Νο. 456
Νίκολα Πιζάνο (Niccola Pisano), “Η Υπαπαντή του Ιησού”, Ανάγλυφη παράσταση του άμβωνος του Βαπτιστηρίου της Πίζας, 1259-1260.
“Oταν, επίσης, συμπληρώθηκαν οι μέρες για τον καθαρισμό τους -σύμφωνα με το μωσαϊκό νόμο- τον πήγαν στα Iεροσόλυμα για να τον αφιερώσουν στον Kύριο, όπως είναι γραμμένο στο νόμο του Kυρίου, ότι κάθε αρσενικό που πρωτοανοίγει μήτρα, άγιο θα θεωρηθεί για τον Kύριο και για να προσφέρουν θυσία ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δύο νεογέννητα περιστέρια, όπως απαιτεί ο νόμος του Kυρίου. Eκείνη ακριβώς την εποχή υπήρχε στα Iεροσόλυμα ένας άνθρωπος που λεγόταν Συμεών[…] Σ’ αυτόν, λοιπόν, είχε αποκαλυφθεί από το άγιο Πνεύμα ότι δε θα πεθάνει πριν δει τον Xριστό του Kυρίου. Ετσι, με την καθοδήγηση του Πνεύματος, ήρθε στο ναό, και μόλις οι γονείς έφεραν μέσα το παιδάκι, τον Iησού, για να κάνουν γι’ αυτόν ό,τι συνηθίζεται σύμφωνα με το νόμο, το πήρε στην αγκαλιά του και δοξολόγησε το Θεό και είπε: Tώρα πια αξιώνεις το δούλο σου, Kύριε, να πεθάνει ειρηνικά, σύμφωνα με την υπόσχεσή σου. Γιατί τα μάτια μου είδαν το μέσο της σωτηρίας σου που ετοίμασες κατάντικρυ όλων των λαών. Φως που θ’ αποτελέσει αποκάλυψη για τα έθνη και δόξα για το λαό σου τον Iσραήλ. Kι απορούσαν ο Iωσήφ και η μητέρα του παιδιού γι’ αυτά που λέγονταν γι’ αυτό[…]. Yπήρχε επίσης η προφήτισσα Άννα, κόρη του Φανουήλ, από τη φυλή του Aσήρ. Aυτή ήταν γριά, πολύ περασμένης ηλικίας,[…] και τώρα, χήρα πια, περίπου ογδόντα τεσσάρων χρόνων, δεν απομακρυνόταν από το ναό, όπου λάτρευε τον Θεό νύχτα και μέρα με νηστείες και προσευχές. Tην ώρα εκείνη, λοιπόν, παρουσιάστηκε κι αυτή κι ευχαριστούσε τον Kύριο και μιλούσε γι’ αυτόν σε όλους εκείνους που πρόσμεναν λύτρωση στα Iεροσόλυμα». (Λουκάς 2. 22-38) Γύρω στα 1260 ο Ιταλός γλύπτης Νικόλα Πιζάνο θα αναλάβει πιθανότατα υπό την καθοδήγηση του τοπικού αρχιεπισκόπου, Φεντερίκο Βισκόντι, τη διακόσμηση με ανάγλυφες μαρμάρινες παραστάσεις του άμβωνος του Βαπτιστηρίου της γενέτειράς του, Πίζας (εικ. 2). Το εικονογραφικό πρόγραμμα περιελάμβανε τις ακόλουθες σκηνές: Τον Ευαγγελισμό, τη Γέννηση, την Προσκύνηση των Μάγων, την Υπαπαντή, τη Σταύρωση και την Τελική Κρίση. Ισως η πιο διάσημη παράσταση απ’ όλες είναι αυτή της Υπαπαντής. Η πολυπληθής σύνθεση δεν περιορίζεται στην απεικόνιση των βασικών πρωταγωνιστών της σκηνής -της Μαρίας, του μικρού Ιησού, του Σιμεών, του Ιωσήφ και της προφήτισσας Αννας- όπως αυτή μνημονεύεται στο δεύτερο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του Λουκά, αλλά συνωστίζει στη διαθέσιμη επιφάνεια δεκαέξι μορφές που δρούν και κινούνται εν μέσω ενός υποδηλωμένου αρχιτεκτονικού σκηνικού. Οι δύο κύριοι πρωταγωνιστές, ο Συμεών, ο οποίος κρατά στην αγκαλιά του το Θείο Βρέφος πάνω από το βωμό και η Μαρία που στέκεται απέναντί του, στρέφοντας το βλέμμα της στο μικρό Ιησού, είναι συνειδητά τοποθετημένοι αριστερά από τον κεντρικό άξονα της σύνθεσης. Εκατέρωθεν πλαισιώνονται από τη φιγούρα του Ιωσήφ, στα χέρια του οποίου αναπαύεται το προοριζόμενο για τη θυσία ζεύγος των περιστεριών και την προφήτισσα Αννα, η οποία φέρει έναν πάπυρο στο αριστερό χέρι και προδίδει με την απότομη στροφή του κεφαλιού προς τα πάνω την έντονη συναισθηματική της φόρτιση μπρος στο συντελούμενο γεγονός της συνάντησής της με τον Σωτήρα. Μία λεπτομέρεια στην οποία το έργο διαφοροποιείται από τη γραπτή πηγή, αποτελεί η προσθήκη στο δεξιό άκρο της μορφής ενός γηραιού άνδρα που πιθανότατα αποδίδει έναν αρχιερέα και υποβαστάζεται και υποβοηθάται στην κίνησή του προς τα εμπρός από ένα μικρό παιδί. Το σύμπλεγμα αυτό, εμνευσμένο από ένα διονυσιακό ανάγλυφο σε ένα ρωμαϊκό αντίγραφο ενός νεοαττικού κρατήρα που το 13ο αιώνα βρισκόταν στην Πίζα και στον οποίο ο Πιζάνο είχε με βεβαιότητα πρόσβαση, μας εισάγει σε μία συναρπαστική πτυχή της γλυπτικής τέχνης του Νικόλα Πιζάνο, αυτήν της πρόσληψης στο έργο του μοτίβων της κλασικής αρχαιότητας. Οσο παράδοξο κι αν ακούγεται, η βαθιά θρησκευόμενη μεσαιωνική τέχνη δε γυρνά την πλάτη στην αρχαία καλλιτεχνική κληρονομιά, αλλά συναρπάζεται απ’ αυτήν εξίσου όπως και η Αναγέννηση και αντλεί από το πλούσιο ρεπερτόριο σε φόρμες που είχαν διασώσει τα διάσπαρτα αρχαία έργα τέχνης εν μέσω των οποίων οι μεσαιωνικοί καλλιτέχνες δρούσαν και κινούνταν. Ομως η προσέγγιση αυτή της αρχαίας τέχνης ενείχε ένα βαθύτατο ιδεολογικό πρόβλημα, καθώς η αναμφισβήτητη γοητεία που ασκούσαν οι αρχαίες φόρμες, προσέκρουε με τη σειρά της στις θρησκευτικές πεποιθήσεις της εποχής που στο πρόσωπο των απεικονιζομένων αρχαίων θεών διέκρινε επικίνδυνα ειδωλολατρικά σύμβολα. Ετσι, οι καλλιτέχνες στο Μεσαίωνα καλούμενοι να συγκεράσουν την ιδεατή αρχαία φόρμα με το καταδικαστέο ειδωλολατρικό περιεχόμενό της, ανέπτυξαν τον ακόλουθο κανόνα υποδοχής της αρχαιότητας στο έργο τους: Είτε έντυναν την αρχαία θεματική με ένα σύγχρονο κουστούμι -διατηρούσαν δηλαδή το περιεχόμενο αλλάζοντας τη φόρμα- είτε αντίστροφα, όπως στην περίπτωσή μας, “εξυγίαιναν” την αρχαία φόρμα, “εκχριστιανίζοντας” το περιεχόμενο. Ο Διόνυσος – Αρχιερέας του Πιζάνο αποτελεί ένα από τα εξοχότερα παραδείγματα αυτού του κανόνα που έμελλε να παράσχει στη μεσαιωνική τέχνη το απαιτούμενο άλλοθι για την αναβίωση μοτιβών της κλασικής αρχαιότητας.