Μια -αναμφίβολα- από τις “μελανότερες”, πολιτικά – κοινωνικά και ιστορικά, στιγμές για το νεότερο ελληνικό κράτος είναι η περίοδος Φεβρουαρίου 1915 – Ιουνίου 1917. Το διάστημα αυτό έχει “στιγματίσει” τη χώρα μας κι έχει μείνει στην ιστορία ως “Εθνικός Διχασμός”.
Ξεκίνησε ως παραίτηση του Έλληνα πρωθυπουργού, Ελευθερίου Βενιζέλου (γενν. 1864 – πεθ. 1936), μετά από διαφωνία με το βασιλιά Κων/νο τον 1ο (γενν. 1868 – πεθ. 1923) για την ελληνική στάση στον 1ο παγκόσμιο πόλεμο. Ολοκληρώθηκε – μετά από διετία, σχεδόν – με την εκθρόνιση του Κων/νου και την επιστροφή του Βενιζέλου στην πρωθυπουργία, αφού στο μεσοδιάστημα ο λαός είχε χωριστεί σε δυο «στρατόπεδα», τους «βασιλικούς ή φιλοκωνσταντινικούς» (τους πιστούς στον Κων/νο) και όσους ακολουθούσαν τον Βενιζέλο.
H περίοδος του «Εθνικού Διχασμού» χωρίζεται σε 3 μικρότερες υποπεριόδους: α) Φεβρ. – Δεκ. 1915: Το πρώτο έτος, με την παραίτηση – εκλογική νίκη – (νέα πλην οριστική) παραίτηση Βενιζέλου και νέες εκλογές, β) Ιαν. – Δεκ. 1916: Το δεύτερο έτος, εναλλάσσονται οι αντιβενιζελικές – βασιλικές κυβερνήσεις, ενώ «οργιάζουν» τα έκτροπα των «φιλοκωνσταντινικών» κατά του Βενιζέλου και των οπαδών του και, τέλος, γ) Ιαν. – Μάιος 1917: Το τρίτο έτος, επέμβαση της «Αντάντ», αποχώρηση του Κων/νου και επάνοδος του Βενιζέλου.
Τα προ του «Εθνικού Διχασμού»
Από τον Αύγουστο του 1914 έχει ξεσπάσει ο 1ος παγκόσμιος πόλεμος, που βρίσκεται σύντομα προ των πυλών της Βαλκανικής χερσονήσου, η οποία προσπαθεί να συνέλθει μετά τους δυο ενδοβαλκανικούς πολέμους (1912 – 13).
Η «Αντάντ» (Γαλλία, Ρωσία, Αγγλία) θέλουν μια ισχυρή βαλκανική συμμαχία μεταξύ Βουλγαρίας – Σερβίας – Ελλάδας για να εμποδίσουν την Τουρκία και τους Αυστρογερμανούς.
Η Γερμανία – αφού συμμάχησε με την Οθωμανική αυτοκρατορία – αποδίδει μεγάλη σημασία στο να πάρει με το μέρος της τη Βουλγαρία και προτιμά να μείνει η Ελλάδα ουδέτερη, επειδή ήταν ευάλωτη από τη θάλασσα όπου κυριαρχούσε η Αγγλία, η οποία – για να συμπαρασύρει με το μέρος της τούς Έλληνες – υπόσχεται σημαντικές εδαφικές παραχωρήσεις επί μικρασιατικού εδάφους και (το 1915) την Κύπρο ακόμη, την ίδια ώρα που «προσφέρει» την Καβάλα στους Βουλγάρους αν τάσσονταν με την «Αντάντ».
Τον Οκτώβριο του 1915, η Βουλγαρία – συμμαχώντας με τις Κεντρικές Δυνάμεις (Αυστρία & Γερμανία) – κηρύττει τον πόλεμο κατά της Σερβίας, που ήταν ήδη σύμμαχος της «Αντάντ».
Οι πρωταγωνιστές του «Εθνικού Διχασμού»
Στην Ελλάδα, βασιλιάς είναι ο Κων/νος ο 1ος (της οικογενείας των Δανών Γλίξμπουργκ) από τις 6/3/1913 στη θέση του δολοφονηθέντος πατρός του, Γεωργίου του 1ου. Πρωθυπουργός είναι ο Κρητικός πολιτικός, Ελευθέριος Βενιζέλος, από το 1910 συνεχώς, μετά και την εκλογική του νίκη το Μάρτη του 1912.
Οι σχέσεις μονάρχη και πρωθυπουργού δεν είναι κι οι αρμονικότερες, αν και ο δεύτερος είχε τοποθετήσει, παραμονές των Βαλκανικών πολέμων (το 1911), τον τότε Διάδοχο και τωρινό άνακτα στην αρχηγία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, αλλά ταυτόχρονα «βόλεψε» σε καίριες επιτελικές θέσεις «φιλοκωνσταντινικούς» στρατιωτικούς, ανάμεσά τους και τον Ιωάννη Μεταξά (γενν. 1871 – πεθ. 1941).
Με την κήρυξη του παγκοσμίου πολέμου, ο Κων/νος – επειδή δε θέλει να ταχτεί κατά του γυναικάδελφού του, κάιζερ της Γερμανίας, Γουλιέλμου – τρέφει φιλογερμανικά αισθήματα, θαύμαζε το γερμανικό μιλιταριστικό πνεύμα και – πιστεύοντας σε τελική γερμανική νίκη πλην όμως αδυνατώντας να συμπαραταχτεί με την Τουρκία που ήδη ήταν δηλωμένη σύμμαχος των Γερμανών – τείνει στη λύση της αυστηρής ουδετερότητας κι όχι μιας ενεργού ουδετεροφιλίας. Μαζύ του τάσσονταν και το Γενικό Επιτελείο Στρατού, στο οποίο ο Βενιζέλος, εν γνώσει του, είχε προωθήσει ικανά αλλά – δυστυχώς γι` αυτόν – φιλοβασιλικά στελέχη. Επίσης τις βασιλικές θέσεις ασπάζονται κι η παλαιοκομματική ολιγαρχία κι ένα σημαντικό μέρος μικροαστών, γιατί η μεν πρώτη «ενοχλείται» από την ανοδική πορεία των αστικών φιλελεύθερων ιδεών που αναπτύσσονται στη χώρα μετά την προσάρτηση των νέων εδαφών μετά τους βαλκανικούς, οι δε μικροέμποροι – μικροβιοτεχνίες φοβούνταν τον εις βάρος τους οικονομικό ανταγωνισμό με τα νέα εύρωστα εμπορικά κέντρα.
Ο Βενιζέλος, όμως, πίστευε πως η Ελλάδα ήταν χώρα ναυτική και για να εξυπηρετήσει το εθνικό της συμφέρον έπρεπε να ταχτεί με το πλευρό της Αγγλίας, μια και τα συμφέροντα των δυο χωρών εκείνα τα χρόνια συμπίπτουν σ’ ό,τι αφορά την Εγγύς Ανατολή. Η Ελλάδα, διασφαλίζοντας τις βρετανικές οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές επιδιώξεις, θα ήταν ένας σταθερός σύμμαχος για τους Άγγλους και τις άλλες δυνάμεις της «Αντάντ», οι οποίοι θα την ελάμβαναν σοβαρά υπόψη όταν σαν τελικοί νικητές θα έθεταν το θέμα διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι αγγλικές προτάσεις για να συμμαχήσει η Ελλάδα με την «Αντάντ», ήταν κατά το Βενιζέλο, η τελευταία ευκαιρία που δίνεται στην Ελλάδα να πραγματοποιήσει το μεγαλοϊδεατικό πόθο της εθνικής ολοκλήρωσης, με την απελευθέρωση των τουρκοκρατούμενων ακόμη αλυτρώτων αδελφών. Έτσι, δε διστάζει να προτείνει την παραχώρηση της Καβάλας στη Βουλγαρία, με αντάλλαγμα μικρασιατικά εδάφη, αρκεί κι οι Βούλγαροι να τάσσονταν με την «Αντάντ».
Οι Βενιζελικές απόψεις απηχούν τις τάσεις της εθνικής αστικής τάξης, που ήταν αρκετά ενδυναμωμένη μετά τους βαλκανικούς πολέμους. Ακόμη, αν η Ελλάδα επέκτεινε τα όριά της στα δυτικά μικρασιατικά παράλια, θα προσαρτούσε πόλεις με σφύζουσα οικονομική ζωή, θα βοηθούσε την εθνική ολοκλήρωση, θα δινόταν νέα ώθηση ως προς τη δημιουργία μιας δυναμικής αστικής τάξης κι ενός ρωμαλέου εθνικού αστικού κράτους. Η εσωτερική αγορά θα διευρυνόταν και θα έβαζε στους κόλπους της ανθρώπους γνώστες του εμπορίου και των επιχειρηματικών – επενδυτικών (στη βιομηχανία ως επί το πλείστον) κανόνων , οι οποίοι, όμως, θα έβλεπαν στη μητροπολιτική Ελλάδα το οργανωμένο εθνικό κέντρο με τα απαραίτητα γι` αυτούς εχέγγυα για οποιανδήποτε επένδυση. Εξάλλου, η εμπορευματική κι η βιομηχανική αστική τάξη έκλιναν προς την «Αντάντ», αφού είχαν στενούς δεσμούς εξάρτησης από δυτικά κεφάλαια, και μάλιστα τα αγγλικά.
Αυτά συλλογιζόταν ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελ. Βενιζέλος και διαβλέποντας νίκη των Αγγλογάλλων και της «Αντάντ» διαφωνεί με το βασιλιά στο Συμβούλιο του Στέμματος που συγκαλεί ο τελευταίος από τις 18/2/1915 και υποβάλλει την παραίτησή του, που γίνεται αποδεχτή στις 21 του ίδιου μήνα.
1915: Ο βασιλιάς “ανατρέπει” δις τον Βενιζέλο
Tη μέρα αυτή (21/2/1915), που παρουσιάστηκε ο Βενιζέλος στη Βουλή και ανακοίνωσε την παραίτηση της υπ’ αυτόν κυβέρνησης στο σώμα, επειδή ο βασιλιάς Κων/νος δε δέχτηκε την πρωθυπουργική πρόταση ν ‘ αποσταλούν ελληνικά στρατεύματα στην επίθεση της «Αντάντ» εναντίον της Τουρκίας στη χερσόνησο της Καλλίπολης,, πολλοί τη θεωρούν ως «ληξιαρχική πράξη γέννησης του Εθνικού διχασμού».
Στις 25/2/1915, ορίζεται από το Στέμμα νέα κυβέρνηση υπό τον πρώην υπουργό και τότε σπουδαιότερο εκπρόσωπο της αντιβενιζελικής παράταξης Δημήτρη Γούναρη (γενν. 1867 – πεθ. 1922), η οποία με δηλώσεις του ίδιου του πρωθυπουργού κατά του Βενιζέλου «οξύνει» το ήδη βαρύ κλίμα. Προκηρύσσονται από την κυβέρνηση, που δεν έχει ψήφο εμπιστοσύνης, εκλογές για τα τέλη Μαΐου του ίδιου έτους. Από τη μια ο Βενιζέλος κι από την άλλη συνασπισμένοι όλοι συλλήβδην οι αντιβενιζελικοί είναι οι μονομάχοι των εκλογών.
Ο Βενιζέλος είναι ο μεγάλος νικητής των εκλογών της 31/5/1915 (185 έδρες επί των 308 συνολικά), αλλά ο Γούναρης, με πρόφαση αρρώστια του Κων/νου, δεν παραδίδει την εξουσία, αλλά αναβάλλει τη σύγκληση της νέας βουλής μέχρι τις αρχές Αυγούστου. Ο Βενιζέλος τελικά αναλαμβάνει εκ νέου την εξουσία στις 10/8 του ίδιου έτους.
Τον επόμενο μήνα (24/9) έχουμε νέα έντονη διαφωνία βασιλιά – πρωθυπουργού για τις διαμορφούμενες βαλκανικές συμμαχίες και ο Βενιζέλος – αφού ο βασιλιάς δε δέχεται να κηρυχτεί στην Ελλάδα επιστράτευση και να βγει η χώρα μας στον πόλεμο ως σύμμαχος της Σερβίας – εξαναγκάζεται εκ νέου σε παραίτηση. Τον διαδέχεται κυβέρνηση Αλεξάνδρου Ζαΐμη (γενν. 1855 – πεθ. 1936, είχε διατελέσει και παλαιότερα πρωθυπουργός) και – αφού την καταψηφίζει η βουλή – αυτήν ο 77ετής τραπεζίτης και πρώην υπουργός Στέφανος Σκουλούδης (γενν. 1838 – πεθ. 1928), που, διαλύοντας τη βουλή, προκηρύσσει εκλογές για τις 6/19 – 12 – 1915. Από τις εκλογές αυτές απέχει το κόμμα των Φιλελευθέρων κι ο Βενιζέλος. Νωρίτερα (20/10) άρχισε, παραβιάζοντας την ελληνική ουδετερότητα και για να πιεστεί την Ελλάδα να συμπαραταχτεί με την Αντάντ, η αγγλογαλλική απόβαση στη Θεσ/νικη, υπό το στρατηγό Σαράιγ.
Οι εκλογές – κάτω από τη σκιά της μεγάλης αποχής σε αστικά και ημιαστικά κέντρα – εξελίσσονται σε παρωδία, αφού από τους 730.000 που είχαν ψηφίσει στις εκλογές του περασμένου Μάη προσέρχονται μόνο 230.000 εκλογείς. Έτσι, – παρά τη νίκη των αντιβενιζελικών – με μικρής έκτασης ανακατανομή των υπουργείων η αυλόδουλη και σχεδόν «δικτατορική» κυβέρνηση Σκουλούδη διατηρεί την αρχή και την εύνοια του Στέμματος και κλείνει το 1915.
1916: Αντιβενιζελικά έκτροπα – Οργάνωση βενιζελικών
Το 1916 θεωρείται από τους ιστορικούς και τους πολιτικούς εκτιμητές της εποχής εκείνης, αλλά και από τους κατοπινούς, εφόσον βλέπουν αποστασιοποιημένοι τα γεγονότα, ως το σημαντικότερο έτος μέσα στην τριετία του «Εθνικού Διχασμού». Η καινούρια χρονιά εισέρχεται με κυβερνητική τρομοκρατία και με κατάληψη της Κέρκυρας από τους Γάλλους (Γενάρης 1916) χωρίς να συμφωνεί η επίσημη ελληνική κυβέρνηση.
Το Μάρτιο του 1916 οι πολιτικοί αντίπαλοι του Βενιζέλου ψέγουν τον Κρητικό πρώην πρωθυπουργό ως φαντασιόπληκτο και, ειρωνευόμενοι το πολιτικό του πρόγραμμα παρά τω πλευρώ της Αγγλίας και της «Αντάντ», θεωρούν σώφρον και εθνοσωτήριο ό,τι έχουν κάνει αυτοί τους τελευταίους μήνες της ουδετερότητας. Τα πράγματα, όμως, όπως εξελίσσονται – πολιτικά και στρατιωτικά – δεν τους δικαιώνουν και δείχνουν τον προνοητικό νου του Κρητικού ηγέτη.
Παρόλα αυτά, στις 3 Απριλίου 1916 στην Αθήνα και στο θέατρο «Αθήναιον», όπου εκφωνούσε βαρυσήμαντο πολιτικό λόγο ο πολιτευτής των Φιλελευθέρων και μετέπειτα πολλές φορές πρόεδρος της Βουλής και υπουργός και τρεις φορές πρωθυπουργός Θεμιστοκλής Σοφούλης (γενν. 1860 – πεθ. 1949), συνέβησαν πρωτόγνωρου φανατισμού επεισόδια μεταξύ βενιζελικών και βασιλικών.
Από φιλελεύθερους κύκλους τα όλα επεισόδια, γιατί θα επακολουθήσουν κι άλλα στον Πειραιά, καταγγέλλονται ως μεθοδευμένα και προσχεδιασμένα από τη φιλοκυβερνητική (φανερή και μυστική) αστυνομία. Αφού (11/4) καταγγέλλει ο Βενιζέλος την άθλια σε όλους τους τομείς κυβερνητική πολιτική (οικονομία, εξωτερικά, εσωτερικά), η παράδοση στους Βουλγάρους των οχυρών Ρούπελ, που σκορπά θλίψη κι οργή στο λαό το Μάη του ίδιου χρόνου, ήταν κάτι αναμενόμενο.
Στις 21/5/1916, βεβαίως, ο στρατηγός Σαράιγ και ο γαλλικός στρατός που είχε μαζύ του στη Θεσ/νικη κηρύσσουν την πόλη σε στρατιωτικό νόμο, ενώ οι γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις συνασπισμένες καταλαμβάνουν τα μέσα του ίδιου Μαΐου – παρά τη σθεναρή ελληνική αντίσταση – το οχυρό του Ρούπελ. Η παρουσία στη Μακεδονία, αλλά κι η συγκεκριμένη κίνηση του Σαράιγ έπαιξε σπουδαιότατο ρόλο στην εξέλιξη του «Εθνικού Διχασμού», καθώς χώρισε φανερά πια την Ελλάδα σε δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις, τους «ανταντόφιλους βενιζελικούς» και τους «ανακτορικούς ουδετερόφιλους». Να σημειωθεί εδώ πως οι Αγγλογάλλοι το Μάη και τον Ιούνη του 1916 επιχειρούν μερικό θαλάσσιο αποκλεισμό της Ελλάδας και κινούνται δραστήρια για να μην ενισχύεται η φιλογερμανική στάση που ακολουθεί το Παλάτι.
Στις 8/6 η κυβέρνηση Σκουλούδη δέχεται τελεσίγραφο των πρέσβεων της Ρωσσίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας, με το οποίο ζητείται πλήρης αποστράτευση και αντικατάσταση τόσο της παρούσης κυβερνήσεως με άλλη «υπηρεσιακή», που θα διαλύσει τη βουλή και θα προκηρύξει νέες εκλογές, όσο και των κεφαλών του Στρατού. Ο Σκουλούδης, όμως, παραιτείται και τον διαδέχεται ο Ζαΐμης (9/6) για να εκτελέσει τη διακοίνωση της Αντάντ.
Ο Βενιζέλος, με δηλώσεις του, αισθάνεται αγαλλίαση για την επέμβαση των 3 δυνάμεων και ευελπιστεί ότι και οι υποχρεώσεις των ξένων προς την Ελλάδα θα ανανεωθούν ισοδυνάμως. Εν τούτοις, το διχαστικό κλίμα εντός της Ελλάδας δε λέει να αποφορτισθεί. Νέες λαβές για αντιβενιζελική προπαγάνδα δίνει ο «εμπρησμός» των ανακτόρων του Τατοΐου (1/7/1916), ενώ από λάθη της κυβέρνησης σιγά – σιγά κινδυνεύουν από το βουλγαρικό και τον ιταλικό στρατό όσα είχαμε κερδίσει στους βαλκανικούς πολέμους (Β. Ήπειρο, Αν. Μακεδονία). Τέλη Ιουλίου, κυκλοφορεί επιστολή του Ε. Βενιζέλου προς το μητροπολίτη Κρήτης και του ζητά να πάψει η Εκκλησία της Κρήτης, διά των ρασοφόρων, να αφορίζει το βενιζελισμό και να διχάζει – εξεγείροντας και τη θεϊκή αγανάκτηση ακόμα – το λαό.
Στις 15/8/1916 – μιλώντας σε περί τους 50.000 οπαδούς του στην Αθήνα – ο Κρητικός ηγέτης καταδικάζει το βασιλιά Κων/νο ως μικροπολιτικό, πλανηθέντα υπό των στρατιωτικών του συμβούλων κομματάρχη. Δυο ημέρες αργότερα – μια βραδιά ενός αντιβενιζελικού συλλαλητηρίου, που είχε επικεφαλής τους πρώην πρωθυπουργούς Δημ. Ράλλη (γενν. 1844 – πεθ. 1921), Δ. Γούναρη και Στ. Δραγούμη (γενν. 1842 – πεθ. 1923) και τάχτηκε υπέρ του βασιλιά – εκδηλώνεται από αντιβασιλικούς και φιλοβενιζελικούς αξιωματικούς στη Θεσ/νικη το Κίνημα της Εθνικής Άμυνας, με σκοπό την έξοδό μας στον πόλεμο.
Η κυβέρνηση Ζαΐμη – παρά μια νέα αγγλογαλλική διακοίνωση (21/8), που την έκανε δεχτή – δεν εμπόδιζε τη γερμανοβουλγαρική προέλαση στη Μακεδονία ως την Καβάλα (τέλη Αυγούστου, με παράδοση του Δ’ Σώματος Στρατού στους Γερμανούς και κατάληψη της πόλης από τους Βούλγαρους, χωρίς ελληνική αντίσταση ) και λίγο μετά (αρχές Σεπτεμβρίου) παραιτείται για να αναλάβει την πρωθυπουργία ένα ακόμη στέλεχος της αντιβενιζελικής παράταξης ο Νικόλαος Καλογερόπουλος (γενν. 1851 – πεθ. 1927). Κατά της βουλγαρικής εισβολής έχουμε αντικυβερνητικές κινητοποιήσεις και σε μια από δαύτες θα χυθεί και αίμα στο Ηράκλειο Κρήτης, στις 11 Σεπτέμβρη. Βραχύβια η νέα κυβέρνηση, που είχε δώσει διαταγή να μην προβάλλει ο ελληνικός στρατός στις βουλγαρογερμανικές επιχειρήσεις της ανατ. Μακεδονίας, «έπεσε» σε 3 βδομάδες και επιλέχτηκε για καινούριος πρωθυπουργός ένας άπειρος πολιτικά πλην πιστότατος βασιλόφρων πανεπιστημιακός δάσκαλος, ο μέχρι πριν λίγους μήνες κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής και εξαίρετος κατά τα λοιπά καθηγητής ελληνικής ιστορίας και παλαιογραφίας και πρώην πρύτανης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Σπυρίδων Λάμπρος (γενν. 1851 – πεθ. 1919) στις 27/9.
Στις 16/9/1916, όμως, κάτι επηρέασε συλλήβδην όλο τον κατοπινό ιστορικό και πολιτικό ρου της Ελλάδας. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μαζύ με τον ένδοξο πολυνίκη ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη (γενν. 1855 – πεθ. 1935) και κομματικούς του συνεργάτες, σε ένοπλο συλλαλητήριο που έγινε στα Χανιά της Κρήτης κάλεσε όλο τον ελληνικό λαό και το στρατό σε εθνικό συναγερμό, σε ένα «νέο μακεδονικό αγώνα», αφού οι ταπεινώσεις κι οι εξευτελισμοί της Ελλάδας είχαν σκορπίσει παντού, ήδη, ανείπωτη πίκρα.
Ο Βενιζέλος, που ήδη από τις 13/9 είναι και αρχηγός του κινήματος της Εθνικής Άμυνας, έχει ως άμεσους συνεργάτες του το ναύαρχο Κουντουριώτη, ως πριν από λίγες ημέρες γενικό υπασπιστή του βασιλικού Οίκου, και το στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή (γενν. 1853 – πεθ. 1924). Οι δυο ανώτατοι στρατιωτικοί με τον Κρητικό πρώην πρωθυπουργό πλέον ως Τριανδρία είναι επικεφαλής των αντιβασιλικών. Με την προκήρυξη που εκδίδεται στα Χανιά κι εγκρίνεται ήδη από τις ανταντόφιλες – βενιζελικές περιοχές της χώρας (Κρήτη, Χίος, Λέσβος, Σάμος) – αφού με τη μετάβαση στη Θεσ/νικη της Τριανδρίας (26.9/4.10.1916) σχηματίζεται επαναστατική κυβέρνηση και με διενέργεια στρατολογίας σε μεγάλη κλίμακα αξιόμαχος στρατός – κηρύσσεται πόλεμος στο πλευρό της Αντάντ και κατά των Αυστρογερμανών και Βουλγάρων και επισημοποιείται οριστικά και ο «Διχασμός».
Ο Γάλλος ναύαρχος Φουρνιέ, επικεφαλής μοίρας του αγγλογαλλικού στόλου που ναυλοχούσε στο Κερατσίνι της Αττικής, απαιτεί, αρχές Νοεμβρίου του 1916, από τον Λάμπρο να τηρήσει τους όρους της «Αντάντ». Όταν εκείνος αρνείται και παρατάσσει τους φιλοβασιλικούς «επιστράτους» για να αντιμετωπίσει τους Γάλλους που είχαν φθάσει ως το μνημείο του Φιλοπάππου, οι δυνάμεις του Φουρνιέ από το Φάληρο βομβαρδίζουν τα ανάκτορα και – αποκλείοντας (25/11) αυστηρά την παλαιά Ελλάδα – ζητούν από την πανικόβλητη κυβέρνηση να εγκαταλείψει ο ελληνικός στρατός την Πελοπόννησο τάχιστα.
Το μήνα αυτό αμαυρώνουν τα λεγόμενα «Νοεμβριανά», στιγμές εθνικής μικροψυχίας και μικροκομματικής, πολιτικής αντιπαλότητας και τραγωδίας. Οι «φιλοκωνσταντινικοί επίστρατοι», που είχαν ως καθοδηγητικό νου τον Ιωάννη Μεταξά, τα βράδια της 18 – 19/11/1916 ασύδοτοι και με τις ευλογίες του θρόνου και του Λάμπρου τρομοκρατούν, κακοποιούν, βεβηλώνουν καθετί βενιζελικό (πρόσωπα – περιουσίες – εφημερίδες) και δέχονται προς τούτο και τα επίσημα συγχαρητήρια του υπουργού στρατιωτικών της Αθήνας, Ι. Χατζόπουλου, που από τις 17 – μόλις – του ίδιου Νοέμβρη είχε αναλάβει το υπουργείο προτάσει του βασιλιά.
Ενώ η Τριανδρία της Θεσ/νικης είναι οργισμένη για τα «Νοεμβριανά» και κηρύττει έκπτωτο τον Κων/νο, οι αντιβενιζελικοί συνεχίζουν ακάθεκτοι τις αντεθνικές προκλήσεις. Στις 13/12 (παλ. ημερ/γιο), και με αυτό το γεγονός κλείνει το 1916, παναττικό αντιβενιζελικό συλλαλητήριο στο Πεδίο του Άρεως καταλήγει στο περιβόητο «ανάθεμα του ολετήρα του έθνους» Βενιζέλου. Επικεφαλής της τελετής έχει τεθεί ο μητροπολίτης Αθηνών, Θεόκλητος.
1917: Η «Αντάντ» ρίχνει το βασιλιά – Επιστροφή Βενιζέλου
Στις πρώτες μέρες του 1917 ο Κων/νος και η κυβέρνηση Λάμπρου πιέζονται αρκετά από τους Συμμάχους. Τεράστιες είναι οι αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες του αποκλεισμού μετά τα «Νοεμβριανά»: Η άσχημη συμπεριφορά των αγγλογαλλικών στρατευμάτων προς τους κατοίκους της Μακεδονίας, οι ελλείψεις σε τρόφιμα που μάστιζαν – εξαιτίας του αποκλεισμού – την Παλαιά Ελλάδα κυρίως, η απόβαση του Φουρνιέ στον Πειραιά κι όροι των δυνάμεων της «Αντάντ» έθιξαν ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης, όχι απαραίτητα μόνον φιλοκωνσταντινικούς, και το έστρεψαν κατά των Συμμάχων.
Η κυβέρνηση, λοιπόν, κι ο βασιλιάς μπρος στις ανταντικές πιέσεις και στη λαϊκή δυσφορία, στις 17/1/1917 υποχρεώνουν, παρουσία μελών της πολιτικοστρατιωτικής ηγεσίας των Αθηνών, τμήματα του ελληνικού στρατού με πολεμικές σημαίες στο Ζάππειο να αποτίσουν τιμές και να εκφράσουν την εθνική συγνώμη προς την «Αντάντ» για τα «Νοεμβριανά» έκτροπα.
Στις 5 Απριλίου του 1917 παραιτείται, ενώ υπάρχουν πάμπολλα άλυτα προβλήματα, ο Λάμπρος κι η κυβέρνησή του και μετά από διαβουλεύσεις ανατίθεται ξανά στον Ζαΐμη η πρωθυπουργία στις 14 του ίδιου μήνα. Ο βασιλιάς, που με τη βοήθεια της βασιλομήτορος Όλγας, προσπαθεί να προσεταιριστεί τον Τσάρο της Ρωσσίας, στις 23 Απριλίου βλέπει μεγάλο σε παλμό και πλήθος πανθεσσαλονικιώτικο συλλαλητήριο κατά του ίδιου και της μοναρχίας, αλλά υπέρ της Δημοκρατίας
Εξάλλου, καθώς το Παλάτι κι η νέα κυβέρνηση Ζαΐμη δεν ικανοποιούν τους όρους της «Αντάντ», οι δυνάμεις της τελευταίας συζητούν με το Βενιζέλο, που δεν επιδοκιμάζει συνθήματα πολιτειακών αλλαγών, εγκρίνει το ενδεχόμενο απλώς αλλαγής του βασιλιά και εκθρόνισης του Κων/νου.
Οι χωρίς αποτέλεσμα επαφές της βασίλισσας Σοφίας με τη Γερμανία, οι αναταραχές στη Ρωσσία κι οι γαλλικές κυβερνητικές ανακατατάξεις δε βοηθούνε καθόλου το βασιλιά της Ελλάδας και ο «Εθνικός Διχασμός» κορυφώνεται όσο η Ιταλία θέλει να τον εκμεταλλευτεί κυριεύοντας τα Εφτάνησα (της αντιστέκεται ο βενιζελικός πολιτικός διοικητής Αλ. Παπαναστασίου) κι όσο οι υπουργοί του Ζαΐμη είναι παντελώς άβουλοι κι ανίκανοι.
Στις 29/5/1917 (παλαιό ημερολόγιο) θα παιχτεί η προτελευταία πράξη του «Εθνικού Διχασμού». Ο Γάλλος Κάρολος Ζοννάρ ( ύπατος αρμοστής εκ μέρους της «Αντάντ» στην Ελλάδα από 15/5) ζητά από τον Αλεξ. Ζαΐμη να παραιτηθεί ο Κων/νος από τον ελληνικό θρόνο. Ο Κων/νος, όμως, αφού άκουσε τον πρωθυπουργό του, συνεκάλεσε Συμβούλιο του Στέμματος και παρά τις όποιες αρχικές αντιρρήσεις του, αναγκάζεται να παραιτηθεί και αφήνει το θρόνο (30/5/1917 π.η.) στο δευτερότοκο γιο του, Αλέξανδρο τον 1ο, αφού ο πρωτότοκος Γεώργιος ακολουθεί τον πατέρα του.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αγέρωχος νικητής, καταφθάνει στις 13/6/1917 (π.η.) στην Αθήνα, ενώ ο Κων/νος βρίσκεται ήδη εκτός Ελλάδας. Πρώτες κινήσεις του Βενιζέλου, συναινούντος και του βασιλιά Αλεξάνδρου, είναι ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης (14/6 π.η.), διάλυση της βουλής του Δεκεμβρίου του 1915 κι επαναφορά αυτής του Μάη της χρονιάς εκείνης («βουλή των Λαζάρων») κι η έξοδος στον πόλεμο στο φιλοανταντικό μέρος. Ταυτόχρονα, αρχίζει μια νέα εποχή, όπου δε θα λείψουν και «διωγμοί» όσων φιλοβασιλικών είχαν κυνηγήσει τους βενιζελικούς κατά τον προηγηθέντα «Εθνικό Διχασμό».
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
1. Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770 – 2000, Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα, 2003.
2. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΕ, 1913 – 1941, Αθήνα, 2008.
3. Δερτιλής Γιώργος Β., Επτά πόλεμοι, τέσσερις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις, 1821 – 2016, Αθήνα, 2016.
4. Κορδάτος Γιάννης, Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, Εκδόσεις «20ος Αιώνας», Αθήνα, 1956 – 1960.
* Το σημερινό δημοσίευμα είναι με σεβασμό αφιερωμένο εις τη μνήμη του πατέρα μου, Ηρακλή Γ. Ορφανού ( γενν. 1928 – πεθ. 2020), ο οποίος πάντα αρεσκόταν να διδάσκεται από την πολιτική Ιστορία της Ελλάδας.