Πώς δει Ιστορίαν μελετάν…
Καθόμουν, προχτές, και ξαναδιάβαζα Ιστορία. Ελληνική Ιστορία. Της Αρχαίας Ελλάδας, συγκεκριμένα.
Διάβαζα για τους πολυαίμαχτους πολέμους. Τι στα κρυφά και τι φανερά είχε οδηγήσει σ’ αυτές τις ασύνετες αιματοχυσίες. Και για τις άλλοτε ολέθριες και άλλοτε κερδοφόρες συνέπειές τους για τους εμπλεκομένους.
Διάβαζα για τα έργα των ειρηνικών περιόδων. Για τα καλλιτεχνήματα, που έφεραν τον ελληνικό πολιτισμό στα πέρατα της οικουμένης. Για τα λογοτεχνήματα, που ανέδειξαν τις ελληνικές αξίες ως αρχές – στηρίγματα των ανθρώπινων κοινωνιών στο πέρασμα των χρόνων.
Στεκόμουν στα πρόσωπα και στα γεγονότα εκείνα που έπαιξαν, θετικό ή αρνητικό, μεγαλύτερο ή μικρότερο, ρόλο στην ιστορική εξέλιξη του τόπου μας. Στεκόμουν στο πόσο και πώς επηρέασαν τη ροή της Ιστορίας οι, “φιλικές” και εχθρικές, “επεμβάσεις” των ξένων στη ζωή των Ελλήνων.
Βέβαια, όλα όσα ξέρουμε εμείς, οι επίγονοι των αρχαίων Ελλήνων, για αυτούς, τις πράξεις και τις παραλείψεις και τα επιτεύγματά τους τα γνωρίζουμε από τους ιστοριογράφους της αρχαιότητας. Έτσι, πολλά οφείλουμε στις μαρτυρίες που απαντούμε στον Ηρόδοτο, στο Θουκυδίδη, στον Ξενοφώντα π.χ., αλλά δεν μπορούμε να τα διασταυρώσουμε με άλλους.
Έχοντας, όμως, στη σκέψη μου και το πόνημα του συγγραφέα των ελληνιστικών χρόνων, Λουκιανού του Σαμοσατέως, “Πώς δει Ιστορίαν συγγράφειν”, σας ερωτώ: Είναι οι ιστορικοί που περιγράφουν το παρελθόν ή/και σύγχρονα με αυτούς γεγονότα να είναι αντικειμενικοί σε όσα γράφουν και ανεπηρέαστοι από τα προσωπικά τους βιώματα, τον ψυχικό τους κόσμο, τα ιδεολογικά τους “πιστεύω” και την κοινωνική τους τάξη; Προσωπικά πιστεύω και θα συμφωνήσετε, θαρρώ, μαζύ μου ότι είναι πολύ δύσκολο, αλλά όχι και αδύνατο.
Με αυτό το τελευταίο ως δεδομένο, μπορούμε π.χ. να δεχτούμε ότι ο Θουκυδίδης εγκωμιάζει την Αθήνα του Περικλή στην “Ιστορία” του γιατί έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στην Αθήνα εκείνη και είχε ίδιαν αντίληψη όσων μάς παρουσιάζει ως επιτεύγματα της πόλης του. Στον αντίποδα, ο Ξενοφών, στα “Ελληνικά”, δεν περιγράφει λεπτομερώς τα πρώτα στην Αθήνα μετά την ανατροπή των Τριάντα Τυράννων χρόνια όχι μόνον επειδή, αν και Αθηναίος, έχει λακωνόφιλα αισθήματα, αλλά και διότι, συμμετέχοντας στην εκστρατεία των Μυρίων, έζησε επί σειρά ετών μακριά από την πατρίδα του υπηρετώντας ως μισθοφόρος και δεν ήταν, συνεπώς, αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς όλων εκείνων που έγιναν τότε σ’ αυτήν.
Καταλήγοντας, λοιπόν, θα ήθελα να υπενθυμίσω σε όλους όσοι, μικροί ή/και μεγάλοι στην ηλικία, ενδιαφέρονται να διαβάσουν Ιστορία, για να μάθουν το, εγγύς ή μακρινό, παρελθόν των ανθρώπων, που κατοικούσαν άλλοτε σ’ αυτήν εδώ τη γη που ζούμε εμείς σήμερα, ότι τα αλάνθαστα και αδέκαστα κριτήρια των αναγνωστών για να κατανοήσουν εκείνοι όσα μελετήσουν προσεχτικά και να προσλάβουν στην πραγματική τους διάσταση πέρα ή/και πίσω απ’ όσα ανέγνωσαν αυτά που έγιναν θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα ακόλουθα: Ότι κάθε εποχή και κάθε πρόσωπο που ζει σε αυτή κρίνονται από εμάς έχοντας στο νου μας όχι το δικό μας κοινωνικοοικονομικό και πνευματικό μας περιβάλλον και τις σύγχρονές μας ηθικές αρχές ή μονάχα την πολιτική μας ιδεολογία και τη συναισθηματική μας φόρτιση έναντι τινών προσώπων ή γεγονότων, αλλά το ανά εποχή και περιοχή κοινωνικό “status” , τους γραφτούς και άγραφους κανόνες της ηθικής εκείνων των χρόνων και του συγκεκριμένου τόπου, την οικονομική, τέλος, και την πνευματική ζωή που σχετίζονταν με δεδομένες εποχές και πρόσωπα.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, φρονώ ότι θα διδαχτούμε από τα λάθη των περασμένων χρόνων και γενεών και θα προσπαθήσουμε και θα καταφέρουμε όχι να μιμούμαστε δουλικά ή ν’ αντιγράψουμε όσα έκαναν οι παππούδες μας, αλλά ν’ αφήσουμε υλική και πνευματική κληρονομιά στους δικούς μας επιγόνους μεγαλύτερης ίσως αξίας από εκείνην των αλλοτινών ανθρώπων και εποχών…