Να μείνουν προσηλωμένοι στο “μονοπάτι” του ανοίγματος νέων αγορών καλεί τους Έλληνες παραγωγούς φρούτων και λαχανικών ο ειδικός σύμβουλος του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής Διακίνησης Φρούτων, Λαχανικών και Χυμών “Incofruit Hellas”, Γιώργος Πολυχρονάκης.
Ο ίδιος ζητάει από την ελληνική κυβέρνηση να επισπεύσει την υπογραφή πρωτοκόλλων φυτοϋγείας με χώρες κυρίως της Ν.Α. Ασίας, Ν. Αφρικής και Ν. Αμερικής, που έχουν ήδη εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους για εισαγωγή ελληνικών προϊόντων, ώστε να μην χάνονται ευκαιρίες γα τα ελληνικά προϊόντα από γραφειοκρατικές καθυστερήσεις προς όφελος των ανταγωνιστών.
Παράλληλα, ο ο κ. Πολυχρονάκης κρούει εκ νέου τον κώδωνα του κινδύνου για την τακτική ορισμένων, που -όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ- “στον βωμό του ευκαιριακού και γρήγορου κέρδους, δυσφημούν τα ελληνικά προϊόντα”. Στο πλαίσιο αυτό ζητάει την εντατικοποίηση των ελέγχων για την πάταξη της συνεχιζόμενης διακίνησης ατυποποίητων προϊόντων.
Με αφορμή την αύξηση των συνολικών εισαγωγών φρούτων και λαχανικών στη ρωσική αγορά πέρυσι (7,148 εκατ. τόνοι, αυξημένοι κατά 17% σε σχέση με το 2016, αλλά μειωμένοι σε σύγκριση με το 2013, οπότε ανέρχονταν σε 8,5 εκατ.), ο κ. Πολυχρονάκης επισήμανε, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ότι η εξέλιξη αυτή οφείλεται “στην άρση του εμπάργκο σε διάφορα τουρκικά προϊόντα πέρυσι, στο ρεκόρ εισαγωγών μπανάνας από το Εκουαδόρ, αλλά και στις εισαγωγές από άλλες χώρες που σημείωσαν ρεκόρ, όπως είναι οι: Κίνα, Αίγυπτος, Αζερμπαϊτζάν και η Μολδαβία”.
Κατά τον ειδικό σύμβουλο του “Incofruit Hellas”, “ακόμη και εάν οι λόγοι επιβολής του εμπάργκο (σε βάρος της Ρωσίας) εξαλειφθούν, οι πιστοποιήσεις από τις αρμόδιες αρχές της Ρωσίας των εξαγωγέων σε κάθε χώρα μέλος της Ε.Ε. θα χρειασθεί τουλάχιστον μια τριετία να δοθούν, όπως άλλωστε δήλωσε και ο αρμόδιος Ρώσος αξιωματούχος. Η αποκατάσταση κάλυψης του μεριδίου της αγοράς που είχαν τα προϊόντα της Ε.Ε. στη ρωσική αγορά θα είναι χρονοβόρα” ξεκαθάρισε.
Έτσι, κατά τον ίδιο, η Ε.Ε χρειάζεται να συνεχίσει να αντιμετωπίζει πλήρως την κρίση στον κλάδο των φρούτων και λαχανικών, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απώλεια της ρωσικής αγοράς, “η οποία είναι μεγάλου μεγέθους, συνδυαζόμενη με πρόσθετους αρνητικούς παράγοντες, όπως είναι η κρίση της κατανάλωσης, η ισχυρή αύξηση των εισαγωγών από τρίτες χώρες και η αναποτελεσματικότητα των μέτρων διαχείρισης κρίσεων της Κοινής Οργάνωσης Αγορών”.