Στις αρχές του 19ου αιώνα, είχαν διαμορφωθεί οι συνθήκες που ευνοούσαν το ξέσπασμα της Επανάστασης ενάντια στους Οθωμανούς στον μετέπειτα ελλαδικό χώρο. Δεν αρκούσαν όμως μονάχα οι υλικές συνθήκες ούτε η διάδοση των ιδεών του Διαφωτισμού για να ανάψει η επαναστατική σπίθα.
Hταν αναγκαία και μια επαναστατική οργάνωση που θα καθοδηγούσε αυτόν τον αγώνα, θα μετέτρεπε τις ιδέες σε υλική δύναμη, θα προετοίμαζε και θα οργάνωνε τεχνικά τη διεξαγωγή του αγώνα. Το βάρος αυτό σήκωσε η Φιλική Εταιρεία.
Η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας
Η Φιλική Εταιρεία ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό. Οι ιδρυτές της ήταν οι Νικόλαος Σκουφάς, Αθανάσιος Τσακάλωφ και Εμμανουήλ Ξάνθος.
Ο πρώτος, καταγόμενος από το Κομπότι της Άρτας, είχε μεταναστεύσει το 1813 στην Οδησσό, όπου και άνοιξε έναν μικρό εμπορικό οίκο, ενώ κατά καιρούς εργάστηκε ως αποθηκάριος, πιλοποιός (σκουφάς) και υπάλληλος.
Ο δεύτερος γεννήθηκε στα Ιωάννινα, σπούδασε στη Μόσχα και το Παρίσι, όπου και συμμετείχε στο «Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο» που ιδρύθηκε το 1809.
Ο τρίτος, τέλος, γεννήθηκε στην Πάτμο και μετανάστευσε στη Σμύρνη, κατόπιν στην Τεργέστη και αργότερα στην Οδησσό, όπου εργάστηκε ως γραμματέας του μεγαλέμπορου Βασιλείου Ξένου. Σε ένα ταξίδι του στα 1812 – 1813, περνώντας από τη Λευκάδα, μυήθηκε στην «Εταιρείαν των ελεύθερων Κτιστών» (Μασόνων).
Οι τρεις τους συνδέθηκαν φιλικά και μετά τον Απρίλη του 1814 «είχαν συχνές συναντήσεις και συζητούσαν για την κατάσταση της χώρας τους»(1) .Σε μια από αυτές τις συζητήσεις, αποφάσισαν, σύμφωνα με την κατοπινή διήγηση του Εμμανουήλ Ξάνθου, να ιδρύσουν μια Εταιρεία, η οποία θα είχε σκοπό «την ελευθέρωσιν της Πατρίδος».
Σε αυτήν την οργάνωση επιδίωκαν να στρατολογήσουν «όλους τους εκλεκτούς και ανδρείους των ομογενών, διά να ενεργήσωσι μόνοι των, ότι ματαίως και προ πολλού χρόνου ήλπιζον από την φιλανθρωπία των χριστιανών βασιλέων»(2).
Η επεξεργασία της οργανωτικής δομής της Εταιρείας ξεκίνησε την άνοιξη του 1814 και η ίδρυση της Εταιρείας των Φιλικών, που έμεινε ιστορικά γνωστή ως Φιλική Εταιρεία, τοποθετείται στο καλοκαίρι – φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς. Η ημερομηνία της 14ης Σεπτέμβρη, που έχει προβληθεί ως ημερομηνία ίδρυσης της Φιλικής Εταιρείας(3), το πιθανότερο επιλέχθηκε συμβολικά ώστε να συμπίπτει με τον εορτασμό της Υψώσεως του Σταυρού από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Το βέβαιο είναι πάντως ότι το Δεκέμβρη του 1814 η Φιλική Εταιρεία είχε αρχίσει τη στρατολογία μελών στη Μόσχα(4).
Η οργανωτική δομή της Φιλικής Εταιρείας
Οι τρεις πρωτεργάτες της Φιλικής Εταιρείας συγκρότησαν την ηγεσία της, η οποία ονομάστηκε Αρχή. Η εμπειρία του Ρήγα Φεραίου, ο οποίος συνελήφθη από την αυστροουγγρική αστυνομία και εκτελέστηκε από τις οθωμανικές αρχές και του παπά Ευθυμίου Βλαχάβα, που βρήκε μαρτυρικό θάνατο, παρακίνησαν τους πρώτους εταίρους της Φιλικής Εταιρείας να κρατήσουν μυστική την Αρχή: «Αγνωστος και αφανής εις όλους τους προσηλύτους αδελφούς της Εταιρείας»(5).
Η Φιλική Εταιρεία δανείστηκε από τους μασόνους και τους Καρμπονάρους (ριζοσπαστικό αστικό κίνημα της Ιταλίας) «τα στοιχεία που εξασφάλιζαν την εχεμύθεια και την προφύλαξη από προδοσίες»(6). Η δομή της Εταιρείας προέβλεπε μια συγκεκριμένη ιεραρχία για τα μέλη της με τέσσερις – αρχικά – κατηγορίες:
1. Οι αδερφοποιητοί.
2. Οι συστημένοι.
3. Οι ιερείς.
4. Οι ποιμένες.
Στην κατηγορία των αδερφοποιητών εντάσσονταν τα μέλη της Εταιρείας που δεν γνώριζαν γράμματα ενώ στην κατηγορία των συστημένων τα μέλη της Εταιρείας που προέρχονταν από το λαό. Στις δύο τελευταίες κατηγορίες εντάσσονταν μέλη που κατείχαν κάποια κοινωνική θέση. Αργότερα προστέθηκαν οι κατηγορίες των αφιερωμένων και των αρχηγών των αφιερωμένων, στις οποίες κατατάσσονταν στρατιωτικοί και η κατηγορία των αρχιποιμένων, στην οποία ανήκαν μόνο οι ηγέτες της Φιλικής Εταιρείας(7) .
Η εισδοχή στην Εταιρεία γινόταν ατομικά μέσα από μια συγκεκριμένη διαδικασία και αντίστοιχο τελετουργικό(8) ενώ η διαδικασία ανάδειξης από τις χαμηλότερες προς τις υψηλότερες κατηγορίες προέβλεπε κλιμακούμενες δοκιμασίες.
Η Φιλική Εταιρεία χρησιμοποιούσε μυστικά αναγνωριστικά σημάδια και συνθήματα για να αναγνωρίζονται και να επικοινωνούν τα μέλη της συνωμοτικά, εφάρμοζε διάφορες κρυπτογραφικές μεθόδους στην αλληλογραφία και τα έγγραφά της, ενώ δημιούργησε και κρυπτογραφικό αλφάβητο και συμβολικό λεξικό (9).
Ταυτόχρονα, για την προστασία της Εταιρείας ήταν κλιμακούμενη και η πληροφόρηση των ίδιων των μελών της.
Τα πρώτα βήματα
Η Φιλική Εταιρεία, όπως ήδη αναφέραμε, άρχισε τις πρώτες στρατολογίες στα τέλη του 1814, οι οποίες μέχρι και το 1817 ήταν ελάχιστες. Μέχρι το 1816 δεν είχε περισσότερα από 20 μέλη ενώ το 1817 τα μέλη της ήταν 42(10) . Μεταξύ αυτών ήταν: Ο Γεώργιος Σέκερης (ήταν ο πρώτος που στρατολογήθηκε), ο Ν. Ουζουνίδης, ο Α. Κομιζόπουλος (ο οποίος μυήθηκε και στην Αρχή), ο Λέων Λεοντίδης, ο Θεόδωρος Χριστόδουλος, ο Θεοδόσιος Χριστόδουλος, ο Σπυρίδων Στανέλλος, ο Ανθιμος Γαζής (επίσης έγινε μέλος της Αρχής), ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, ο Θεόδωρος Νέγρης, ο Αθανάσιος Σέκερης κ.ά.(11) .
Στο διάστημα αυτό γίνονται και οι πρώτες προσπάθειες για την ανάθεση της ηγεσίας της Φιλικής Εταιρείας σε πρόσωπο εγνωσμένου κύρους. Αρχικά βολιδοσκοπήθηκε ο Ανθιμος Γαζής και στη συνέχεια ο Ιωάννης Καποδίστριας(12) οι οποίοι αμφότεροι αρνήθηκαν την πρόταση. Η έλλειψη αρχηγού «καλύφθηκε» πίσω από το πέπλο της «Αόρατης Αρχής», που δημιουργούσε την εντύπωση ότι πίσω από τους Φιλικούς βρίσκεται κάποια επιφανής προσωπικότητα, ίσως και ο ίδιος ο τσάρος της Ρωσίας(13) .
Στη διάρκεια του 1817 καταγράφεται και η προσπάθεια των Φιλικών για μια σύμπραξη Ελλήνων – Σέρβων ενάντια στους Οθωμανούς. Συγκεκριμένα, οι Φιλικοί Γεωργάκης Ολύμπιος και Γεώργιος Λεβέντης ήρθαν σε επαφή με τον Σέρβο ηγέτη Τζόρτζε Πέτροβιτς (γνωστότερος ως Καραγεώργης Σερβίας). Όμως, οι μυστικές επαφές έγιναν αντιληπτές στις αυστριακές αρχές και ο Καραγεώργης δολοφονήθηκε(14) .Επαφές υπήρξαν και με Βούλγαρους(15) .
Την ίδια χρονιά, στρατολογήθηκαν στην Εταιρεία τέσσερις οπλαρχηγοί: Ο Αναγνώστης Παπαγεωργίου (Αναγνωσταράς), ο Ηλίας Χρυσοσπάθης, ο Παναγιώτης Δημητρακόπουλος και ο Ιωάννης Φαρμάκης.
Η οργανωτική ανάπτυξη της Φιλικής Εταιρείας
Το «άπλωμα» και η ανάπτυξη της Φιλικής Εταιρείας μπορούμε να πούμε ότι συμπίπτουν με τη συγκέντρωση των μελών της ηγεσίας της στην Κωνσταντινούπολη, τον Απρίλη του 1818.
Τότε η Φιλική Εταιρεία αποκτά περισσότερα υλικά μέσα (χάρη στη συνεισφορά του μεγαλέμπορου Παναγιώτη Σέκερη), αρχίζει να μεγεθύνεται οργανωτικά και να επεκτείνεται σε «περιοχές που δεν υπήρχαν τα μεγάλα κέντρα του ελληνικού εμπορίου και δεν συγκαταλέγονται στις νησίδες εκκοσμίκευσης, διαφωτισμού και ριζοσπαστικής πολιτικής σκέψης και δράσης»(16) .
Μάλιστα, η ανάπτυξη αυτή ήρθε παρότι στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς είχαν εκφραστεί αμφιβολίες, κυρίως από τον Αθανάσιο Τσακάλωφ, για την πορεία της Εταιρείας, υπήρχαν σκέψεις ακόμα και για τη διάλυσή της(17) .
Στη μαζικοποίησή της συνέβαλαν οι περιοδείες των «αποστόλων» – ειδικών, δηλαδή των απεσταλμένων της στον μετέπειτα ελλαδικό χώρο με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών προς ενημέρωση της Αρχής και τη στρατολογία νέων μελών. Η σκέψη για τη λήψη αυτού του οργανωτικού μέτρου αποδίδεται στον Ν. Σκουφά, ο οποίος πέθανε λίγο αργότερα (31 Ιούλη – 12 Αυγούστου με το παλιό ημερολόγιο – 1818).
Οι «απόστολοι» της Εταιρείας ήταν οι εξής: Ο Ι. Φαρμάκης ανέλαβε τη Μακεδονία, ο Αναγνωσταράς την Υδρα, τις Σπέτσες και ένα τμήμα της Πελοποννήσου, ο Ηλ. Χρυσοσπάθης και ο Παν. Δημητρόπουλος τη Μάνη, ο Αντώνιος Πελοπίδας την υπόλοιπη Πελοπόννησο, ο Γαβριήλ Κατακάζης τη Ρωσία, ο Χριστόδουλος Λουριώτης την Ιταλία (Λιβόρνο – Πίζα), ενώ ο Δημ. Ιπατρος ανέλαβε να έρθει σε επαφή με τους Ελληνες εμπόρους της Αιγύπτου προς εξασφάλιση οικονομικών πόρων(18) .
Ανάμεσα στους νεοστρατολογηθέντες αυτό το διάστημα ήταν και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Μητροπολίτης Σερρών Χρύσανθος, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κ.ά.(19)
Στις 22 Σεπτέμβρη (4 Οκτώβρη) 1818, οι «κινούντες την μηχανήν της Φιλικής Εταιρείας», δηλαδή τα (παρόντα) μέλη της ηγεσίας της(20), υπέγραψαν στην Κωνσταντινούπολη συμφωνητικό που κατοχύρωνε τη συλλογικότητα στην ηγεσία της οργάνωσης, υποχρέωνε τα μέλη της Αρχής να αφιερώνουν όλες τις πράξεις τους «όλως διόλου διά την Εταιρείαν» (εξαιρώντας τον Παναγιώτη Σέκερη που αποτελούσε τον οικονομικό στυλοβάτη της), να ειδοποιούν ο ένας τον άλλον για τις ενέργειές τους, να διαθέτουν «εκ συμφώνου» τα χρήματα της Εταιρείας και να μην αποκαλύπτουν σε κανέναν «την Κινητικήν Αρχήν μήτε κανέναν από τους Κινούντας μήτε τον εαυτόν τους ως Κινούντα μήτε ότι ηξεύρει τι περί Αρχής».
Με το ίδιο συμφωνητικό εξουσιοδοτήθηκε ο Εμ. Ξάνθος να φανερώσει την Αρχή στον Ιωάννη Καποδίστρια, τον οποίο θα προσέγγιζε – εκ νέου – προκειμένου να αναλάβει την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας(21) .
Στις 16 (28) Γενάρη 1820, ο Εμ. Ξάνθος συναντήθηκε με τον Ι. Καποδίστρια για πρώτη φορά και ακολούθησε και δεύτερη συνάντηση πέντε – έξι μέρες μετά. Ο Καποδίστριας αρνήθηκε, λέγοντας – σύμφωνα με τη διήγηση του Ξάνθου – ότι «υπουργός ων του Αυτοκράτορος δεν εδύνατο, και άλλα πολλά». Τότε ο Εμ. Ξάνθος «απελπισθείς» από τη στάση του Καποδίστρια αλλά θεωρώντας ότι «διά να κατορθωθή ο σκοπός της επαναστάσεως με καλήν έκβασιν, ήταν αφεύκτως αναγκαίο να φανή εις το έθνος εις των σημαντικών προς ενθάρρυνσιν αυτού» στράφηκε προς τον Αλέξανδρο Υψηλάντη(22) .
Η ανάληψη της ηγεσίας από τον Υψηλάντη και η έναρξη της Επανάστασης
Στα τέλη Μάρτη – αρχές Απρίλη, ο Εμ. Ξάνθος συναντήθηκε με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη(23), τον οποίο και μύησε στην Εταιρεία και τον ενέταξε στη σύνθεση της Αρχής. Ο ίδιος όμως εξήγησε ότι «από τη φύση των καθηκόντων του, πολεμικών προπαντός, έπρεπε να έχη πλήρη αρμοδιότητα στη λήψη των αποφάσεων»(24) .
Έτσι, στις 12 Απρίλη 1820 υπογράφτηκε στην Πετρούπολη επίσημη πράξη με την οποία ο Αλ. Υψηλάντης ορίστηκε Γενικός Εφορος της Φιλικής, «ίνα εφορεύη και επιστατή εν πάσιν, όσα κρίνωνται άξια, ωφέλιμα και πρέποντα τη Ελληνική Εταιρεία»(25) .
Ο Υψηλάντης, αναλαμβάνοντας την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας, επισκέφθηκε τον Ιωάννη Καποδίστρια, έστειλε επιστολές στους «αποστόλους» και σε άλλους Φιλικούς(26) ενώ αναπτύχθηκαν περαιτέρω οι Εφορείες της Φιλικής, οι οποίες είχαν πρωτοδημιουργηθεί το 1819 στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες από τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο. Το σύστημα των Εφορειών αντιστοιχούσε στη φάση μαζικοποίησης της Φιλικής Εταιρείας.
Παράλληλα άρχισε και ο σχεδιασμός για την εκδήλωση της Επανάστασης, με την υποβολή διαφόρων σχετικών σχεδίων δράσης. Το προκριθέν από τον Αλ. Υψηλάντη ήταν το «Σχέδιον Γενικόν», που είχαν συντάξει κυρίως οι Γεώργιος Λεβέντης και Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας), σε μια πρώτη μορφή, το Μάη του 1820 στο Βουκουρέστι.
Βασικές ιδέες του Σχεδίου ήταν: «Η εξασφάλιση συμμάχων, η δημιουργία αντιπερισπασμού του εχθρού και η κατάτμηση των δυνάμεών του, η παραπλάνησή του ως προς τον κύριο αντίπαλο και η απόκρυψη των δυνάμεων και των προθέσεων του Εθνους, τέλος ο αιφνιδιασμός του εχθρού»(27) .
Το Σχέδιο πήρε την τελική του μορφή και έλαβε χαρακτήρα απόφασης στη σύσκεψη του Ισμαηλίου στις 7 (19) Οκτώβρη 1820. Στη σύσκεψη, μεταξύ άλλων, συμμετείχαν: Ο Αλ. Υψηλάντης, ο Εμ. Ξάνθος, ο Χριστ. Περραιβός, ο Γρηγ. Δικαίος, ο Δημ. Ιπατρος, ο Χριστόφορος Περραιβός κ. ά.
Υστερα από αντεγκλήσεις και διαφωνίες κυρίως μεταξύ Δικαίου – Περραιβού, διαμορφώθηκε ένα επιχειρησιακό σχέδιο, το οποίο προέβλεπε ότι ο αγώνας θα ξεκινούσε άμεσα (περί τα τέλη Νοέμβρη – αρχές Δεκέμβρη) με κέντρο την Πελοπόννησο, όπου θα μετέβαινε ο ίδιος ο Αλ. Υψηλάντης. Λίγο νωρίτερα, για λόγους αντιπερισπασμού, θα εκδηλωνόταν εξέγερση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, ενώ στους στόχους του Σχεδίου περιλαμβάνονταν ακόμα η προσέγγιση των Σέρβων και η πυρπόληση του οθωμανικού στόλου στην Κωνσταντινούπολη κ.ά. (28)
Στις 24 Οκτώβρη 1820, ο Αλ. Υψηλάντης ανακάλεσε τις προηγούμενες αποφάσεις και έλαβε νέα απόφαση που προέβλεπε ότι η Επανάσταση θα ξεκινούσε από το Ιάσιο στις 15 Νοέμβρη από δυνάμεις του ίδιου και την ίδια μέρα στο Βουκουρέστι από τον Σάββα και τον Γ. Ολύμπιο. Ταυτόχρονα θα άρχιζε ο αγώνας στην Κωνσταντινούπολη και τα εδάφη της μετέπειτα ελληνικής επικράτειας, ενώ θα παρακινούνταν και οι Σέρβοι να κινηθούν ταυτόχρονα(29) .
Κανένα όμως από αυτά τα σχέδια δεν υλοποιήθηκε. Αργότερα και μπροστά στο φόβο να αποκαλυφθούν τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας από τους Οθωμανούς λόγω του μεγάλου – πλέον – αριθμού των μελών της και των συλλήψεων των Φιλικών, στις 16 (28) Φλεβάρη 1821 ο Αλ. Υψηλάντης έλαβε την απόφαση για άμεση έναρξη της Επανάστασης από τη Μολδαβία.
Στις 21 Φλεβάρη (5 Μάρτη) 1821 έγινε η πρώτη ένοπλη σύγκρουση Ελλήνων – Οθωμανών στο Γαλάτσι της Μολδαβίας. Οι ένοπλοι του Βασιλείου Καραβιά, μέλους της Φιλικής Εταιρείας, εξόντωσαν την εκεί οθωμανική φρουρά(30) .
Την επόμενη μέρα, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης μαζί με τη συνοδεία του πέρασε στο Μολδαβικό έδαφος, διαβαίνοντας τον ποταμό Προύθο και στις 24 Φλεβάρη (8 Μάρτη) 1821 εξέδωσε προκήρυξη με τίτλο «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος», με την οποία κήρυσσε την Επανάσταση.
Τελικά, τα στρατεύματα του Αλ. Υψηλάντη ηττήθηκαν, με καθοριστική την ήττα στο Δραγατσάνι τον Ιούνη του 1821. Όμως, η Φιλική Εταιρεία είχε ήδη επιτύχει το ξέσπασμα της Επανάστασης, η οποία και θα εδραιωνόταν στρατιωτικά στα εδάφη της Πελοποννήσου, της Ρούμελης, καθώς και στα νησιά.
Η συνεισφορά και ο χαρακτήρας της Φιλικής Εταιρείας
Η Φιλική Εταιρεία ήταν τέκνο του καιρού της: Της ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της διάδοσης των επαναστατικών ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού στις τάξεις των Ελληνόφωνων και της ίδρυσης «μυστικών» οργανώσεων.
Σε αυτό το πλαίσιο άλλωστε προηγήθηκε της Φιλικής η ίδρυση άλλων αστικών εταιρειών: Το «Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον» που ιδρύθηκε στο Παρίσι το 1809, η «Φιλόμουσος Εταιρεία» της Αθήνας που ιδρύθηκε το 1813 και η «Φιλόμουσος Εταιρεία» της Βιέννης που ιδρύθηκε το 1814 (31) .Επίσης, την ίδια περίπου περίοδο καταγράφεται και η ίδρυση μιας άλλης ελληνικής συνωμοτικής εταιρείας στη Βενετία, η οποία όμως εξαρθρώθηκε από την αυστριακή αστυνομία το 1819(32).
Η Φιλική Εταιρεία διδάχτηκε από τις αστικές επαναστατικές οργανώσεις της δυτικής Ευρώπης και από τα λάθη και τις παραλείψεις των προηγούμενων ελληνικών συνωμοτικών οργανώσεων.
Η πρωτοβουλία για την ίδρυση της οργάνωσης, όπως είδαμε, ανήκε σε εκπροσώπους των κατώτερων αστικών και μικροαστικών ελληνόφωνων στρωμάτων που κινούνταν εκτός του μετέπειτα ελλαδικού χώρου. Κατόπιν, όμως, όπως θα δούμε παρακάτω, στη Φιλική Εταιρεία εντάχθηκαν και εκπρόσωποι της μεγαλοαστικής τάξης καθώς και αστοποιημένοι αξιωματούχοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (κοτζαμπάσηδες, ιεράρχες, Φαναριώτες).
Ο αστικός χαρακτήρας της Φιλικής Εταιρείας αποδεικνύεται και από τη σύνθεσή της. Σε σύνολο 911 Φιλικών γνωστού επαγγέλματος, οι 445 ήταν έμποροι, 10 εμποροϋπάλληλοι, 117 επιστήμονες (γιατροί, δικηγόροι, δάσκαλοι, φοιτητές), 78 στρατιωτικοί, 24 πλοιοκτήτες, 85 κληρικοί (οι 17 εξ αυτών μητροπολίτες – επίσκοποι), 6 αγρότες, 7 βιοτέχνες κ.λπ.(33)
Στις γραμμές της συμμετείχαν ακόμα και επαναστάτες άλλων εθνοτήτων, που είχαν συμφέρον να ανατρέψουν την οθωμανική εξουσία. Ιδιαίτερα στον στρατό που συγκρότησε στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες εντάχθηκαν Σέρβοι, Βούλγαροι, Αλβανοί και Μολδαβοί.
Η Φιλική Εταιρεία συγκέντρωσε χρηματικούς πόρους, προπαγάνδισε την ιδέα της εθνικής απελευθέρωσης, προετοίμασε υλικά και ιδεολογικά τον ένοπλο αγώνα, αντιμετώπισε σ’ έναν βαθμό τις αντιδράσεις των παραδοσιακών κοινωνικών ομάδων (Φαναριώτες, μερίδα του κλήρου κ.ά.), τις ταλαντεύσεις και τα αντικρουόμενα συμφέροντα των διαφορετικών μερίδων της αστικής τάξης (πλοιοκτήτες, έμποροι, αστοποιημένοι κοτζαμπάσηδες), καθώς και τη μεταρρυθμιστική λογική των αστικών εταιρειών που είχαν ιδρυθεί πριν από αυτή. Προσανατόλισε την αστική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα ότι θα έπρεπε να στηριχθούν στις δικές τους δυνάμεις, στη δική τους δράση για να προχωρήσει το έργο της Επανάστασης. Προώθησε και υλοποίησε την ιδέα μιας Επανάστασης στηριγμένης στις κοινωνικές – ταξικές δυνάμεις που είχαν συμφέρον από την ανατροπή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στον προσανατολισμό και το λόγο της Φιλικής Εταιρείας κυριάρχησε ο στόχος της εθνικής απελευθέρωσης που απαιτούσε προϋπόθεση της συγκρότησης αστικού έθνους – κράτους, ενώ πρόβαλλε και την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία ως στοιχείο ενοποιητικό των επαναστατικών δυνάμεων και διαχωρισμού από τους οθωμανούς. Δεν διαμόρφωσε όμως ένα καθαρό πολιτικό πρόγραμμα ούτε κάποιο σχέδιο κρατικής συγκρότησης της Ελλάδας μετά την απελευθέρωση. Εξάλλου, ήταν αμφίβολο αν αυτό θα μπορούσε να γίνει πριν από την Επανάσταση, αν κανείς συνυπολογίσει και τα αντιτιθέμενα συμφέροντα μερίδων της αστικής τάξης που συμμετείχαν σε αυτή και που στη συνέχεια πυροδότησαν ακόμα και στρατιωτικές αντιπαραθέσεις στους κόλπους των επαναστατικών δυνάμεων, που έμειναν γνωστές ως «εμφύλιοι» πόλεμοι.
Το γεγονός αυτό σε καμία περίπτωση δεν μειώνει το ρόλο της ως πρωτοπορίας της ηγέτιδας τάξης της Επανάστασης, της αστικής τάξης, δεν μειώνει τη συνεισφορά της στην προετοιμασία και στο ξέσπασμα της Επανάστασης.
(1),(4),(7),(9),(19),(25),(26). Γκριγκόρι Λ. Αρς, «Η Φιλική Εταιρεία στη Ρωσία», εκδ. «Παπασωτηρίου», Αθήνα, 2011, σελ. 232, 233, 234, 239, 309, 336, . 342-343 αντίστοιχα.
(2),(5),(22). Εμμανουήλ Ξάνθος, «Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας», εκδ. «Η Καθημερινή», Αθήνα, 2020, σελ.35-36, 36, 49 αντίστοιχα.
(3). Σύμφωνα με «μεταγενέστερη φήμη» οι Φιλικοί γιόρταζαν τη 14η Σεπτέμβρη ως ημερομηνία ίδρυσης της Εταιρείας (Βας.Παναγιωτόπουλος, «Η Φιλική Εταιρεία. Οργανωτικές Προϋποθέσεις της Εθνικής Επανάστασης» στο Συλλογικό, «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-1871», τόμ.3Α, εκδ.«Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα, 2019, σελ.15).
(6),(15). Γ. Κορδάτος, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμ. Χ, εκδ. «20ός αιώνας», Αθήνα, χ.χ., σελ. 28, 45 αντίστοιχα.
(8),(10). Συλλογικό, «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», τόμ. ΙΑ’, εκδ. «Εκδοτική Αθηνών», Αθήνα, 1975, σελ. 427-428, 429 αντίστοιχα.
(11). Εμμανουήλ Ξάνθος, «Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας», εκδ. «Η Καθημερινή», Αθήνα, 2020, σελ. 36 – 39, Γκριγκόρι Λ. Αρς, «Η Φιλική Εταιρεία στη Ρωσία», εκδ. «Παπασωτηρίου», Αθήνα, 2011, σελ. 242.
(12). Η πρόταση στον Ι. Καποδίστρια έγινε από τον Νικόλαο Γαλάτη, στον οποίο η ιστοριογραφία έχει αποδώσει κάμποσους χαρακτηρισμούς (τυχοδιώκτης, επιπόλαιος κ.ά.). Γεγονός είναι ότι ο Ν. Γαλάτης δεν τηρούσε τα αυστηρά συνωμοτικά μέτρα της Φιλικής Εταιρείας και γι’ αυτό η Εταιρεία προχώρησε στην εκτέλεσή του.
(13). Στέφανος Παπαγεωργίου, «Από το γένος στο έθνος», εκδ. «Παπαζήση», Αθήνα, 2004, σελ. 86.
(14). Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης, «1821. Η γέννηση ενός έθνους – κράτους, τόμ. Γ’, εκδ. «ΣΚΑΪ», 2010, σελ. 17.
(16). Διονύσης Τζάκης, «Από την Οδησσό στη Βοστίτσα: Η πολιτική ενσωμάτωση των τοπικών ηγετικών ομάδων στη Φιλική Εταιρεία» στο Συλλογικό, «Οι πόλεις των Φιλικών», εκδ. Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2018, σελ. 130.
(17).Συλλογικό, «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», τόμ. ΙΑ’ και ΙΒ’, εκδ. «Εκδοτική Αθηνών», Αθήνα, 1975, σελ. 429 και 14 αντίστοιχα.
(18),(28). Βασίλης Παναγιωτόπουλος, «Η Φιλική Εταιρεία. Οργανωτικές Προϋποθέσεις της Εθνικής Επανάστασης» στο Συλλογικό, «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-1871», τόμ.3Α, εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα, 2019, σελ. 24, 30 αντίστοιχα.
(20). Οι υπογράφοντες ήταν οι: Ανθιμος Γαζής, Εμμανουήλ Ξάνθος, Αθανάσιος Τσακάλωφ, Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, Νικόλαος Πατζιμάδης, Γεώργιος Λεβέντης, Αντώνιος Κομιζόπουλος και Παναγιώτης Σέκερης.
(21). Βλ. ολόκληρο το συμφωνητικό στα «Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας» του Εμ. Ξάνθου, εκδ. «Η Καθημερινή», Αθήνα, 2020, σελ. 82-83.
(23). Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ήταν πρωτότοκος γιος του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας και υποστράτηγος του ρωσικού στρατού. Είχε γίνει μέλος της «Φιλόμουσου Εταιρείας» της Βιέννης ενώ είχε επαφές με αξιωματικούς που ανήκαν στο κίνημα των «Δεκεμβριστών».
(24),(27),(29). Συλλογικό, «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», τόμ. ΙΒ’, εκδ. «Εκδοτική Αθηνών», Αθήνα, 1975, σελ. 13, 16, 17 αντίστοιχα.
(30). Συλλογικό, «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», τόμ. ΙΒ’, εκδ. «Εκδοτική Αθηνών», Αθήνα, 1975, σελ. 21, Στέφανος Π. Παπαγεωργίου, «Πρώτο έτος της Ελευθερίας. Από τις παρίστριες ηγεμονίες στην Επίδαυρο» στο Συλλογικό, «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770 – 1871», τόμ. 3Α, εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα, 2019, σελ. 53.
(31). Βλ. περισσότερα: Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918 – 1939, τόμ. Α1, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2018, σελ. 127 – 128.
(32). Πρόκειται για την «Εταιρεία των Πέντε» ή «Σιωπή των Πέντε Ελλήνων» (Γιάνης Κορδάτος, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδ. «20ός αιώνας», χ. χ., σελ. 27). Μετεπαναστατικά κυκλοφόρησε επίσης η πληροφορία ότι επαναστατική εταιρεία είχε ιδρύσει και ο αγωνιστής του ‘21 Κωνσταντίνος Ράδος στη Μόσχα (Βασίλης Παναγιωτόπουλος, «Η Φιλική Εταιρεία. Οργανωτικές Προϋποθέσεις της Εθνικής Επανάστασης» στο Συλλογικό, «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770 – 1871», τόμ. 3Α, εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα, 2019, σελ. 13).
(33). Τα στοιχεία βασίζονται στη μελέτη του Γ. Φράγκου, όπως παρατίθενται στο Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918 – 1939, τόμ. Α1, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2018, σελ. 131.