Tο φασκόμηλο ανήκει στη βοτανική οικογένεια των Lamiaceae (Χειλανθή). Στην Κρήτη φύονται 5 διαφορετικά είδη φασκομηλιάς: Salvia pomifera L. (Σάλβια η μηλοφόρος, φασκομηλιά, μηλοσφακιά), Salvia fruticosa Mill. (Σάλβια η θαμνώδης, φασκομηλιά), Salvia viridis L. (Σάλβια η πράσινη), Salvia pratensis L. (Σάλβια η λειμώνιος) και Salvia verbenaca L. (Σάλβια η βερμπενοειδής ή γοργογιάννη).
Tο είδος Salvia officinalis L. (Σάλβια η φαρμακευτική) δεν είναι ιθαγενές της Κρήτης και στο νησί μπορούμε να το βρίσκουμε μόνο σε καλλιέργεια, ενώ μπορούμε να το συναντάμε, σαν αυτοφυές είδος, σε αλλά μέρη της Ελλάδας (εικ.1). Οι φασκομηλιές είναι αρωματικοί θάμνοι ή πολυετείς πόες, τα άνθη τους είναι διαταγμένα σε κύματα ή συχνά σε σπονδύλους και η στεφάνη είναι άσπρη, ασπρορόδινη, πορφυρή ή κυανοιώδης με 2 χείλη.
Τα δυο φυτά της Κρητικής χλωρίδας που έχουν μεγαλύτερη αξία στην παραγωγή αφεψημάτων είναι τα είδη Salvia pomifera (εικ. 2-3) και Salvia fruticosa (εικ. 4-5).
Το κοινό όνομα και η επιστημονική ονομασία του είδους Salvia pomifera αναφέρουν ένα περίεργο χαρακτηριστικό του, που μπορεί να εμφανίζεται όμως και στο είδος Salvia fruticosa. Η λέξη φασκομηλιά προέρχεται από τα αρχεία ελληνικά σφάκος/ φάσκος/ φάσκον + μῆλον, ενώ το λατινικό επίθετο pomifera σημαίνει «η οποία φέρνει / παράγει καρπούς». Το περίεργο χαρακτηριστικό αυτών των δύων ειδών είναι η δημιουργία σκληρών και χνουδωτών σφαιριδίων, που μοιάζουν με καρπούς και ονομάζονται «μήλα της φασκομηλιάς», και εμφανίζονται μετά τα τσιμπήματα εντόμων. Τα έντομα αυτά, συνήθως του γένους Aulax, προκαλούν την δημιουργία κηκίδων πάνω στους βλαστούς, που τσιμπούν για να αφήσουν τις κάμπιες τους. Επειδή αυτές κηκίδες έχουν ζαχαρένια γεύση παλιά τις μάζευαν και τις έτρωγαν για γλυκό.
Το λατινικό όνομα του γένους Salvia προέρχεται από την λέξη «salvo» που σημαίνει «σώζω ή θεραπεύω» και όντως οι φασκομηλιές έχουν μεγάλες θεραπευτικές και φαρμακευτικές ιδιότητες, που έχουν αναφερθεί από τα αρχαία χρόνια, αλλά όχι μόνο. Για παράδειγμα το είδος Salvia hispanica, ιθαγενές της κεντρικής Αμερικής, παράγει εδώδιμους σπόρους, ενώ το είδος Salvia divinorum, ιθαγενές του Μεξικού, είναι παραισθησιογόνο φυτό, που έχει χρησιμοποιηθεί από τους ντόπιους αρχαίους λαούς για τελετουργικούς σκοπούς.
Το Ελληνικό όνομα του γένους Salvia είναι Ελελίφασκος, λέξη που προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά ελελίσφακος (ελελίζω + σφάκος). Μπορούμε να βρίσκουμε την αναφορά σε ένα από τους κώδικες του Διοσκουρίδη: «ελελίσφακον: άλλοι τον ονομάζουν λελίσφακον, άλλοι σφάκον, … οι Ρωμαίοι τον ονομάζουν σάλβια, …» (Περί ύλης ιατρικής, 3.33). Συναφή είναι και όσα γράφει ο Πλίνιος « Οι σύγχρονοι βοτανολόγοι ονομάζουν αυτό το φυτό ελελίσφακον <elelisphacum> στα ελληνικά και σάλβια <salviam> στα λατινικά, …» (Naturalis Historia – Φυσική Ιστορία, 22.147).
Βιβλιογραφία και διαδικτυακές πηγές
-Γάιος Πλίνιος Σεκούνδος, Naturalis Historia (Φυσική Ιστορία) 22.147.
-Πεδάνιος Διοσκουρίδης, Περί ύλης ιατρικής 3.33.
-GRIN Taxonomy for Plants
https://npgsweb.ars-grin.gov/gringlobal/taxonomydetail.aspx?id=30372 [accessed 03/2017].
-Euro+Med (2006-): Euro+Med PlantBase – the information resource for Euro-Mediterranean plant diversity. http://ww2.bgbm.org/EuroPlusMed/ [accessed 03/2017].
-Digital Flora Graeca http://www.bodleian.ox.ac.uk/science/eresources/flora_graeca) [accessed 03/2017].