Αποσπερίζανε καθισμένες σε ένα χαμηλό πεζούλι, η κυρά Αλέξαινα με την κυρά Νικολάκαινα. Φίλες καλές, από τότε που χάσανε κι οι δυο τους άντρες τους. Της Νικολάκαινας πέθανε σχετικά νέος, αρνούμενος να ακολουθήσει τις συμβουλές του γιατρού, λέγοντας συνεχώς στη συμβία του. “Εγώ είμαι παλικάρι ωρέ γυναίκα, όπως ήμουν το 81 που με γνώρισες”. Κι ένα μεσημέρι, πάρτο κάτω το παλικάρι.. Την Αλέξαινα, την παράτησε ο δόλιος ο άντρας της. Δεν άντεξε άλλο, τη γκρίνια, τη μιζέρια και τη δεσποτικότητα της. Μάζεψε τα μπογαλάκια του μια Κυριακή και έκτοτε, πήγαινε όπου περνούσε καλά κι ένιωθε ότι τον σέβονται. Κουσκουσεύανε λοιπόν οι φιλενάδες.. Δηλαδή, η Αλέξαινα μιλούσε κι η Νικολάκαινα συμφωνούσε. ” Άτυχη, άτυχη είμαι με τα κοπέλια μου Νικολάκαινα. Αυτή η χαζή η κόρη μου, έχει παντρευτεί ένα μαλθακό, τι να σου πω.. Στα μάτια τη θωρεί, σαν το ζητιανόσκυλο. Της μαγειρεύει, της καθαρίζει, καφέ της φτιάχνει, πες μου, έτσι είναι οι άντρες οι σωστοί; Αν είναι δηλαδή κι αρσενικό με τα όλα του, με τόσα γυναικωτά που κάνει! Ο δε γιος μου, άλλος βλάκας! Βρήκε μια τσαούσα και τον χορεύει στο ταψί! Σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε! Κι αυτός, δυο μέτρα άντρας, που δεν είχε αφήσει κοπέλα για κοπέλα στο Πανεπιστήμιο, κρέμεται από το βρακί της και να τα λουλουδικά και να τα δαχτυλίδια και κάθε μέρα την πάει στα εστιατόρια και στα θέατρα! Άτυχη σου λέω είμαι, άτυχη. “Εγνεφε παρηγορητικά η Νικολάκαινα, που από τη μια φοβόταν κι από την άλλη, κρυφοθαύμαζε την Αλέξαινα. Ήταν και οι δύο, οπαδοί του δόγματος, οτι οι πεθερές, πρέπει να είναι κακές, να τρώγονται με τα ρούχα τους, να κάνουν δυστυχισμένα τα παιδιά τους, επειδή έκαναν “το λάθος” να αποφασίσουν αυτά, για το πως θα ζήσουν τη ζωή τους! Παράξενη ιστορία, τι λέτε.. Κι αν αυτές οι πεθερές λιγοστεύουν πια, γιατί βλέπουν ότι χάνουν τα παιδιά τους κι απομονώνονται από τον κύκλο τους, στη χώρα, μας δυο νέες κακές πεθερές, διαγωνίζονται, στο πια θα φανεί πιο μουντρούχα, πιο στρυφνή, πιο γελοία εντέλει, στα μάτια των παιδιών τους, των Ελλήνων πολιτών. Ο Αλέξης Τσίπρας και ο Νίκος Ανδρουλάκης. Ανεπίδεκτοι μαθήσεως μα κυρίως, ανίκανοι να συγχρονίσουν το βήμα τους, με το βήμα μιας κοινωνίας που έδειξε, ότι θέλει να αλλάξει!