Στο πλαίσιο απόπειρας αναγνώρισης του απεικονιζομένου προσώπου στην αινιγματική γιγαντιαία κεφαλή, ο Φάουνο δεν αποτελούσε επουδενί την εξαίρεση με τον ισχυρισμό του, ότι επρόκειτο για τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Κόμμοδο. Την ερμηνεία αυτή, που είχε πρωτοδιατυπωθεί ήδη στα μέσα του 15ου αιώνα από τον ιστορικό Φλάβιο Μπιόντο (Flavio Biondo) στο έργο του Roma instaurata et Italia illustrata (έργο-σταθμό για τις πρώιμες αρχαιοδιφικές έρευνες, το οποίο διόλου τυχαία ο Φάουνο θα μεταφράσει στη δημώδη στα 1543 στη Βενετία), είχε ασπαστεί προ πολλού και ο Αντρέα Φούλβιο (Andrea Fulvio) στο έργο του Antiquitates Urbis Romae, που είχε εκδοθεί στη Ρώμη στα 1527. Η λανθασμένη ανάγνωση του έργου όφειλε την ευρεία δημοτικότητά της στην παρερμηνεία μιας σειράς αρχαίων πηγών. Μέσω του Σουετώνιου, του Πλινίου του Πρεσβύτερου και του Δίωνος του Κάσσιου, οι ιστορικοί της Αναγέννησης είχαν την πληροφόρηση, ότι κατά την αρχαιότητα ο Κόμμοδος πράγματι είχε προχωρήσει μετά την damnatio memoriae του Νέρωνα στην αντικατάσταση της μορφής του μισητού πυρπολητή της Ρώμης σε ένα γιγαντιαίο μπρούτζινο Κολοσσό του, έργο του καλλιτέχνη Ζηνόδωρου, με το δικό του πορτραίτο, προσδίδοντας σε αυτό μάλιστα κατά την προσφική του συνήθεια τα χαρακτηριστικά του ημίθεου Ηρακλή. Καθώς κατά την Αναγέννηση δε σώζονταν άλλα αρχαία έργα τέχνης τεραστίων διαστάσεων, τα οποία να δύνανται να εικονογραφήσουν τις γραπτές αυτές μαρτυρίες, η ερμηνεία της μπρούτζινης κεφαλής ως αποσπασματικό μέλος του αλλοτινού “Κολοσσού του Νέρωνα” έμοιαζε σε πολλούς αρχαιοδίφες η πλέον αληθοφανής. Η σιγουριά τους θα υποστεί έναν ισχυρό κλονισμό, όταν στα 1486 ανασκαφές στη βασιλική των Μαξεντίου-Κωνσταντίνου στη Ρώμη θα φέρουν στο φως τα αποσπασματικά σωζόμενα μαρμάρινα μέλη ενός αγάλματος αντιστοίχων διαστάσεων με αυτές του μπρούτζινου κεφαλιού στο Καπιτώλιο. Οι δύο κεφαλές παρουσιάζουν εικονογραφικά τόσα κοινά σημεία, ώστε από την πρώτη στιγμή δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία, ότι απεικόνιζαν το ίδιο πρόσωπο. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με προσωπογραφικές μελέτες προερχόμενες από το πεδίο της αρχαίας νομισματικής θα εξωθήσουν κάποιους “πρωτοαρχαιολόγους” στο να αντιπαρέλθουν την κοινά αποδεκτή ερμηνεία του έργου ως πορτραίτο του Κόμμοδου και να πριμοδοτήσουν αντίθετα την -έως σήμερα επιστημονικά αποδεκτή- θεωρία, ότι η μπρούτζινη κεφαλή του Καπιτωλίου κατά πάσα πιθανότητα αποδίδει τον Μεγάλο Κωνσταντίνο ή έναν από τους γιούς – διαδόχους του (π.χ. τον Κωνστάντιο Α’). Το χωρίο του Φάουνο αποδεικνύει, ότι στα μέσα του 16ου αιώνα δεν απουσίαζαν οι εκφραστές της άποψης αυτής, ακόμη και αν αποτελούσαν μια πενιχρή μειοψηφία. Η καταγραφή ωστόσο του διάσημου μπρούτζινου έργου τέχνης ακόμη και στα 1589 στην πραγματεία του Τζιρόλαμο Φραντσίνι (Girolamo Franzini), Icones Statuarum Antiquarum Urbis Romae, ως “Κόμμοδος” (βλ. εικ. 1), αποδεικνύεται εκ νέου δηλωτική μιας σχετικής έλλειψης οικειότητας των πρώιμων μελετητών της αρχαιότητας με τις εικονογραφικές παραδόσεις της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής προσωπογραφίας.