλακά* θα µισερωθεί* και όι άλλο µ πράµα, παρά είχε και δίκιο το παντέρµο, µόνο που άργησε να του ‘ρθει στο νου και να πάρει χαµπάρι, γιατί πρέπει πως εκοιµούντανε δυό χρόνους.
∆ε µ πάω µ πλιό µου στα οζά
και τσ αίγες θα πουλήσω,
γιατί δε βρίστω κοπελιά
στα όρη να ‘γαπήσω.
Παρακαντές = παρακατιανός
Ξιπάστηκε = τρόµαξε
Τρουλαύτιασε = κλίση αυτιών προειδοποίηση…
Ξεσκουδάρει = καταφέρει να πάρει
Νταγιαντίζει = υποφέρει
Ξετρουµίστηκε = αναστατώθηκε
Ζουρίδα = κουνάβι
Ντρέτα = ίσια
Τσινώ = κλωτσώ
Ασβολώνω = τραυµατίζω
Γλακώ = τρέχω
Μισερωθεί = τραυµατιστεί
ΓΛΩΣΣΑΡΙ:
Οζά = πρόβατα
Έχνη = ζώα
Κακορίµπαλο = το καηµένο
Ξαγριγεύγοµαι = αγριεύω
Πορίζω = βγαίνω έξω
Τραβάγια = φασαρία
Γεβεντισµένοι = εκτεθειµένοι