Η έντονη πεποίθηση των Ιταλών του 15ου αιώνα για την αδιάλειπτη συνέχεια και διάσωση της αρχαιοελληνικής κουλτούρας στο βυζαντινό πολιτισμό αντανακλάται σε ένα χωρίο από τη βιογραφία του πάπα Ευγενίου Δ’ διά χειρός Vespasiano da Bisticci, στο οποίο γίνεται λόγος για τον “ελληνικό“ τρόπο ενδυμασίας, ο οποίος σύμφωνα με το συγγραφέα έχει παραμείνει απαράλλακτος στο πέρασμα των αιώνων και έως στις μέρες του: “I Greci, in anni mille cinquecento o piu, non hanno mai mutato abito: quello medesimo abito avevano in quello tempo, ch’ eglino avevano avuto nel tempo detto; come si vede ancora in Grecia nel luogo che si chiama i campi Filippi, dove sono molte storie di marmo, drentovi uomini vestiti alla greca, nel modo che erano allora“.
Ως εκ τούτου ελάχιστα ξενίζει η συνειδητά επιχειρούμενη αναχρονιστική ταυτοσημία Αθήνας-Κωνσταντινούπολης σε πολλά έργα τέχνης κατά την περίοδο της πρώϊμης Αναγέννησης. Παρατηρείται ωστόσο στην τέχνη της περιόδου αυτής και ιδιαίτερα στην κεντρική Ιταλία μία εξίσου δημοφιλής εναλλακτική τάση, η οποία προσομοιώνει την εικόνα της Αθήνας με αυτήν της Ρώμης, της κοιτίδας δηλαδή ενός εξίσου σημαντικού πολιτισμού, του ρωμαϊκού. Ενδεικτικά αναφέρω, ότι όταν ο Βενετός περιηγητής Bolzanio θα επισκεφθεί γύρω στα 1470 τον Παρθενώνα, δε θα διστάσει σε μια περιγραφή που ξεχυλίζει από εθνική περηφάνια να χαρακτηρίσει το αρχαίο μνημείο ως “una chiessia che gia fu tempio antiquo de romani“.
Ο Απολλώνιο ντι Τζιοβάννι θα αναπτύξει περαιτέρω το ίδιο επιχείρημα σε μια περίφημη αν και σήμερα κατεστραμμένη δημιουργία του. Στη «Θριαμβική πορεία των ένδοξων Ελλήνων», στο βάθος πίσω από τη θριαμβική άμαξα του στρατηγού Κίμωνα διακρίνεται ένα κυκλικό οικοδόμημα που ενθυμίζει έντονα το Πάνθεον της Ρώμης, ενώ στο δεξιό τμήμα της σύνθεσης ξεχωρίζει μια οχυρωμένη πόλη που μοιάζει να θέλει να ανακαλέσει την Αθήνα, κυριαρχείται ωστόσο από μια θριαμβική στήλη διακοσμημένη με ανάγλυφες παραστάσεις, ένα είδος μνημείου που παραπέμπει αβίαστα ξανά περισσότερο στην αυτοκρατορική Ρώμη, παρά στην αρχαία Ελλάδα.