Με την έλευσή του στη Ρώμη στα 1508 ο Ραφαήλ θα αναλάβει μαζί με τους συνεργάτες του τη διακόσμηση των παπικών δωμάτων του Βατικανού με μια σειρά μνημειωδών τοιχογραφιών που έμελλαν να εξασφαλίσουν την υστεροφημία στον πρόωρα εκλιπόντα ιδιοφυή ζωγράφο από το Ουρμπίνο (πέθανε σε ηλικία μόλις 37 χρόνων).
Περίοπτη θέση ανάμεσα στις συνθέσεις αυτές που καλούνταν μέσω της χρήσης μιας αλληγορικής γλώσσας να διατρανώσουν και να προπαγανδίσουν το μεγαλείο της Αγίας Αποστολικής Έδρας και του προκαθήμενου αυτής κατέχει η διάσημη „Σχολή των Αθηνών“. Ενώ ο „Παρνασσός“ και η „Disputa“, τα έτερα αριστουργήματα του Ραφαήλ στην ίδια „Αίθουσα των Υπογραφών“ (Stanza della Segnatura), καλούνταν με τους ευφάνταστους συμβολισμούς τους να εικονογραφήσουν τις αφηρημένες έννοιες της ποίησης και της θεολογίας, αντανακλώντας αξίες πνευματικές και θεολογικές, η „Σχολή των Αθηνών“ ήταν εντεταλμένη να αναπαραστήσει με τρόπο μεταφορικό τις φιλοσοφικές ανησυχίες του ανγεννησιακού ανθρώπου.
Μέσα στην πολυπληθή, χωροταξικά εξαιρετικά αποδοσμένη σύνθεση, ξεχωρίζουν οι έκκεντρα τοποθετημένες και ως εκ τούτου καταφανώς εξηρμένες μορφές των δύο μεγάλων φιλοσόφων της αρχαίας Ελλάδας: Του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Τα δύο ιερά τέρατα της αρχαίας φιλοσοφίας βαδίζουν χέρι χέρι εν μέσω ενός μεγαλοπρεπούς αρχιτεκτονικού σκηνικού κλασικών καταβολών. Ο πρώτος, κρατώντας το σύγγραμμα του „Τιμαίος“ και στρέφοντας επιδεικτικά το δεξί χέρι προς τον ουρανό προδίδει την ταυτότητά του, όπως άλλωστε και ο σύντροφός του Αριστοτέλης, που πιστός στα φιλοσφικά του πιστεύω στρέφει το δεξί του χέρι προς τα εγκόσμια, αναπαύοντας με το αριστερό πάνω στο μηρό την πραγματεία των „Ηθικών“ του. Η δεξιοτεχνική ικανότητα του Ραφαήλ στο να „σκηνοθετήσει“ τον επίγειο αυτό πνευματικό κόσμο των ιδεών καθίσταται σαφής και από τον τρόπο με τον οποίο οι επικουρικές φιγούρες εντάσσονται αβίαστα σε αυτόν, δημιουργώντας παράλληλα ένα αρμονικό σύνολο. Όπου και αν γυρίσει το βλέμμα του ο θεατής θα διακρίνει μορφές σε στάση ενδοσκόπησης, να εντρυφούν κατ’ ιδίαν στα σοφά κείμενα, ή να επιδίδονται σε πνευματικές συζητήσεις συγκροτώντας μικρές ομάδες.
Φυσικά δε θα μπορούσαν να απουσιάζουν και οι αναχρονιστικές αυτοαναφορικές προεκτάσεις από ένα έργο που καλείται να καταδείξει την αδήριτη επιθυμία τόσο των δημιουργών, όσο και των εμπνευστών του για την επιστροφή στα ιδανικά και τις αξίες του αρχαίου κόσμου και του κλασικού πολιτισμού, των οποίων ως λάτρεις και αναβιωτές οι αναγεννησιακοί άνθρωποι θεωρούσαν εαυτούς συνεχιστές και θεματοφύλακες. Έτσι, δεν εκπλήσσει που το αρχιτεκτονικό πλάισιο της σύνθεσης μοιάζει να εμπνέεται από τα σύγχρονα σχέδια του αρχιτέκτονα από τη Λομβαρδία στην υπηρεσία του πάπα Μπραμάντε (Bramante) για την ανακατασκευή του Αγίου Πέτρου, ενώ πλήθος αρχαίων μορφών μοιάζει να έχει δανειστεί τα χαρακτηριστικά συγχρόνων του Ραφαήλ ιερών τεράτων των γραμμάτων και των τεχνών, όπως π.χ. ο Ευκλείδης από τον ήδη προαναφερόμενο Μπραμάντε, ο Πλάτωνας από το Λεονάρντο ντα Βίντσι και ο σε στάση μελαγχολίας στο πρώτο πλάνο καθισμένος Ηράκλειτος από το Μιχαήλ-Άγγελο. Και καθώς δε θα μπορούσε να απουσιάζει και η μορφή του ίδιου του δημιουργού, ο Ραφαήλ αναγνωρίζεται ομόφωνα από την έρευνα στη δεύτερη μορφή από δεξιά, που εβρισκόμενη εν μέσω της συντροφιάς των αρχαίων γεωγράφων, του Αλεξανδρινού Πτολεμαίου και του Ζωροάστρη, σπάει με το βλέμμα του τα στενά σύνορα της σύνθεσης στήνοντας μια οπτική γέφυρα με το θεατή.