Rembrandt Harmensz. Van Rijn (Ρέμπραντ) “Ο Δαυϊδ παίζει την άρπα ενώπιον του Σαούλ”,
γύρω στα 1630-1631, Φρανκφούρτη, Μουσείο Στέντελ (Museum Ständel).
“Kαι την επαύριον επήλθε πνεύμα πονηρόν παρά Θεού επί τον Σαούλ και επροφήτευεν εν μέσω του οίκου και ο Δαβίδ έπαιζε διά της χειρός αυτού ως καθ’ εκάστην ημέραν ήτο δε το δοράτιον εν τη χειρί του Σαούλ. Και έρριψεν ο Σαούλ το δοράτιον λέγων θέλω κτυπήσει τον Δαβίδ έως και εις τον τοίχον αλλ’ ο Δαβίδ εξέκλινεν απ’ εμπρόσθεν αυτού δίς. Εφοβήθη δέ ο Σαούλ από προσώπου Δαβίδ επειδή ο Κύριος ήτο μετ’ αυτού από δε του Σαούλ είχεν απομακρυνθή» (Σαμουήλ Α’, Κεφ. 18. 10-12).
Σε ένα ημισκοτεινό, υποβλητικό σκηνικό που υποδηλώνει ένα εσωτερικό χώρο, ξεχωρίζει έκκεντρα τοποθετημένη η αρχοντική μορφή του Σαούλ. Η πλούσια ενδυμασία του, αποτελούμενη από ένα μακρύ γαλάζιο κατωφόρι με περίτεχνα επίθετα διακοσμητικά σχέδια, ένα ρόζ μανδύα, μια βαρειά χρυσή αλυσίδα περασμένη γύρω από το λαιμό και ένα τουρμπάνι πιασμένο με μια πολύτιμη αγκράφα και με προσαρτημένη πάνω του μια κορώνα, μαρτυρά την ευγενική, βασιλική καταγωγή του. Το φως που εισέρχεται στη σκηνή από μια αδιόρατη, απροσδιόριστη εξωτερική πηγή επικεντρώνεται στον τονισμό της σφιγμένης αριστερής γροθιάς γύρω από το ακόντιο και στην ψυχογραφική ανάλυση των άγριων, εμποτισμένων από φθόνο και οργή χαρακτηριστικών του προσώπου του πρωταγωνιστή της παράστασης. Το λοξό βλέμμα του Σαούλ είναι στραμμένο προς τον νεαρό Δαβίδ που βρίσκεται σκυμμένος στα πόδια του. Από τον τελευταίο διακρίνονται μονάχα το αχνό προφίλ του με ένα χρυσό διάδημα εστεμμένου κεφαλιού και τα χέρια που με περίσσια τέχνη μοιάζουν να εκμαιεύουν γλυκές μελωδίες από τις χορδές του μουσικού οργάνου.
Η εξιστορούμενη αντιπαράθεση των δύο πρωταγωνιστικών προσώπων της Παλαιάς Διαθήκης με τη συνακόλουθη σύγκρουση της παλαιάς με τη νέα τάξη πραγμάτων, μοιάζει να είχε συνεπάρει τον Ολλανδό καλλιτέχνη, ο οποίος και θα εμπνευστεί από την ιστορία του άνισου αυτού ζευγαριού, του νεαρού ανελισσομένου, λαοφιλούς Δαβίδ και του γηραιού, καχύποπτου Σαούλ, για να δημιουργήσει μερικά από τα πλέον γνωστά έργα του –ενδεικτικά αναφέρω τον πίνακα με τη συνάντηση των δύο μετά τη θριαμβική νίκη του Δαβίδ εναντίον του Γολιάθ, ο οποίος χρονολογείται στα 1627 και κοσμεί την Πινακοθήκη της Βασιλείας, στην Ελβετία.
Η πρόκληση, την οποία ο Ρέμπραντ καλούνταν να αντιμετωπίσει στην απεικόνιση του συγκεκριμένου επεισοδίου του παιξίματος της άρπας από τον Δαβίδ ενώπιον του Σαούλ, αφορούσε τη μεταφορά στον καμβά μιας στιγμής έντονης συγκινησιακής φόρτισης λίγο πριν από την κορύφωση της δράσης –που στην περίπτωσή μας θα επέλθει με τη ρίψη του δόρατος από τον κατειλημμένο από φθόνο Σαούλ προς τον επίδοξο “σφετεριστή” του θρόνου του. Στον πίνακα της Φρανκφούρτης, ο Ρέμπραντ καταδεικνύει για μια ακόμη φορά την απαράμιλλη επιδεξιότητά του στην ατμοσφαιρική μεταφορά στη ζωγραφική τέχνη ενός βιβλικού ιστορικού επεισοδίου, επιτυγχάνοντας μέσω της μαεστρικής χρήσης της αντίστιξης φωτός – σκιάς και της παράλληλης συνειδητής άρνησης μιας σαφούς διάταξης του χώρου δράσης, να επικεντρωθεί στους ανθρώπινους χαρακτήρες, ψυχογραφώντας τους και εντρυφώντας στις μύχιες σκέψεις και τις αδυναμίες τους.