Kλείνοντας θα ήθελα να αναφερθώ σε μια τελευταία λεπτομέρεια, η οποία μοιάζει λόγω του “υπερβάλλοντος ζήλου”, ή διαφορετικά του απροκάλυπτα “εκμοντερνιστικού” τρόπου με τον οποίο μεταφράζει την πρότυπη πηγή να αντιπαρέρχεται εκ πρώτης όψεως σε ένα βαθμό την κατά βάση πιστή πρόσληψη της αρχαιότητας στην απόδοση της μορφής του Ομήρου στο σχέδιο του Βερολινέζικου κώδικα. Αναφέρομαι στους δύο χρωματικά εξηρμένους τόμους της Ιλιάδας και της Οδύσσειας που καταλαμβάνουν το κέντρο της σύνθεσης. Από βιβλιοδετικής απόψεως μοιάζουν τα δύο έπη να απομιμούνται τους αρχαίους κώδικες που υπήρχαν πολυάριθμοι κρυμμένοι για αιώνες στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες ανά την Ευρώπη και οι οποίοι στο πλαίσιο του ουμανιστικού κινήματος αναζητούνταν με ζήλο από τους κατά τόπους κυνηγούς πολύτιμων και σπάνιων χειρογράφων.
Θα ήθελα να υποστηρίξω την άποψη, ότι η υπέρμετρα τονισμένη παρουσία των δύο κωδίκων στο σχέδιο του κώδικα Hamilton δε θα πρέπει να ερμηνευθεί στη βάση μιας ελεύθερης μετάφρασης στο σημείο αυτό της εικονογραφίας της αρχαίας νομισματικής πηγής, αλλά εξυπηρετεί ένα συγκεκριμένο σκοπό, παραπέμποντας σε δύο πραγματικούς αρχαίους κώδικες των ομηρικών επών που είχαν περιέλθει στην κατοχή του Αγκωνίτη.
Ο Κυριακός είχε υπάρξει διαπιστωμένα ένθερμος οπαδός του Ομήρου.
Ο διακαής του πόθος να αποκτήσει το γλωσσικό υπόβαθρο για να είναι σε θέση να διαβάσει τα ομηρικά έπη, είναι αυτός που θα τον οδηγήσει στην απόφαση να λάβει μάθημα ελληνικών κοντά στον Τομάσο Καμερίνο (Τommaso Camerinο).
Εξάλλου, πολυάριθμες παραπομπές σε στίχους από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια που κάνουν την εμφάνισή τους διάσπαρτες ανάμεσα στις ταξιδιωτικές του σημειώσεις, αποδεικνύουν την επιμελή σπουδή από την πλευρά του των ομηρικών επών.
Κατά την επίσκεψή του στα μοναστήρια Βατοπεδίου και Φιλοθέου στο Αγιο Ορος, ο Κυριακός θα αδράξει την ευκαιρία, σύμφωνα με την ταξιδιωτική του περιγραφή, να μελετήσει εκ του σύνεγγυς τα ομηρικά έπη στις βιβλιοθήκες των μοναστηριών. Αναμφίβολα όμως την ύψιστη ένδειξη της ένθερμης αγάπης και αδυναμίας που ο Ιταλός ουμανιστής έτρεφε για τον επικό ποιητή, αποτελεί η επιτυχής εξαγορά από ένα μοναχό για την προσωπική του βιβλιοθήκη δύο αρχαίων χειρογράφων της Ιλιάδας και της Οδύσσειας με αντάλλαγμα ένα κώδικα των Ευαγγελίων κατά τη διάρκεια ενός εμπορικού ταξιδιού στην Κύπρο.
Δεν είναι επομένως αβάσιμη η υποψία, ότι οι δύο τόμοι που έχουν λάβει περίοπτη θέση έκκεντρα τοποθετημένοι στο σχέδιο του Ομήρου στον κώδικα του Βερολίνου, δεν παραπέμπουν με τρόπο γενικό και αφηρημένο στα έπη, αλλά καλούνται να αναπαραστήσουν τους δύο εκείνους ιστορικά υπαρκτούς ομηρικούς κώδικες που ο Κυριακόςς ήδη στα 1528 είχε ευτυχήσει να αποκτήσει για την ιδιωτική του συλλογή.
Το ομηρικό σχέδιο αποκαλύπτει σε αυτό το πρίσμα έναν αναπάντεχο βιωματικό συνεκτικό δεσμό με το πρόσωπο του ίδιου του του δημιουργού.
Εντυπώνοντας ο Κυριακός Αγκωνίτης τους ιδιόκτητούς του κώδικες της Ιλιάδας και της Οδύσσειας στα χέρια του ένθρονου Ομήρου, πέτυχε με ευφάνταστο, όσο και διακριτικό τρόπο να εγγραφεί ο ίδιος στο σχέδιό του, ενστερνιζόμενος την ομηρική persona και αυτοπροβαλλόμενος ως λόγιος ουμανιστής και ανανεωτής και εκφραστής του ομηρικού πνεύματος.