Σ’ ένα νησί τ’ απόθεσαν τα κύματα ένα βράδυ
με τη μανούλα του αγκαλιά και για να ζεσταθεί
ανάλαφρα το σκέπασε της νύχτας το μαγνάδι
κι ο μπάτης το νανούριζε για ν’ αποκοιμηθεί.
Και μεγαλώνει τ’ άμοιρο σ’ ένα καταυλισμό
εκεί που πνίγουν τα όνειρα η απελπισιά κι ο πόνος
μοιάζει μ’ αδύναμο πουλί μπροστά σ’ ένα γκρεμό
γιομάτη την ψυχή πληγές που δεν τις κλείνει ο χρόνος.
Τις νύχτες η μανούλα του μες στην θερμή αγκαλιά της
το κλείνει για να ζεσταθεί και ν’ αποκοιμηθεί,
με τις ελπίδας όνειρα κρυμμένα στην καρδιά της,
μα μοιάζουν μ’ άνθη και οι δυο που έχουν μαραθεί.
Θλιμμένο τη μανούλα του τη ρώτησε μια μέρα
γιατί το λένε ορφανό τ’ άλλα μικρά παιδιά
κι η δόλια του είπε κλαίγοντας: «σου άρπαξε τον πατέρα
η θάλασσα στα σπλάχνα της μι’ αφέγγαρη βραδιά».
Και τώρα κάθε απόβραδο τηράει πέρα στη δύση
και στέλνει με τον άνεμο αμέτρητα φιλιά
και με λογάκια ολόγλυκα του λέει να τ’ αφήσει
στην αλμυρή της θάλασσας κι απύθμενη αγκαλιά.