Μπορεί να φωτογραφίσει κανείς κάτι αόρατο; Κάτι που δεν είναι απτό αλλά υπάρχει; Κι ακόμα, πώς υπερβαίνει κάποιος το προφανές; Και πώς μπορεί να αποτυπώσει την “ψυχή” των πραγμάτων, πέρα από τις διαστάσεις του χώρου και του χρόνου που τα καταδυναστεύουν;
Σε αυτά τα ερωτήματα, μεταξύ άλλων, μοιάζει να θέλει να απαντήσει ο Μιχάλης Πολυχρονάκης στην έκθεση φωτογραφίας με τίτλο “Μετα-Ταμπακαριά – Το τελευταίο βλέμμα”, που θα εγκαινιαστεί το ερχόμενο Σάββατο, 20 Ιανουαρίου, στην αίθουσα τέχνης “Β. Μυλωνογιάννη” (Χαρ. Τρικούπη 14, Χανιά).
Μια έκθεση μέσα από την οποία ο καταξιωμένος καλλιτέχνης εστιάζει ξανά μέσα από τον φωτογραφικό φακό του στα εμβληματικά βιομηχανικά κτήρια των ταμπακαριών, τα οποία μελετάει 20 ολόκληρα χρόνια. Μόνο που αυτή τη φορά, επιχειρεί να αποτυπώσει όσα δεν φαίνονται στο μάτι. Αυτή την «υποστασιακή αύρα», τη «μυστηριακή ανταύγεια» και την «αδιευκρίνιστη “πυκνότητα”», που νιώθει κανείς σε αυτόν τον χώρο, όπως σημειώνει ο ίδιος στο κείμενο τεκμηρίωσης της νέας του δουλειάς.
“ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ”
Αποφεύγοντας οποιαδήποτε νοσταλγικότητα και ρομαντισμό που υποβάλλει ένας χώρος που βλέπει το τέλος της βιομηχανικής του ύπαρξης να πλησιάζει, ο Μιχάλης Πολυχρονάκης λειτουργεί περισσότερο ως μύστης του αδιόρατου εαυτού των ταμπακαριών.
«Ο τόπος εδώ, τελεί υπό το καθεστώς μιας ιδιάζουσας πνευματικής διακατοχής (στοιχείωσης), η οποία και προσδίδει μια μεταφυσική διάσταση στο χώρο», τονίζει καθώς βρέθηκε να ιχνηλατεί «την πεμπτουσία, την ψυχή, ή καλύτερα αυτό που ονομάζουμε “το Πνεύμα του τόπου”», δηλαδή «το αόριστο αλλά πολύ συγκεκριμένο εκείνο στοιχείο, που προσδιορίζει και ταυτοποιεί έναν τόπο, προσδίδοντάς του “προσωπικά” χαρακτηριστικά και ιδιότητες, λες και κάτι έμψυχο βρίσκεται κρυμμένο μέσα του». Κάτι σαν κυνήγι φαντασμάτων, όπως ομολογεί ο ίδιος.
Πώς όμως, με ποια “μάτια” μπορεί να ριχτεί κανείς σε μια τέτοια αναζήτηση; «Αν αναγνωρίζω μια θεμελιακή και αναπόφευκτη “υποχρέωση” σε ένα φωτογράφο, ετούτη δεν είναι άλλη, από την ευθύνη του “να βλέπει”, όχι όμως μόνο με τη βιολογική αλλά (κυρίως) με την υπαρξιακή του ιδιότητα και πτυχή», εξηγεί και συμπληρώνει: «Μέσα από το πρίσμα μιας τέτοιας προοπτικής, τίποτε το φαντασιακό δεν μπορεί να λογίζεται αδιάφορο και τίποτε το φαντασματικό, δεν πρέπει να διαφεύγει αθεώρητο» και συνεπώς «σε έναν “έμψυχο” τόπο, δεν μπορεί να αναλογεί τίποτε λιγότερο, από ένα αντιστοίχως “εσώψυχο” βλέμμα».
“ΜΑΝΤΕΙΟ ΟΧΙ ΜΝΗΜΕΙΟ”
Είναι σαφές ότι μια τέτοια αποστολή προϋποθέτει μικρές ή μεγαλύτερες εσωτερικές μετατοπίσεις από τον καλλιτέχνη – φωτογράφο καθώς «αν θέλουμε πραγματικά να αποτίσουμε φόρο τιμής και ν’ ανταποκριθούμε επάξια στο κάλεσμα του υπόδηλου ενεργειακού δυναμικού των Ταμπακαριών, αυτά πρέπει να ιδωθούν, να εννοηθούν και να βιωθούν, όχι ως “μνημείο” αλλά ως “μαντείο” κι ο φωτογράφος τους να μεταμορφωθεί, από αυτόπτης μάρτυρας και θεατής, σε επιτελεστικός μεσολαβητής και διακομιστής!».
Αναζητώντας οιωνούς και χρησμούς του σύγχρονου αυτού μαντείου, στα ανεπεξέργαστα δέρματα των ζώων και στα λιμνάζοντα απόνερα της βυρσοδεψίας, ο Χανιώτης φωτογράφος ήταν σαν να βρέθηκε “στη ρωγμή του χρόνου” και τα ταμπακαριά να αποκαλύφθηκαν μπροστά στον φακό του ως κάτι μυθικό και μαγικό: ως ένας τόπος «μεταβατικός, εκκρεμής και αιωρούμενος», ένας τόπος «μεταιχμιακός και ενδιάμεσος, που μετεωρίζεται και ακροβατεί, στο “νεκρό” χρόνο μεταξύ μιας παρατεταμένης αναστολής και μιας επικείμενης μετάλλαξης».
ΣΤΗ ΣΦΑΙΡΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ
Όμως μεταβαίνοντας μέσα από τις φωτογραφίες του Μιχάλη Πολυχρονάκη από την επικράτεια του ρεαλισμού σε εκείνη του μύθου και της ποίησης, είναι σαν τα ταμπακαριά να προστατεύονται οριστικά από τη φθορά του χρόνου και της ύλης, αλλά κι από τα όποια δρομολογημένα σχέδια μετάλλαξης της περιοχής σε ένα μεγάλο… ξενοδοχείο.
Άλλωστε, όπως υποστηρίζει ο φωτογράφος, πέρα από το προφανές και το απτό κατοικεί το ουσιώδες, το καθαγιασμένο και το ιερό: «Δεν είναι επομένως το προφανές αλλά το ιεροφανές, εκείνο προς το οποίο πρέπει να στρέψουμε το βλέμμα και το ενδιαφέρον μας στα Ταμπακαριά, αν θέλουμε να είμαστε βαθείς, αποκαλυπτικοί και ουσιώδεις κι αν πρόκειται να φανούμε αντάξιοι της μεγάλης ευθύνης μιας “χρησμοληψίας”, από το ενδογενές πνεύμα ετούτου εδώ του τόπου».
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Κάπως έτσι η έκθεση “Μετα-Ταμπακαριά – Το τελευταίο βλέμμα” είναι ουσιαστικά σαν να χαρίζει την αθανασία σε ένα βιομηχανικό σύμπλεγμα που “σφράγισε” τη φυσιογνωμία της περιοχής της Χαλέπας αλλά και τη σύγχρονη ιστορία της πόλης.
Ένα κτιριακό σύμπλεγμα, όμως, που όπως διαβλέπει κι ο Μιχάλης Πολυχρονάκης βαίνει στο οριστικό κλείσιμο του πολυδιάστατου και βαρυσήμαντου κύκλου του ως βιοτεχνικού συνόλου, αρχιτεκτονικής ενότητας αλλά και ως ψυχοενεργειακού πεδίου καθώς απομαγεύεται, αδρανοποιείται κι εγκαταλείπεται από το πνεύμα του και τα ταμπακαριά «διαβαίνουν μέσα σε βαριά σιωπή, το αχανές κατώφλι της μετοικεσίας τους, προς τους ομιχλότοπους της λήθης…». Το ερώτημα δε που θέτει ο φωτογράφος στο σημείωμά του, αν «θα μπορέσουμε να μετατρέψουμε (έστω ένα) “κέλυφος”, σε “κιβωτό”», ηχεί εντελώς ρητορικό: η απάντηση από τους αρμοδίους έχει δοθεί ήδη μέσα από τους χειρισμούς που επιφύλαξαν στο εργοστάσιο της Α.Β.Ε.Α.
Υπό αυτή την έννοια η επικείμενη έκθεση αποτελεί συγχρόνως κι έναν καλλιτεχνικό, εξυμνητικό και τελετουργικό αποχαιρετισμό στα ταμπακαριά.
Με τον επίλογο στο κείμενο τεκμηρίωσης της έκθεσης να κλείνει με το ποίημα του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη “Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον” και να διαβάζεται λες και γράφτηκε για μια άλλη μικρή “Αλεξάνδρεια”, τα “δικά μας” ταμπακαριά.