Σ’ ένα χωριό, μικρό χωριό, Φλακή είναι τ’ όνομά του,
ποτέ δεν το λησμόνησα, Θεέ μου τ’ άρωμά του.
Μες στην καρδιά μου ένα καημό μέρα και νύκτα έχω,
να πάω εις το πατρικό σπιτάκι να αναπνεύσω.
Να κάτσω και να θυμηθώ τα παιδικά μου χρόνια,
όπως την Άνοιξη γυρνούν πίσω τα χελιδόνια.
Να φέρω εις τη σκέψη μου και εις τη θύμησή μου,
παιχνίδια, ώρες ξενοιασιάς, ν’ αλλάξει η όρεξή μου.
Ζωή προς το καλύτερο με έκαμε να φύγω,
στην ξενιτιά να βολευτώ, πίσω να μη γυρίσω.
Ο,τι έκαμα στην ξενιτιά, δόξα και παραδάκι,
δεν έπαψα να σκέπτομαι τ’ όμορφο χωριουδάκι.
Νιώθω ανάλαφρη χαρά, σαν το φτωχό σπουργίτι,
όταν αντικρίσω από μακριά το πατρικό μου σπίτι.
Προχθές που πήγα στο χωριό κι είδα τους χωριανούς μου,
πάρα πολλά θυμήθηκα και θόλωσε ο νους μου.
Τον Αύγουστο διακοπές όλοι τον περιμένουν,
να μαζωχτούν οι χωριανοί όλοι αυτό προσμένουν.
Μετά τα ξεφαντώματα και τις καλές παρέες,
έρχεται ο αποχωρισμός με τις καρδιές σφιγμένες.
Με υποσχέσεις αληθινές, τα λόγια της καρδιάς μας,
δίνουμε όρκο επιστροφής στα πατρογονικά μας.
Μα το κουράγιο στέρεψε να γράφω και να σβήνω,
όλους σας αποχαιρετώ, φιλιά πολλά σας δίνω.