Η φύση της κρίσης είναι διαρθρωτικού χαρακτήρα και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με κλασικές μακροοικονομικές συνταγές. Απαιτούνται βαθιές παρεμβάσεις στην καλύτερη ένταξη του οικονομικού μας συστήματος στο καινούργιο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Αυτή η εκτίμηση βρίσκει την επιβεβαίωση στις αποκλίσεις που υπήρξαν από την αρχή της δημιουργίας του ευρώ. Οι χώρες, που από την αρχή καλύτερα προσαρμόστηκαν στη δυναμική του νέου διεθνούς περιβάλλοντος, μεταρρυθμίζοντας την αγορά εργασίας, επενδύοντας στην παιδεία, έρευνα, ανάπτυξη και υποδομές, είναι αυτές που δανείστηκαν και λιγότερο, είχαν επιδείξει μια οικονομική ανάπτυξη περισσότερο βιώσιμη, είναι αυτές που ξεπέρασαν και την κρίση καλύτερα.
Οι χώρες (όπως και η δικιά μας, μαζί με άλλες χώρες του Νότου) που έμειναν στο περιθώριο της διαδικασίας του νέου παγκόσμιου καταμερισμού, που είχαν μεταθέσει τις μεταρρυθμίσεις λόγω πολιτικού κόστους και στήριξαν την ανάπτυξή τους στην εσωτερική αγορά, κατέληξαν όχι μόνο να είναι λιγότερο ανταγωνιστικές (ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών), δεν απέφυγαν τον υπερβολικό δανεισμό (περίοδο κυβέρνησης Κ. Καραμανλή) και η κρίση μας κτύπησε περισσότερο από άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Για χώρες όπως η Ελλάδα θα απαιτηθεί πολύ χρόνος να ξεπεράσει τις πληγές της κρίσης, όπως επίσης θα χρειαστεί άμεσα να σχεδιαστεί το νέο παραγωγικό πρότυπο της χώρας που προϋποθέτει την ενεργοποίηση και πρωτοβουλία των οικονομικών υποκειμένων, δηλαδή τις επενδύσεις. Μην ξεχνάμε ότι η κρίση εκτός της μείωσης κατά 25% του Α.Ε.Π., έχει οδηγήσει στην καταστροφή σημαντικό τμήματος του παραγωγικού δυναμικού της, οδηγώντας την ανεργία σε πρωτοφανή επίπεδα. Το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε είναι πώς και ποιος θα δημιουργήσει τις θέσεις εργασίας για να μειωθεί η ανεργία μεταξύ των νέων ιδιαίτερα, για να μην αιμορραγεί η χώρα μέσω της μετανάστευσης χάνοντας πολύτιμους ανθρώπινους πόρους υψηλής εξειδίκευσης. Όπως επίσης αυτές οι θέσεις εργασίας πρέπει να εξασφαλίζουν μόνιμες και σταθερές θέσεις απασχόλησης.