Ὁρισμένοι ἄνθρωποι εἶναι τόσο δέσμιοι τῶν προκαταλήψεών τους ποὺ ὄχι μόνον ἀδυνατοῦν ν’ ἀπαλλαχθοῦν ἀπὸ δαῦτες, ἀλλὰ θεωροῦν ὅτι ἔστω κι ἡ ἐλάχιστη ἀπόκλιση ἰσοδυναμεῖ μὲ ἀδυναμία ἐκ μέρους τους ἢ μὲ προδοσία ἀπέναντι στὴν ὅποια παράδοση τοὺς τάισε μ’ αὐτὲς τὶς προκαταλήψεις.
Γιὰ παράδειγμα, δὲν λὲν νὰ καταλάβουν ὅτι τὸ ὑπηρετικὸ προσωπικὸ ἑνὸς σπιτιοῦ μπορεῖ ν’ ἀποτελεῖται κι ἀπὸ ἄντρες (ἐκτὸς ἀπὸ γυναῖκες) κι ὅτι ἡ σύζυγος δὲν εἶν’ ἀπαραίτητο νὰ συγχέεται ἢ νὰ ταυτίζεται κάθε φορὰ μὲ τὴν ὑπηρέτρια ἢ τὴ δούλα. Ἀκόμα κι ἂν τὸ καταλάβαιναν, ὅμως, δὲν θ’ ἄλλαζε καὶ κάτι γιατί ἡ συνήθεια, ὁ φόβος, ἢ ἀκόμα κι ἡ ἀγόγγυστη ἀποδοχὴ τῆς μοίρας νὰ ζεύονται τὸν ζυγὸ ἑνὸς δεσποτικοῦ ἄντρα, κατεβάζει ὅλες αὐτὲς τὶς γυναῖκες στὸ ἴδιο ἐπίπεδο μὲ τὰ ζῶα καὶ τὶς καθιστὰ ἀξιοθρήνητες καὶ δυστυχισμένες. Ὅσο γιὰ τὰ περὶ ἀπουσίας ἰσότητας μεταξὺ τῶν δύο φύλων, αὐτὰ ἀπασχολοῦν μόνον τοὺς ἀμπελοφιλόσοφους τῶν κοινωνικῶν κινημάτων κι ὀργανώσεων κι ὄχι τὴ ζωὴ τὴν ἴδια καὶ τὶς τροπὲς ποὺ αὐτὴ μπορεῖ νὰ πάρῃ ἀνὰ πᾶσα στιγμή.
Ὁ Τρούλιας ἦταν ἄνθρωπος τῆς φωτιᾶς καὶ τοῦ σιδήρου! Ἀπὸ τότε ποὺ θυμᾶται τὸν ἑαυτό του, ἦταν μπροστὰ στὸ καμίνι καὶ στ’ ἀμόνι προσπαθῶντας νὰ δαμάσῃ σίδερα· στὴν ἀρχὴ ὡς βοηθὸς κι ἀργότερα στὴν ἐφηβεία του ὡς τ’ ἀπόλυτο ἀφεντικὸ τοῦ μοναδικοῦ σιδεράδικου τῆς Ἀλχανίας.
Ὁ Τρούλιας ἦταν ἀπαραίτητος σχεδὸν σ’ ὅλους τοὺς κατοίκους τοῦ ἐπινείου γιατὶ οἱ περσότεροι ἦσαν χειρώνακτες ποὺ χρησιμοποιοῦσαν ἕνα σωρὸ σιδερένια ἐργαλεῖα κι ἀντικείμενα, γενικότερα, γιὰ νὰ κάνουν τὶς δουλειές τους· ἀπ’ τὶς νοικοκυρὲς καὶ τοὺς κυρατζῆδες μέχρι τοὺς ξυλουργοὺς, τοὺς ψαράδες καὶ τοὺς ἐργάτες τῆς γῆς. Ἑπομένως, οἱ ὧρες ποὺ περνοῦσε ὁ Τρούλιας στὸ σιδηρουργεῖο του ἦσαν ἀρίφνητες προκειμένου νὰ καλύψῃ τὶς ἀνάγκες ὅλων αὐτῶν. Δούλευε ἀσταμάτητα σὰν νὰ ἦταν ἡ δουλειὰ ἡ ζωὴ ἡ ἴδια καὶ ὁ χτύπος τοῦ σφυριοῦ ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς του.
Τρεῖς γενιὲς ἀνθρώπων θυμοῦνταν τὸν Τρούλια νὰ δουλεύῃ σιωπηλὰ μέχρι ἀργὰ τὴ νύχτα, πότε μαλάσσοντας τ’ ἄβουλα σίδερα μὲ τὶς ἀτσαλένιες τσιμπίδες μπροστὰ στὴ φωτιὰ καὶ πότε βαρῶντας τα πάνω στ’ ἀμόνι μὲ τὸ χοντρόσφυρο. Πασαλειμμένος μ’ ἕναν πηχτὸ ἱδρώτα σὰν λίπος ἁπλῶς δούλευε καὶ τὸ μυαλὸ χυνόταν ἀργὰ στοὺς μυῶνες τοῦ κορμιοῦ καὶ τῶν ἄκρων του. Στὸ τέλος τὰ πετσιὰ τῶν χεριῶν του τόσο κόλλησαν πάνω στὸ χοντρόσφυρο ποὺ νόμιζες ὅτι δὲν εἶχε πιὰ χέρια παρὰ μόνον μία βαριά.
Ἀπὸ μακριὰ ἂν τὸν ἔβλεπες ἔμοιαζε μ’ αὐγὸ καὶ σ’ αὐτὴ τὴν ἐντύπωση συντελοῦσε ἡ καράφλα του καὶ τὸ χωρὶς γωνίες σουλούπι του, τὸ σχεδὸν στρογγυλεμένο. Ἀπὸ κοντά, ὅμως, τ’ αὐγὸ αὐτὸ μεταμορφωνόταν σ’ ἕνα σχεδὸν μυθολογικὸ ὄν: Ὁ κρουστὸς ὄγκος τοῦ γεροδεμένου κορμιοῦ του μὲ τὶς φαρδιὲς πλάτες του καὶ τὶς χεροῦκλες του, ποὺ τελείωναν σὲ κάτι παλάμες σὰν φουρνόφτυαρα, γέμιζε ὅλο τὸ ὀπτικὸ πεδίο· τὰ χοντρά του μυσίδια μοιάζανε χάλκινα σὰν νὰ ἦταν ὁλόκληρος ἀπὸ χαλκὸ ἢ ἀπὸ κάποιο ἄλλο βαρὺ μέταλλο. Αὐτό του τὸ παρουσιαστικὸ μαζὶ μὲ τὴ φύση τῆς δουλειᾶς του ἔκανε τοὺς κατοίκους τῆς Ἀλχανίας νὰ πιστεύουν ὅτι εἶχε κάποια συγγένεια μὲ τὸν θεὸ Ἤφαιστο, ἐξ οὗ καὶ τὸ παρατσούκλι ποὺ τοῦ εἶχαν κολλήσει!
Ὁ Τρούλιας ὅπως δούλευε ἔτσι ζοῦσε· ἂν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ταυτίζει τὴ δουλειὰ μὲ τὴ ζωὴ τὴν ἴδια, ζεῖ κιόλας: Χρησιμοποιοῦσε τὸ ἔνστικτό του καὶ χρησιμοποιῶντας μόνον αὐτό, μιᾶς κι ὁ νοῦς εἶχε ἀφομοιωθῆ μέσα στοὺς μῦς του (ὅπως εἶπα προηγουμένως), κατέληγε νάναι ἕνα εἶδος αὐτόματου ἐργαλείου ποὺ τὰ κάνει ὅλα μ’ ἕναν καὶ μόνον τρόπο καὶ μέσα σ’ ἕνα πάντα συγκεκριμένο καὶ στενὸ πλαίσιο· ποτὲ ἔξ’ ἀπ’ αὐτό!
Χάριν στὸ παρουσιαστικό του (καὶ στὸ πλούσιο μεροκάματό του) ὁ Τρούλιας ἀποτελοῦσε πόλο ἕλξης γιὰ πολλὰ θηλυκὰ διαφορετικῶν τύπων, ἀποχρώσεων καὶ γούστων. Κι αὐτὸ ἦταν κάτι ποὺ τὸ ἐκμεταλλευόταν δεόντως λόγῳ τῆς ἀντρικῆς του χρείας, βέβαια, ἀλλὰ κυρίως λόγῳ τῆς ἀνάγκης γι’ ἀνάπαυλα ἀπ’ τὴν ἐξαντλητικὴ δουλειὰ καὶ γιὰ διοχέτευση τῆς περισσῆς ἐνέργειάς του πάνω στὸ γυναικεῖο κορμί. Κι ὅπως μὲ τὴ δουλειὰ ἔτσι καὶ μὲ τὶς γυναῖκες λειτουργοῦσε μὲ τὸ ἔνστικτο: Χωρὶς ἐνδοιασμοὺς κι ἀναστολὲς πλεύριζε καὶ γυρόφερνε τὴ γυναίκα μέχρι αὐτὴ νὰ ἐνδώσῃ, κάτι σὰν τὸ ζῶο δηλαδὴ ποὺ γυρεύει ἱκανοποίηση τοῦ σεξουαλικοῦ ἐνστίκτου γιὰ ἀναπαραγωγὴ καὶ διαιώνιση τοῦ εἴδους του χωρὶς νὰ λογοδοτῇ πουθενὰ καὶ σὲ τίποτα παρὰ μόνον στὴ φύση του.
Εἶν’ εὔκολο νὰ καταλάβῃ κανεὶς ὅτι ὅλα τὰ χρόνια τῆς ζωῆς του στὴν καρδιὰ τοῦ Τρούλια εἶχαν φωλιάσει ἕνα σωρὸ γυναῖκες, καὶ θὰ συνέχιζαν νὰ φωλιάζουν ἅμα ἀνάμεσα στὶς τάξεις τους δὲν ξεχώριζε ἕνα πλάσμα ποὺ τοῦ δημιούργησε τὴν ἔντονη ἀνάγκη γιὰ κάτι παραπάνω ἀπ’ αὐτὸ ποὺ τοῦ ἐνέπνεαν ὅλες οἱ ἄλλες του κατακτήσεις, ὣς ἐκείνη τὴ στιγμή.
Ἡ Ποντιούσκα, τῆς ὁποίας ἡ ζωὴ ἦταν ἄσχημα καμωμένη ἀπ’ τὴν ἀρχή, προερχόταν ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς ὑπερβόρειες χῶρες ὅπου ἡ νύχτα πολιορκοῦσε τὴ μέρα ἀσταμάτητα καὶ ποὺ τὰ τελευταῖα χρόνια εἶχαν καταντήσει ἀπέραντα πορνοστάσια γιὰ λόγους ποὺ δὲν θὰ ἐξετάσω ἐδῶ. Ἔτσι, ἡ ἴδια μοίραζε τὴ ζωή της στὰ πεζοδρόμια καὶ τὶς τρῶγλες μέχρι ποὺ ἀποφάσισε νὰ δραπετεύσῃ ἀπ’ αὐτὴ τὴν κόλαση γιὰ νὰ γλυτώσῃ ἀπ’ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό της. Τὰ μάτια της εἶχαν μία μόνιμη καὶ βαθιὰ μελαγχολία, ἀκόμα κι ὅταν χαμογελοῦσε. Ἦταν μάτια θαμπὰ ποὺ ἔδιναν τὴν ἐντύπωση ὅτι δὲν ἀνήκουν σὲ ζωντανὸ παρὰ σὲ πεθαμένο.
Τὸ πῶς βρέθηκε στὴν Ἀλχανία εἶναι μία ἱστορία γεμάτη πόνο, κινδύνους κι ἐξευτελισμούς. Ἡ ἴδια ὑποχρεώθηκε ν’ ἀδειάσῃ τοὺς ὄρχεις ἀμέτρητων ἀνδρῶν μ’ ἀντάλλαγμα τὴν ἀσφαλή της μεταφορά, μακριὰ ἀπ’ τὴν πατρίδα της, σὲ τόπους ποὺ ὁ ἥλιος ἀκόμα λάμπει.
Ὅταν ὁ Τρούλιας ἔμαθε τὴν ἱστορία της, μία ἀκαταμάχητη ἐπιθυμία νὰ σώσῃ τὴν γυναίκα ποὺ ἄρχισε ν’ ἀγαπᾷ κυρίευσε ὅλη του τὴν πρωτόγονη ὕπαρξη. Τότε ἦταν ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή του τιθάσευσε τὸ ἔνστικτό του κι ἄρχισε νὰ λειτουργῇ καὶ μ’ αἰσθήματα.
Σύντομα πείστηκε ὅτι ἡ ἀγαπημένη του τὸν χρειάζεται κι ὅτι χωρὶς αὐτὸν θὰ χάσῃ κάθε ἠθικὸ φραγμὸ καὶ θὰ ξαναδυστυχέψῃ ὅπως πρῶτα. Στὴν πραγματικότητα, ὅμως, ὅλη αὐτή του ἡ διάθεση ἀπέρρεε ἀπ’ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶχε μπροστά του ἕνα ὑποβιβασμένο ἀντικείμενο γιὰ τὸ ὁποῖο εἶχε πλήρη ἐπίγνωση τῆς θέσης του. Τούτη ὅμως ἡ διαπίστωση ἀπὸ μέρους του θάχε, προϊόντος του χρόνου, ἐφιαλτικὲς συνέπειες γιὰ τὴν ἴδια.
Ἔτσι, ἀφοῦ πρῶτα τὴν ἀγάπησε, ὕστερα τὴν σπίτωσε προσφέροντάς της ὅλα ἐκεῖνα τ’ ἀπαραίτητα ποὺ ἀποζητᾶ ἀπεγνωσμένα ἕνα στερημένο καὶ κατατρεγμένο πλάσμα. Κι αὐτὴ τὸν εὐχαριστοῦσε ποὺ βρέθηκε στὴ ζωή της, θεωρῶντας τὴν ὕπαρξή του, μετὰ τὸν Χριστό, τὴν μεγαλύτερη γι’ αὐτὴν προστασία ἐπὶ γῆς. Ὡστόσο, ἐπειδὴ ἡ κοινωνία τῆς Ἀλχανίας δὲν θ’ ἀνεχόταν ἕνα τέτοιο πλάσμα στοὺς κόλπους της, λόγῳ τοῦ πρότερου ἁμαρτωλοῦ του βίου, μόνον ὁ Τρούλιας ἔπρεπε να γνωρίζῃ ὅτι τὴν εἶχε σώσει ἀπ’ τὸν βόρβορο τῶν σύγχρονων πορνοστασίων στὸν ὁποῖο κυλιόταν νυχθημερόν. Ἕνα μυστικὸ ποὺ τὸ κρατοῦσε ἑπτασφράγιστο με το ν’ ἀποτρέπῃ ὁποιονδήποτε νὰ ἔρθῃ σ’ ἐπαφὴ μὲ τὴν πλέον νόμιμη γυναίκα του χωρὶς αὐτὸς νὰ βρίσκεται παρόν. Περιττὸ νὰ πῶ ὅτι ὁ φόβος νὰ ξανακυλήσῃ στὴν ἀκολασία τὸν ἔκανε σιγά σιγὰ καχύποπτο κι ἀσφυκτικὰ στραγγαλιστικὸ τῆς ζωῆς της. Γνώριζε ὅτι ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ μπορεῖ νὰ βρεθῇ κάποιος ἄλλος ἐπίδοξος «Τρούλιας» μὲ τὶς ἴδιες ζωώδεις ὀρέξεις γιὰ θηλυκὴ σάρκα.
Ὡστόσο, τὸν πρῶτο καιρὸ ὁ φτεροφόρος θεὸς δὲν ἄφηνε περιθώριο γιὰ τέτοιες μαῦρες σκέψεις ἀπὸ μέρους του καὶ γιὰ διαμαρτυρίες ἀπὸ μέρους της γιὰ τὴν περιορισμένη καὶ μονότονη ζωὴ ποὺ ζοῦσε: Ὁ Τρούλιας ὅποτε ἔφευγε γιὰ τὴν δουλειὰ κλείδωνε τὸ σπίτι κι ἔκλεινε τὰ παραθυρόφυλλα ὅλα ἀφήνοντάς την μέσα σὰν φυλακισμένο ζῶο! Ἀσχολούμενη μὲ τὶς δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ καὶ μ’ ἐλαφριὲς χειρωνακτικὲς ἐργασίες πέρναγε τὶς μέρες της σὰν οἰκόσιτη δούλα.
Μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, ὅμως, ἡ ἐπήρεια τῶν ἐρωτικῶν αἰσθημάτων καὶ τοῦ αἰσθησιασμοῦ ἐξασθενοῦσε κι ὅταν σώθηκε ἄρχισαν τὰ δύσκολα καὶ γιὰ τοὺς δυό. Ἡ δούλα ἀπ’ τὶς ὑπερβόρειες χῶρες ἄρχισε νὰ διεκδικῇ τὰ δικαιώματα ποὺ ἀναλογοῦν σὲ μία γυναίκα ἐντὸς γάμου, οὖσα ἐντάξει μὲ τὶς ὑποχρεώσεις της καὶ ταυτόχρονα στριμωγμένη καὶ ζαρωμένη στὴ γωνία σὰν φοβισμένο γατί. Ὅμως, ὁ Τρούλιας ἔτρεμε αὐτὲς τὶς μικρὲς ἐξεγέρσεις τῆς γυναίκας του, ἔχοντας πάντα στὸν νοῦ του μήπως τὸν ἀπατήσει ἢ στὴν χειρότερη περίπτωση μήπως τὸν ἀφήσει γιὰ πάντα. Ἔτσι, γινόταν ὅλο καὶ πιὸ δεσποτικὸς ἀπέναντί της ὡς ὑπέρμαχος τῆς ἐθιμικῆς ἀντίληψης ὅτι κάθε ἐπιθυμία τῆς γυναίκας εἶναι ἀπαγορευμένη ἀφ ἧς στιγμῆς ζεύεται τὸν ζυγό. Ἀγνοοῦσε, ὅμως, ὅτι ὅσο πιὸ πολὺ δένεις μία ἄγρια κατσίκα, τόσο περσότερο αὐξάνονται οἱ πιθανότητες νὰ λυθῇ καὶ νὰ φύγῃ ἀφοῦ πρῶτα νιώσῃς τὰ κέρατά της νὰ μπήγονται στὰ παΐδια σου.
Ὅταν κάποτε τόλμησε νὰ τοῦ ζητήσῃ, μ’ ἐκεῖνο τὸ μελαγχολικὸ βλέμμα ποὺ τὴν χαραχτήριζε πάντα, νὰ πᾶνε ἕνα ταξίδι γιὰ νὰ ξεκουραστοῦν κι οἱ δυὸ ἀπ’ τὶς δουλειὲς καὶ νὰ δώσουν λίγο χῶρο στὰ αἰσθήματα ποὺ ἀσφυκτιοῦσαν καὶ πνίγονταν σιγὰ σιγά, ὁ Τρούλιας τὴν ἀγριοκοίταξε λέγοντάς της πὼς οἱ δουλειὲς τρέχουν κι οἱ πελάτες δὲν μποροῦν νὰ περιμένουν. Κι ὅταν σὲ μεταγενέστερο χρόνο αὐτὴ ἐπέμενε, ὁ Τρούλιας, υἱοθετῶντας τὴν προαιώνια τακτικὴ τῶν ἀντρῶν ἀπέναντι σ’ ἀδύναμα πλάσματα ποὺ τὰ θεωροῦν ὑποδεέστερα μόνον καὶ μόνο γιατί εἶναι θηλυκά, σήκωσε χέρι πάνω της καὶ τὴ χτύπησε τόσο δυνατὰ ποὺ ἀκόμα καὶ βόδι θὰ ζαλιζόταν ἀπὸ ἕνα τέτοιο χτύπημα.
Ἡ Ποντιούσκα, μὴν μπορῶντας νὰ βγάλῃ νύχια ἀπέναντι στὸ θεριό, δηλαδὴ ν’ ἀντιδράσῃ παραμένοντας, ὅμως, κάτ’ ἀπ’ τὴν συζυγικὴ στέγη καὶ ρυθμίζοντας ἡ ἴδια τὴ ζωή της, ἄρχισε νὰ συλλογίζεται μήπως ὁ πρότερος βίος της ἦταν πιὸ «ἐλεύθερος» ἀπ’ αὐτὸ ποὺ ζοῦσε τώρα. Ἤξερε πὼς ἂν γύριζε πίσω θὰ συνέχιζε νὰ ζῇ σὰν τὸ ζῶο, κυνηγημένη ἀπ’ τὴ δυστυχία καὶ τὸν τρόμο, ἀλλὰ ἴσως θὰ ἔνιωθε πιὸ «ἐλεύθερη» ἀπ’ ὅ,τι ἦταν τώρα. Τουλάχιστον, τότε κανεὶς δὲν τὴν εἶχε χτυπήσει.
Μία ὕστατη προσπάθεια ποὺ ἔκανε γιὰ ν’ ἀλλάξῃ τὴ ζωή της καὶ νὰ πάρῃ αὐτὴ ἕν’ ἄλλο νόημα, μέσα ἀπὸ μία πολυπόθητη ἐγκυμοσύνη, δὲν εὐοδώθηκε. Φαίνεται ὅτι ἀπ’ τὶς ἐρωτικὲς ἀσυδοσίες τοῦ παρελθόντος, τὸ ἀναπαραγωγικό της σύστημα εἶχε ὑποστῆ ἀνεπανόρθωτες ζημιές.
Τὴ μέρα ποὺ ἔλαβε τὴν ἀπόφαση νὰ φύγῃ γιὰ πάντα, ὁ Τρούλιας δούλευε στὸ σιδεράδικο πυρετωδῶς γιὰ νὰ ὁλοκληρώσῃ μία δουλειὰ ποὺ εἶχε καθυστερήσει ἀρκετά. Ὅταν βρέθηκε καταπλακωμένος ἀπὸ κάποια παλιὰ σίδερα ποὺ τὰ εἶχε δεμένα σὲ ὑπερυψωμένο σημεῖο τοῦ σιδεράδικου κάτ’ ἀπ’ τὸ ὁποῖο συνήθιζε νὰ δουλεύῃ, ἡ γυναίκα του εἶχε ἤδη φύγει χωρὶς νὰ μάθῃ ποτὲ τὸ θλιβερὸ γεγονός. Κατάφερε νὰ ἐπιστρέψῃ στὴν πατρίδα της; Ξανακύλησε στὸν βόρβορο ὅπου παραχωροῦσε τὰ κάλλη της σὲ τιμὴ φτηνή; Πῆγε σ’ ἄλλους τόπους κι ἄλλαξε ζωή; Ποτὲ κανεὶς δὲν ἔμαθε τί ἀπέγινε ἡ Ποντιούσκα. Οὔτε κι ὁ Τρούλιας πρόλαβε νὰ ἐνημερωθῇ γιὰ τοῦτο τὸ «σωτήριο» φευγιό της. Ἴσως καλύτερα γιὰ αὐτόν· γιατί ἔτσι ἔμεινε μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ἡ γυναίκα του δὲν τὸν πρόδωσε, ὅτι ἔμεινε πιστὴ στὸν ρόλο ποὺ ὁ Τρούλιας θεωροῦσε ὅτι ἁρμόζει σ’ ἕνα ὑποβιβασμένο ἀντικείμενο, ὅτι τελικὰ ἡ παράδοση ποὺ κληρονόμησε ἀπ’ τὸν πατέρα του κι αὐτὸς ἀπ’ τὸν δικό του πατέρα διατηρήθηκε καὶ μὲ τὸν Τρούλια ἢ ἀλλιῶς τὸν Ἤφαιστο τῆς Ἀλχανίας· ἕνα περιφερόμενο ἔνστικτο, πρωτόγονο καὶ τραχύ, μία περιφερόμενη βουλιμία γιὰ ἔρωτα· ἕν’ ἀκόμα ἔρμαιο μίας πατροπαράδοτης συνήθειας.