Το δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή των φόρων και προστίμων στις υποθέσεις φόρου κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών δεν μπορεί να ανατρέχει σε διάστημα πριν τις 31-12-2003, έχει δηλαδή υποπέσει σε οριστική παραγραφή. Όπως μεταδίδει το cnn.gr, με το άρθρο 61 του ν.4583/2018 παρατάθηκε ο χρόνος παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για την επιβολή των φόρων και προστίμων στις υποθέσεις φόρου κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών και κερδών από τυχερά παίγνια από την 31-12-1994, που ίσχυε μέχρι σήμερα, στην 31-12-2003.
Ως εκ τούτου για τις ανωτέρω υποθέσεις με χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης μέχρι και την 31-12-2003 δεν απαιτείται, από τη δημοσίευση του νόμου (18-12-2018) και εφεξής, η προσκόμιση του πιστοποιητικού του άρθρου 105 του Κώδικα διατάξεων φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών, προικών και κερδών από τυχερά παίγνια.
Επίσης, κατά τον υπολογισμό του φόρου κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών, για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννιέται από 18-12-2018, δεν συνυπολογίζονται προγενέστερες δωρεές και γονικές παροχές οι οποίες είχαν συσταθεί μέχρι και 31-12-2003.
Πρακτικά, αυτό σημαίνει επιπλέον ότι, εάν έχει λάβει χώρα κάποια δωρεά ή γονική παροχή προ 31.12.2003 δεν συνυπολογίζεται στη φορολογική κλίμακα επί επιγενόμενων δωρεών ή κληρονομίας.
Εάν για παράδειγμα, πατέρας έχει αποβιώσει το 2018 αφήνοντας σε τέκνο του περιουσία αξίας 600.000 ευρώ, δεν θα συνυπολογισθεί γονική παροχή που είχε γίνει 600.000 ευρώ εντός του 2003. Έτσι ο φόρος κληρονομίας που θα καταβληθεί θα είναι 16.500 ευρώ αντί για 60.000 ευρώ (αντί δηλαδή να υπολογισθεί με συντελεστή 10%).
Παράλληλα, αν και το πλαίσιο για το φόρο κληρονομιάς στις περιπτώσεις μεταβιβάσεων περιουσιακών στοιχείων είναι επαρκώς αποσαφηνισμένο από τη νομοθεσία και τη φορολογική διοίκηση, αυτό που παραμένει «θολό» είναι το καθεστώς που διέπει την κληρονομιά φορολογικών οφειλών.
Απόφαση που έχει εκδώσει το Συμβούλιο της Επικρατείας ήδη από το 2014 προβλέπει πως οι κυρώσεις σε βάρος φορολογουμένου που έχουν αυστηρά προσωπικό χαρακτήρα, αποσβένονται μετά τον θάνατο του φυσικού προσώπου κατά του οποίου επιβλήθηκαν (ΣτΕ 1880/2014).