Tο σκάκι αρκετά νωρίς, ήδη στο 12ο αιώνα, είχε και θεσμικά κατοχυρωθεί ως μία από τις Septes Probitates που συγκροτούσαν τον κανόνα διαπαιδαγώγησης της μεσαιωνικής αριστοκρατίας. Στο σύγγραμμα του «Disciplina Clericalis» που χρονολογείται στα 1130-1140, ο Ισπανός Πέτρους Αλφόνσι στο κεφάλαιο 44 θα απαριθμήσει τις επτά αυτές ελευθέριες απασχολήσεις, τα μυστικά των οποίων κάθε εκπρόσωπος της τάξης των ευγενών που σεβόταν τον εαυτό του, όφειλε να κατέχει: «Probitates vero…..sunt: equitare, natare, sagittare, cestibus certare, aucupare, scacis ludere, versificari», δηλαδή, ιππασία, κολύμπι, τοξοβολία, παιχνίδι με μπάλα (πελότα), κυνήγι, σκάκι, και η ικανότητα σύνθεσης και απαγγελίας στίχων.
Τη λειτουργία του σκακιστικού παιχνιδιού ως «indicium dignitatis e nobilitatis», ως σήμα κατατεθέν δηλαδή της ευγενικής προέλευσης αυτών που το εξασκούν, υπογραμμίζει με τρόπο εμβληματικό ένας πίνακας του Πάρις Μπορντόνε που σήμερα κοσμεί την Κρατική πινακοθήκη του Βερολίνου (βλ. Εικ.). Στο έργο, το οποίο χρονολογείται στα μέσα του 16ου αιώνα, διακρίνονται σε πρώτο πλάνο δύο βενετσιάνοι αριστοκράτες εν μέσω μιας σκακιστικής αναμέτρησης. Τόσο η ενδυμασία τους, αποτελούμενη από ένα κατωφόρι με ψηλό στενό γιακά και για πανωφόρι την zimarra, ένα φαρδύ παλτό, όσο και η εν γένει στάση τους, αλλά και το περιβάλλον αρχιτεκτονικό σκηνικό που τοποθετεί τη δράση στον υπαίθριο χώρο μιας αναγεννησιακής βίλλας, προδίδουν το κοινωνικό τους status. Τα κοντοκουρεμένα μαλλιά και γένια ανταποκρίνονται στη γαλλική μόδα της εποχής.
Ενώ ο ευγενής στα αριστερά φέρει το αριστερό χέρι κάτω από το πηγούνι του σε μια κίνηση που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως εκδήλωση μελαγχολικής διαθέσης εν όψει της προδιαγραφόμενης ήττας, ο αντίπαλος του ετοιμάζεται με μια ντελικάτη κίνηση του δεξιού χεριού του να επιφέρει την κίνηση-μάτ. Ωστόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση ελάχιστα μοιάζει να βαραίνει η έκβαση του αγώνα στο πλαίσιο μιας απόπειρας ερμηνευτικής ανάγνωσης του έργου. Κάλλιστα θα μπορούσε το αποτέλεσμα να έχει την αντίστροφη φορά.
Γεμάτοι αυτοπεποίθηση και περηφάνια, εκπέμποντας αέρα υπεροχής και αίσθηση επίγνωσης των αριστοκρατικών τους καταβολών, οι δύο αντίπαλοι στήνουν μια οπτική γέφυρα με το νοητό θεατή εκτός του πίνακα, καθιστώντας σαφές, ότι η παρουσία του σκακιστικού παιχνιδιού στη συγκεκριμένη περίπτωση ενέχει έναν καθαρά συμβολικό χαρακτήρα, καλούμενο ως κατεξοχήν αυλικό παιχνίδι να χαρακτηρίσει τους απεικονιζομένους ως εκπροσώπους μιας ανώτερης κοινωνικής κάστας.