Ημαστε παιδιά της μεσαίας τάξης μιας μεσαίας χώρας της Δύσης, δύο γενιές μετά από ένα πόλεμο κερδισμένο, μια γενιά μετά από μία επανάσταση χαμένη. Δεν ήμαστε ούτε φτωχοί ούτε πλούσιοι, δεν νοσταλγούσαμε την αριστοκρατία, δεν ονειρευόμαστε καμιά ουτοπία και η δημοκρατία μάς ήταν αδιάφορη. Μας μόρφωσαν και μας διαμόρφωσαν τα βιβλία, οι ταινίες, τα τραγούδια -η υπόσχεση ότι θα γίνουμε αυτόνομα άτομα. Νομίζω ότι είχαμε το δικαίωμα να περιμένουμε μια ζωή διαφορετική. Είχαμε σπουδάσει -λίγο, αρκετά, πολύ-, είχαμε μάθει να σεβόμαστε την τέχνη και τους καλλιτέχνες, μας άρεσε να προσπαθούμε να δημιουργήσουμε κάτι καινούργιο, αλλά και να ονειρευόμαστε, να κάνουμε περιπάτους, να εκτιμούμε τον ελεύθερο χρόνο, να πιστεύουμε ότι θα μπορούσαμε όλοι να γίνουμε σπουδαίοι, περιφρονώντας τη βλακεία, μισώντας, όπως τους αξίζει, την αυταρχική εξουσία και την καθεστηκυία τάξη. Ομως για να επιβιώσουμε όπως όλος ο κόσμος, όταν ενηλικιωθήκαμε, καταλάβαμε ότι επρόκειτο απλώς να δουλέψουμε κι εμείς όπως οι προηγούμενοι.
Και όλα εκείνα, τα περασμένα, επιστρέφουν και ζητάνε την τροφή τους. Η νοσταλγία για μία εποχή παρελθούσα, τότε που όλα έμοιαζαν δυνατά και σύμφωνα με τις επιθυμίες μας, με την αύρα της ελευθερίας και των άπειρων προοπτικών, περασμένα βέβαια μέσα από τα φίλτρα της μνήμης πια. Τη μέρα η προσπάθεια για εκλογίκευση, απαραίτητη για την απρόσκοπτη συνέχιση του βηματισμού, τη νύχτα -αργά συνήθως- οι αμφιβολίες: Τι πήγε στραβά; Το επόμενο πρωί, εκλογίκευση ξανά. Και η απόφαση να σκοτώσεις εκείνο το παρελθόν, να το ξεφορτωθείς άπαξ και δια παντός, να συνεχίσεις ήσυχος και απαλλαγμένος από δεύτερες φωνές. Να καταστρέψεις ό,τι δημιούργησες κάποτε. Δεν σου αρέσει το Εσύ; Καλώς: Να καταστραφεί -από μόνο του, εσύ καμία ευθύνη δεν φέρεις- ό,τι δημιουργήθηκε κάποτε -από μόνο του, εσύ καμία ευθύνη δεν φέρεις. Εκεί, στο παλιό εργοστάσιο που πρόκειται να γκρεμιστεί, να πεταχτεί το πτώμα· τη νύχτα πριν ρίξουν τα μπετά.
Ο Φαμπέρ, όταν έφτασε στο δημοτικό σχολείο του Μπαζίλ και της Μαντλέν, τους έσωσε τη ζωή επιλέγοντάς τους για φίλους του. Μια αχώριστη τριάδα δημιουργήθηκε. Σήμερα, χρόνια μετά, ενεργοποιώντας έναν παλιό συναγερμό για περίπτωση έκτακτης ανάγκης, οι τρεις τους θα σμίξουν ξανά σε ένα ολότελα διαφορετικό περιβάλλον.
Ο Γκαρσιά μας υπενθυμίζει σε αυτό το μυθιστόρημα πως ο συγγραφέας, κάποιες φορές, τις περισσότερες μάλλον, είναι ένας περίεργος νεαρός που επιχειρεί να σκαλίσει το παρελθόν, επιθυμώντας να δικαιώσει τα πιστεύω του και να συντηρήσει τον μύθο που έχτισε -παρότι ίσως δεν το παραδέχεται, επιμένοντας στη λέξη έρευνα. Και αυτός ο νεαρός εμφανίζεται στο μυθιστόρημα, με σάρκα και οστά, και με το όνομα του συγγραφέα βεβαίως, για να ολοκληρώσει όσα έμειναν ανολοκλήρωτα και για χρόνια στα συρτάρια, να συγκεντρώσει τις επιστολές και τις μαρτυρίες, να παρουσιάσει αυτή την τριφωνική ιστορία, ελπίζοντας να μην ακουστεί δυνατά η δική του φωνή .
Πάνω και πέρα από ο,τιδήποτε άλλο όμως, ο Γκαρσιά παραδίδει ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, από εκείνα που εκφράζουν μια γενιά ιστορικά κάπως αδιάφορη, όπως η δική μου, με τη μυθολογία της να μην έχει ακόμα περάσει από το περιθώριο στο πάνθεον, το τελευταίο προπύργιο του αναλογικού κόσμου απέναντι στον ψηφιακό, μία γενιά στον προθάλαμο της μέσης ηλικίας, που αποκτά ή μόλις έχει αποκτήσει απογόνους, που έχει πια απογαλακτιστεί από την οικογένεια, που στερήθηκε λιγότερα στην αρχή και περισσότερα στη συνέχεια, που έμεινε να τη συνοδεύει η ρετσινιά καλομαθημένη. Και αν αυτό είναι το πλαίσιο, κοινωνικοπολιτικοϊστορικό μέσα στο οποίο κινείται η ιστορία του Φαμπέρ, είναι και η ίδια η ιστορία καθεαυτήν γοητευτική, με το μυστήριο και τις συνεχείς ανατροπές να τη συνοδεύουν. Και βεβαίως μια γοητευτική ιστορία απαιτεί, για να αναδειχθεί σε όλο της το μεγαλείο, την κατάλληλη αφηγηματική μαεστρία, και εδώ ο Γκαρσιά παίρνει ακόμα υψηλότερο βαθμό· με διαρκή εναλλαγή αφηγητή, με την πρωτοπρόσωπη και την τριτοπρόσωπη αφήγηση αρμονικά και ορθά εναλλασσόμενες, με φλας μπακ που εξυπηρετούν την πρόοδο της ιστορίας και δεν καλύπτουν απλώς σελίδες, με χαρακτήρες πραγματικούς -όχι μόνο τους βασικούς αλλά και τους δευτερεύοντες-, με δουλεμένους διαλόγους και περιγραφές, ο Γάλλος συγγραφέας, γεννημένος το 1981, υπογράφει ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα που γοητεύει και συγκινεί.
υ.γ. Η αναγνωστική εμπειρία είχε μια συγγένεια με το βιβλίο του Ισπανού Χαβιέρ Θέρκας, Οι νόμοι των συνόρων.