Τον Ιούλιο του 1956 συνέβη στην Αµοργό ο µεγαλύτερος σεισµός στην Ελλάδα κατά τον 20ο αιώνα, ενώ τον διαδέχθηκε το µεγαλύτερο τσουνάµι των τελευταίων δύο αιώνων στη Μεσόγειο. Η πηγή τους παρέµενε αινιγµατική και το ερώτηµα ποιο ρήγµα ευθυνόταν για τον σεισµό αυτό, ταλάνιζε τους επιστήµονες για χρόνια. Μια διεθνής ερευνητική οµάδα έδωσε την απάντηση χρησιµοποιώντας εξοπλισµό τελευταίας τεχνολογίας.
Ο σεισµός της Αµοργού σηµειώθηκε στις 9 Ιουλίου 1956, στον υποθαλάσσιο χώρο µεταξύ Αµοργού και Σαντορίνης. Το µέγεθός του κυµάνθηκε µεταξύ 7,2 και 7,8 Ρίχτερ. Η ακριβής θέση και το βάθος του αποτέλεσαν αντικείµενο συζήτησης, καθώς εκείνη την εποχή είχαν εγκατασταθεί µόνο λίγα σεισµόµετρα. Λίγα λεπτά αργότερα, ακολούθησε ένας δεύτερος σεισµός, πιο κοντά στη Σαντορίνη. Και οι δύο δονήσεις είχαν ως αποτέλεσµα 53 νεκρούς και πολλές ζηµιές. Επίσης, λίγα λεπτά µετά την πρώτη δόνηση, ένα τσουνάµι πληµµύρισε τις περισσότερες από τις κοντινές ακτές µε κύµατα ύψους µερικών µέτρων. ∆ύο βοσκοί σκαρφαλωµένοι στα βράχια κατά µήκος της νότιας ακτής του νησιού της Αµοργού, έγιναν αυτόπτες µάρτυρες ενός κύµατος ιδιαίτερα ψηλού, τουλάχιστον 20 µέτρων. Το νησί της Αστυπάλαιας πληµµύρισε επίσης µε κύµατα ύψους δέκα µέτρων.
Εξήντα οκτώ χρόνια µετά τον καταστροφικό αυτό σεισµό, µια διεθνής οµάδα µε ερευνητές από το Geoazur-Universite Cote d’ Azur, το Institut de Physique du Globe de Paris, το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών, το εργαστήριο Γεωλογίας της Ecole Normale Superieur de Paris και το εργαστήριο Vicorob του Πανεπιστηµίου της Girona, εντόπισε έπειτα από πολυετή έρευνα το ρήγµα που προκάλεσε τον σεισµό, αλλά και τη µετακίνηση που έγινε στον υποθαλάσσιο πυθµένα.
Το 2015, η διεθνής ωκεανογραφική αποστολή χαρτογράφησε τον θαλάσσιο πυθµένα µεταξύ της Σαντορίνης και της Αµοργού αποκαλύπτοντας τρία κύρια ρήγµατα που βρίσκονται περίπου 700 µέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Το 2022, η επόµενη αποστολή µε το γαλλικό ωκεανογραφικό σκάφος Europe αναχώρησε από το Ηράκλειο της Κρήτης και κατευθύνθηκε προς τα ρήγµατα αυτά. Συγκεκριµένα τµήµατα των ρηγµάτων χαρτογραφήθηκαν σε πολύ υψηλή ανάλυση µικρότερη από ένα µέτρο, από ένα αυτόνοµο υποβρύχιο όχηµα βαθέων υδάτων (AUV IdefX), το οποίο µπόρεσε να καταδυθεί και να ταξιδέψει κοντά στον βυθό.
Έναν χρόνο µετά, σε νέα αποστολή µε το ίδιο ερευνητικό σκάφος, η επιστηµονική οµάδα είχε µαζί της ένα υποβρύχιο ροµποτικό όχηµα, το Ariane, το οποίο ήταν εξοπλισµένο µε κάµερες που επέτρεπαν στους επιστήµονες να παρατηρήσουν τον βυθό της θάλασσας σε 4Κ. Όπως λέει χαρακτηριστικά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η καθηγήτρια του Τµήµατος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του ΕΚΠΑ, Παρασκευή Νοµικού, η οποία συµµετείχε στην αποστολή και στη δηµοσίευση, το ροµποτικό όχηµα «ήταν ουσιαστικά τα µάτια του επιστήµονα». Ο στόχος ήταν να διερευνηθούν εκτενέστερα τα τµήµατα των ρηγµάτων που είχαν επιλεγεί και να εντοπιστεί η πηγή αυτών των µεγάλων γεγονότων.
∆εν είναι η πρώτη φορά που θαλάσσιοι γεωλόγοι εντοπίζουν σεισµικά ρήγµατα στον πυθµένα της θάλασσας µε ροµποτικά οχήµατα. Αυτό έχει επιτευχθεί στην Καραϊβική και στην Ιαπωνία για τους σεισµούς του 2004 και του 2011, αντίστοιχα, που προκάλεσαν τσουνάµι. Εδώ, όµως, αναζητήθηκε το ρήγµα ενός παλαιότερου και λιγότερο τεκµηριωµένου σεισµού και τσουνάµι, των οποίων η πηγή παρέµενε αινιγµατική.
Όπως διαπιστώθηκε κατά την έρευνα, η µετακίνηση του υποθαλάσσιου πυθµένα κατά τη διάρκεια του µεγάλου αυτού σεισµού ήταν κατ’ ελάχιστον εννιά µέτρα και σε ορισµένα σηµεία έφτανε ακόµα και τα 16 µέτρα. «Πρόκειται για πολύ µεγάλη µετακίνηση, αλλά δικαιολογείται για έναν σεισµό που «ακούµπησε» τα 7,8 Ρίχτερ», παρατηρεί η κ. Νοµικού.
Σύµφωνα µε την ανάλυση των δεδοµένων, το ρήγµα που ενεργοποιήθηκε κατά τον σεισµό ήταν το ρήγµα της Αµοργού. Η κ. Νοµικού περιγράφει ότι «µελετήσαµε και τα τρία ρήγµατα, προκειµένου να βρούµε σηµάδια ενεργοποίησης, τα οποία να µας δείχνουν ποιο ήταν υπεύθυνο για τον σεισµό. Το µόνο που είχε σηµάδι ενεργοποίησης ήταν το ρήγµα της Αµοργού».
Επίσης, οι ερευνητές εντόπισαν ότι το τσουνάµι προκλήθηκε από τη µεγάλη µετακίνηση του ρήγµατος και όχι από υποθαλάσσιες κατολισθήσεις, όπως υποστηρίχθηκε κατά το παρελθόν. Τα αποτελέσµατα της έρευνας δηµοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Communications Earth & Environment» του οµίλου Nature.
Η έρευνα εντάσσεται στο πρόγραµµα «AMORGOS», που χρηµατοδοτείται από το Εθνικό Ίδρυµα Ερευνών της Γαλλίας και γαλλικά ερευνητικά ιδρύµατα και θα συνεχιστεί µέχρι το 2029. Επόµενος στόχος της έρευνας, σύµφωνα µε την κ. Νοµικού, είναι να µελετηθεί η συνέχεια του ρήγµατος στον χερσαίο χώρο και η µετακίνησή του.