Αγνωστες ψηφίδες της ιστορίας από τον 16ο αιώνα στη βενετοκρατούμενη Κρήτη ήρθαν στην επιφάνεια μέσα από το διεθνές επιστημονικό συνέδριο που πραγματοποιήθηκε προχθές στην αίθουσα “Χρυσόστομος” στα Χανιά.
Το συνέδριο -αφιερωμένο στη μνήμη των Εμμανουήλ Κριαρά και Στυλιανού Αλεξίου- διοργάνωσε η Εταιρεία Κρητικών Σπουδών – Ιδρυμα Καψωμένου και η Παγκρήτια Ενωση Πολιτιστικών Συλλόγων με τη συνεργασία της Περιφέρειας, της Αντιπεριφέρειας, του Δήμου και άλλων φορέων.
Σκοπός του συνεδρίου, που θα συνεχιστεί μέχρι τις 11 Σεπτεμβρίου και στους υπόλοιπους Νομούς της Κρήτης, είναι να διερευνήσει, να αναδείξει κορυφαίες στιγμές και μορφές της τοπικής ιστορίας και του πολιτισμού, σε μία περίοδο μεταξύ λαών – πολιτισμών της Νότιας Ευρώπης που υπήρξε ιδιαίτερα γόνιμη, ικανή να εμπνεύσει υγιή πρότυπα διαπολιτισμικών σχέσεων.
Η Επανάσταση του Καντανολέου
Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου θα παρουσιαστούν συνολικά 75 ανακοινώσεις που θα καλύψουν ένα ευρύτατο φάσμα θεμάτων από την Ιστορία, τη φιλολογική και καλλιτεχνική παραγωγή της εποχής εκείνης. Ωστόσο, ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε σε ορισμένα θέματα όπως η επανάσταση του 1527, γνωστή ως επανάσταση του Καντανολέου, που συνδέεται με την τοπική ιστορία των επαρχιών Σελίνου, Κυδωνίας και Σφακίων. Στο συνέδριο εξετάστηκε το φαινόμενο της μυθοποίησης των γεγονότων τόσο στην τοπική, προφορική παράδοση όσο και στη λόγια λογοτεχνία π.χ. ποίηση, πεζογραφία και συζητήθηκε η διάσταση ανάμεσα στις πληροφορίες των βενετικών εγγράφων και στις άλλες πηγές.
Στη συμβολή των χωριών της ορεινής Κυδωνίας στην επανάσταση του Καντανολέου αναφερθηκε ο ιστοριοδίφης, τ. διευθυντής Γηροκομείου Χανίων Γ. Κουτρούλης, στη συμβολή των Σφακιανών στην επανάσταση του Καντανολέου ο συγγραφέας, λαογράφος Κανάκης Γερωνυμάκης.
Οπως ανέφερε ο ομότιμος καθηγητής Ερατοσθένης Καψωμένος, για την επανάσταση του Καντανολέου υπήρξε έντονη συζήτηση από τους ειδικούς μελετητές για το «σε ποιον βαθμό αυτά που παραδίδονται από διάφορες πηγές είναι πραγματικότητα, ποιες πηγές έχουν μεγαλύτερη αξιοπιστία, δηλαδή οι λογοτεχνικές ή οι αρχειακές πηγές π.χ. της Βενετίας, η προφορική τοπική λαϊκή παράδοση κ.λπ.».
Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΕΝΕΔΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΑΣ
Ο κ. Καψωμένος ανέφερε ως παράδειγμα την έντονη διαφοροποίηση για το εάν υπήρξε γάμος ανάμεσα στον γιο του αρχηγού των Κρητικών επαναστατών και στην κόρη του Βενετού φεουδάρχη που είχε έδρα στον Αλικιανό.
Γι’ αυτόν τον γάμο η άποψη που διασώζεται από τη λαϊκή παράδοση και τις μυθιστορηματικές επεξεργασίες του θέματος μέσα από τα έργα “Κρητικοί γάμοι” του Ζαμπέλιου και “Κρητηίς” του Αντωνιάδη δείχνει τη διάθεση συνδιαλλαγής των Κρητικών επαναστατών να φτάσουν σε έναν συμβιβασμό και σε μια έντιμη ειρήνη με τους Βενετσιάνους το 1526 – 1528. Από την άλλη, δείχνει τη δολιότητα των Βενετσιάνων, οι οποίοι δεχθήκανε το προξενιό και το κάνανε παγίδα για να εξοντώσουν όλους τους Αρχοντορωμαίους, τις μεγάλες γενιές της Κρήτης που είχαν πρωτοστατήσει στην επανάσταση. «Το ότι οι Βενετσιάνοι ξεκληρίσανε τότε όλη την “αφρόκρεμα” της Κρήτης, αυτό δεν υπάρχει στα βενετικά αρχεία. Μια άποψη λέει πως είναι εύλογο πως δεν κατέγραψαν ιστορικά γεγονότα που τους επιβαρύνουν ή τους εκθέτουν, αλλά με τους όρους ληστοσυμμορίτες αναφέρουν στους Κρητικούς επαναστάτες προσπαθώντας να υποβαθμίσουν την επανάσταση, όπως φαίνεται και από το αρχεία της Βενετίας.
Να σημειωθεί πως για το εάν οι “Κρητικοί γάμοι” είναι αποκύημα φαντασίας του Σπ. Ζαμπέλιου ή όντως πραγματικό γεγονός μίλησε ο φιλόλογος Δημήτρης Κ. Γεωργακάκης, ενώ για το έργο “Κρητηίς” του Αντωνίου Ι. Αντωνιάδου αναφέρθηκε ο ομοτ. καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης Νίκος Παπαδογιαννάκης.
Από την πλευρά του ο πρόεδρος της Παγκρήτιας Ενωσης Πολιτιστικών Συλλόγων κ. Στέλιος Κουνελάκης τόνισε ότι ο πολιτισμός πρέπει να πάρει τη θέση που του ανήκει, άλλωστε αυτό είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα της Κρήτης.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η συνδιοργάνωση του επιστημονικού συνεδρίου που θα πραγματοποιηθεί σε όλους τους Νομούς της Κρήτης, ώστε να υπάρξει «διάχυση της επιστημονικής γνώσης σε όλη την Κρήτη, στους απλούς ανθρώπους, διότι εκεί στηρίζεται και αναπαράγεται ο πολιτισμός».
Ο δήμαρχος Πλατανιά Γιάννης Μαλανδράκης τόνισε ότι «υπάρχουν πτυχές της ιστορίας μας που θα πρέπει να αναδεικνύονται. Είναι πολύ σημαντικό ότι το συνέδριο -οκταήμερο- θα διατρέξει όλη την Κρήτη. Το συνέδριο αυτό αναδεικνύει πτυχές συγκρητισμού καθώς επίσης την κοινή πηγή καταβολής της ιστορίας, τις κοινές πολιτιστικές διαδρομές, οι οποίες όμως θα πρέπει να αναδειχθούν με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούν να είναι πιο γνώριμες σε όλους τους πολίτες, που πολλοί δεν γνωρίζουν κομμάτια της ιστορίας μας. Για μένα είναι πολύ σημαντικό ότι τα αποτελέσματα του συνεδρίου θα καταγραφούν και θα αποτελέσουν μια πηγή για ερευνητές ή για ιστοριοδίφες του μέλλοντος ή ακόμα για νέους και για φοιτητές προκειμένου να ανατρέχουν σε πιστοποιημένες πηγές, σε έγκυρα ιστορικά στοιχεία».
Το μέλος της οργανωτικής επιτροπής του συνεδρίου και προεδρεύων της πρώτης συνεδρίας της Παρασκευής Αλέξανδρος Παπαδερός επεσήμανε:
«Το αντικείμενο του συνεδρίου είναι πολύ σημαντικό για να θυμηθούμε ή να μάθουμε μερικά πράγματα που συνέβαιναν τον 16ο αιώνα στην Κρήτη, μια πολύ κρίσιμη και μεταβατική περίοδο της ιστορίας μας».
Μεταξύ των ομιλητών της πρώτης ημέρας ο ερευνητής της Εκκλησιαστικής Ιστορίας π. Μιχαήλ Βλαβογιλάκης ανέλυσε το θέμα “Η κατάσταση της Εκκλησίας της Κρήτης. Οι συνθήκες που επικράτησαν και η στάση των Βενετών απέναντι στους Ορθόδοξους Κρήτες”. Στην ομιλία του, μεταξύ άλλων, επεσήμανε «στα τέλη του 15ου αιώνα η Βενετία είχε αναδειχθεί σε μια κραταιά ναυτική αυτοκρατορία. Ανάλογα με τα συμφέροντά της ερχόταν σε ρήξη ή συνθηκολογούσε με τους Οθωμανούς.
Την ίδια εποχή όμως άρχισε να χάνει κτήσεις λόγω των τουρκικών επιθέσεων. Το 1509 έχασε τις κτήσεις της στην Ιταλία, το 1525 τη Ρόδο, το 1571 την Κύπρο και ακτές της Πελοποννήσου και στη λήξη του 16ου αιώνα κατείχε μόνο την Κρήτη και τα Επτάνησα. Ετσι εφάρμοσε φιλο-ορθόδοξη πολιτική στην Κρήτη προσβλέποντας στη συνεργασία των υπηκόων της για να αντιμετωπίσει την οθωμανική απειλή. Παραχώρησε θρησκευτικές ελευθερίες, χειραφέτηση των παραγωγικών τάξεων, ισότιμη συμμετοχή των ντόπιων στις οικονομικές δραστηριότητες, φορολογικές απαλλαγές, υπηκοότητα και άλλα προνόμια. Ενα άλλο σοβαρό πρόβλημα την εποχή αυτή ήταν οι πειρατικές επιδρομές των Τούρκων, στις οποίες οι Κρητικοί βοήθησαν σημαντικά τη Βενετία, γεγονός που προδίδει διάθεση συνεργασίας απέναντι στον τουρκικό κίνδυνο. Η κατασκευή όμως οχυρωματικών έργων, από τις αρχές του 16ου αιώνα, στις πόλεις και σε σημαντικά σημεία των παραλιών επιβάρυναν τους κατοίκους με έκτακτους φόρους και αγγαρείες, προκαλώντας την οργή τους. Η βαριά φορολογία, οι αγγαρείες, οι καταπιέσεις, οι πειρατικές επιδρομές, η διεκδίκηση ελευθεριών και κυρίως γης από τους αγρότες οδήγησαν στην επανάσταση του Καντανολέου. Η προσπάθεια επιβολής της ένωσης των Εκκλησιών προκάλεσε φανατική αντίδραση, απέδειξε την πλήρη ταύτιση των Κρητικών με τους πληθυσμούς της βυζαντινής αυτοκρατορίας και ανέδειξε τις ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές από τους κατακτητές. Βέβαια εκείνη την εποχή δεν υπάρχει εθνική συνείδηση. Το θρησκευτικό συναίσθημα κυοφορεί σταδιακά την εθνική συνείδηση. Για τους Κρήτες το Βυζάντιο ταυτιζόταν με την Ορθοδοξία, γι’ αυτό η Κρητική Εκκλησία και ο λαός αντιτάχθηκαν στη βενετο-παπική κατοχή. Μετά την άλωση της Βασιλεύουσας καλλιεργήθηκε στην Κρήτη και σε άλλες ελληνικές περιοχές η αντίληψη ότι η Κρήτη προοριζόταν να διαφυλάξει τη βυζαντινή κληρονομιά. Συγχρόνως όμως το ενδεχόμενο τουρκικής επίθεσης προκαλούσε κλίμα έντασης, το οποίο συντηρούσαν οι εφιαλτικές μνήμες των προσφύγων».
Η κατάσταση του Δυτικού πληθυσμού της Κρήτης
«Βενετία και παπική αυλή ήρθαν σε ρήξη πολλές φορές με αφορμή την εγκατάσταση επισκόπων και αρχιεπισκόπου στην Κρήτη. Βέβαια η θρησκευτική κατάσταση της Κρήτης ήταν οικτρή.
Οι επαρχιακές επισκοπές το 16ο αιώνα υπήρχαν ονόματι μόνο χωρίς κανένα Λατίνο. Οι Λατίνοι επίσκοποι ζούσαν στις πόλεις ή εκτός Κρήτης, οι περισσότεροι κληρικοί είχαν άθλια μόρφωση, δεν γνώριζαν λατινικά, περιφρονούσαν και εμπαίζονταν από τον λαό. Ετσι δεν μπορούσαν να επιδράσουν και να συγκρατήσουν το θρησκευτικό αίσθημα των λαϊκών. Η θέση τους στις επαρχίες χειροτέρευε, αφού οι άποικοι λιγόστευαν, η λατρεία είχε εγκαταλειφθεί και οι Ναοί ήταν σε άθλια κατάσταση. Στις τάξεις του λατινικού κλήρου βασίλευε η αμάθεια, η διαφθορά και η ανηθικότητα. Τα μοναστήρια ήταν καταφύγια άξεστων και πανούργων, είχαν πλούτο και τα λαφυραγωγούσαν ο αρχιεπίσκοπος, οι άρχοντες και τα μοναχικά τάγματα».
Οι Ορθόδοξοι της Κρήτης
«Με την κατάληψη της Κρήτης οι Βενετοί κατάργησαν τις ορθόδοξες επισκοπές, απαγόρευσαν τις χειροτονίες, κατέλαβαν τις εκκλησίες και αφαίρεσαν την εκκλησιαστική περιουσία. Η Ορθόδοξη Εκκλησία έμεινε χωρίς επισκόπους και στη θέση τους τοποθετήθηκε σε κάθε πόλη ένας πρωτοπαπάς, ελεγχόμενος και μισθοδοτούμενος από τη διοίκηση.
Οι Βενετοί πρόσφεραν προνόμια στους Ορθόδοξους ιερείς από ευλάβεια και υπολογισμό. Κληρικοί και μοναχοί απαλλάσσονταν από τις αγγαρείες, τη στρατολόγηση και άλλες υποχρεώσεις. Πολλοί επεδίωκαν την είσοδο στον κλήρο όχι από θείο ζήλο, αλλά υπολογιστικά. Η Βενετία προέβλεψε το φαινόμενο και ο κλήρος πολλαπλασιάστηκε. Αναφέρεται ότι το 1400 ήταν περίπου 200.000, ενώ το 1576 σε χωριά που αρκούσαν δύο παπάδες υπήρχαν 15 – 20. Μετά το 1453 κατέφυγαν στην Κρήτη από την Κωνσταντινούπολη και τις ελλαδικές επαρχίες πολλοί μορφωμένοι κληρικοί που συνέβαλαν στην ανύψωση του επιπέδου του κλήρου και πέτυχαν την προσήλωση στην Ορθοδοξία. Το ίδιο συνέβη και την περίοδο 1560 – 1620. Η επαφή του κλήρου με τα Πατριαρχεία της Ανατολής και τις μονές του Σινά και της Πάτμου συνέβαλε στη διατήρηση της ενότητας κλήρου και λαού, στην προσήλωση στην Ορθοδοξία και απέτρεψε την αφομοίωση των Κρητών από τη λατινική πίστη. Οταν άλλαξε η πολιτική των Βενετών και προσέγγισε το βενετικό με το κρητικό στοιχείο, άρχισε η πολιτιστική ανάπτυξη της Κρήτης που κορυφώθηκε με την Κρητική Αναγέννηση. Κρήτες -λαϊκοί και κληρικοί- σπούδασαν στην Ιταλία, εκδόθηκαν σπουδαία λογοτεχνικά κείμενα και αναπτύχθηκε η ζωγραφική. Η προσήλωση στην Ορθοδοξία και το ιδεώδες του βυζαντίου απεικονίζεται στην τέχνη της εποχής που είχε αυστηρά ορθόδοξο χαρακτήρα».
«Οι Κρήτες αντιτάχθηκαν στη βενετο-παπική κατοχή με σφοδρότητα. Διαφύλαξαν τη βυζαντινή κληρονομιά και τη συνείδηση του Ρωμιού. Δεν υπέκυψαν στον προσηλυτισμό, αλλά αντίθετα αφομοίωσαν τους φτωχούς Βενετούς αποίκους. Ομως όταν η Κρήτη ξεπέρασε τον σκόπελο της Βενετοκρατίας, βρέθηκε αμέσως μετά στην αγκαλιά του βάρβαρου Τούρκου κατακτητή», κατέληξε ο π. Βλαβογιλάκης.
“Η οχύρωση της Κρήτης στην περίοδο της Βενετοκρατίας” ήταν το θέμα της ομιλίας του επίτιμου έφορου Αρχαιοτήτων και προέδρου της Επιτροπής Ανάδειξης Οχυρώσεων Κρήτης Μιχάλη Ανδριανάκη.
Οπως τόνισε μεταξύ άλλων: «Το σύστημα οχύρωσης της Κρήτης από τους Βενετούς είναι ίσως το σημαντικότερο στη Μεσόγειο με δεδομένο ότι το νησί είχε μια ιδιαίτερη σημασία λόγω της γεωγραφικής του θέσης, αλλά και της γενικότερης αξίας που είχε για τη Βενετία. Ετσι όταν ήρθαν οι Βενετοί στο νησί και προσπάθησαν να επικρατήσουν, έκαναν ένα πρώτο σύστημα, οχύρωσαν τις πόλεις και κάποια επίκαιρα σημεία προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα θέματα ελέγχου του νησιού. Ετσι κατασκευάστηκαν μεγάλα φρούρια στις πόλεις και τα φρούρια στις επαρχίες της Καστελανής. Στα τέλη όμως της Βενετοκρατίας, που ήταν πια ο κίνδυνος να καταληφθεί η Κρήτη από τους Τούρκους, έχουμε μια νέα οχύρωση των πόλεων και κάποιων νησίδων (νησάκι Σούδας, Γραμπούσα, Θοδωρού, Σπιναλόγκα), γύρω από την Κρήτη, με τα νέα συστήματα οχύρωσης που ήταν τότε σε εξέλιξη».
Ενα από τα πρώτα και ιδιαίτερα σημαντικό φρούριο που κατασκευάστηκε από τους Ενετούς είναι αυτό της Παλαιόχωρας, το οποίο, όπως τόνισε ο κ. Ανδριανάκης, «έχουμε ξεκινήσει έρευνες για να μάθουμε περισσότερα πράγματα για την ιστορία του».