Τα τελευταία χρόνια έγιναν σημαντικές αλλαγές όσον αφορά την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών συστημάτων σε κτήρια και σε αγροτικές εκτάσεις τα οποία γνώρισαν εκρηκτική ανάπτυξη τα τελευταία 5-6 χρόνια μετά την αλλαγή του θεσμικού πλαισίου στην Ελλάδα η οποία τους επέτρεψε να αναπτυχθούν ταχύτατα.
Η πολιτεία, αδυνατώντας να πληρώσει τις υψηλές τιμές που (λανθασμένα;) είχε υποσχεθεί στους μικρούς, μεσαίους και μεγάλους επενδυτές φωτοβολταϊκών συστημάτων, πραγματοποίησε σημαντικές μειώσεις των προσυμφωνημένων τιμών (feed-in tariffs) που προσέφερε στην ηλεκτρική ενέργεια που εγχυόταν στο ηλεκτρικό δίκτυο με αποτέλεσμα την απογοήτευση των επενδυτών οι οποίοι είχαν ήδη επενδύσει σε τέτοιες εγκαταστάσεις, αλλά και όλων εκείνων οι οποίοι φιλοδοξούσαν να προβούν σε μελλοντικές επενδύσεις καθώς είδαν τις προσδοκίες τους για γρήγορα και μεγάλα κέρδη να διαψεύδονται από τη νέα πραγματικότητα.
Φυσικό επακόλουθο ήταν να μειωθεί πολύ το ενδιαφέρον για τη δημιουργία νέων φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων, αλλά και να οδηγηθούν σε αδιέξοδο και να συρρικνωθούν οι πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες είχαν δραστηριοποιηθεί στον τομέα αυτό.
Σήμερα, λίγα χρόνια μετά τα προαναφερθέντα, μια νέα και καινοτόμος για τη χώρα μας αλλαγή του θεσμικού πλαισίου θα δώσει ίσως τη δυνατότητα επαναθέρμανσης του ενδιαφέροντος για νέες φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις καθώς αναμένεται να τονώσει τη ζήτηση για τη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με την τεχνολογία αυτή.
Το νέο θεσμικό πλαίσιο το οποίο ισχύει πλέον μετά από Υπουργική Απόφαση που εξεδόθη από το Υ.Π.Ε.Κ.Α. στα τέλη του παρελθόντος Δεκεμβρίου αναφέρεται στη δυνατότητα του «Ενεργειακού συμψηφισμού – net metering» που προσφέρεται πλέον στους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις εκείνες οι οποίες καταναλώνουν ηλεκτρική ενέργεια από το δίκτυο.
Ο θεσμός του ενεργειακού συμψηφισμού ισχύει σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες εδώ και χρόνια και αναμένεται να έχει σημαντική ανταπόκριση στους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας. Ο θεσμός αυτός δίδει τη δυνατότητα σε έναν καταναλωτή ηλεκτρικής ενέργειας να εγκαταστήσει ένα φωτοβολταϊκό σύστημα στην κατοικία του ή στην επιχείρησή του και να εγχύει την παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια στο δίκτυο (μετά τη λήψη βέβαια των απαραίτητων αδειών από την πολιτεία).
Ο συμψηφισμός της καταναλισκομένης από το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας και της αντίστοιχης η οποία παράγεται από το φωτοβολταϊκό σύστημα και εγχύεται στο δίκτυο γίνεται σε κάθε λογαριασμό που εκδίδεται από τη ΔΕΗ και ολοκληρώνεται σε ετήσια βάση ως εξής: Εάν η ενέργεια που απορρόφησε ο καταναλωτής από το δίκτυο είναι μεγαλύτερη από την ηλεκτρική ενέργεια που παρήγαγε στο φωτοβολταϊκό σύστημά του και η οποία διοχετεύτηκε στο δίκτυο, ο καταναλωτής πληρώνει τη διαφορά. Εάν αντίστοιχα σε ετήσια βάση η ενέργεια που παρήχθη από το φωτοβολταϊκό σύστημα και διοχετεύτηκε στο δίκτυο είναι περισσότερη από την ενέργεια που απορρόφησε από το δίκτυο ο καταναλωτής τότε αυτός δεν δικαιούται καμίας αποζημίωσης λόγω του γεγονότος ότι διοχέτευσε στο δίκτυο περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια από όση απορρόφησε.
Με τον θεσμό αυτό, λοιπόν, δεν προσφέρεται κάποια χρηματική αποζημίωση στον ιδιοκτήτη του φωτοβολταϊκού συστήματος όπως γινόταν μέχρι σήμερα με τη μορφή προσυμφωνημένης τιμής – ταρίφας, αλλά γίνεται συμψηφισμός της ηλεκτρικής ενέργειας που διοχέτευσε και απορρόφησε από το δίκτυο ο καταναλωτής.
Τα οφέλη που προκύπτουν για τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις λόγω του νέου αυτού θεσμού είναι πολλά και συγκεκριμένα:
Ο ιδιώτης με την εγκατάσταση ενός μικρού φωτοβολταϊκού συστήματος στην κατοικία του, κόστους σήμερα λίγων χιλιάδων ευρώ, μπορεί να παράγει όση ηλεκτρική ενέργεια καταναλώνει ετησίως και να μην πληρώνει το ηλεκτρικό ρεύμα που καταναλώνει από το δίκτυο.
Ταυτόχρονα αντισταθμίζοντας τις «πετρελαϊκές κιλοβατώρες» που απορροφά από το δίκτυο με «ηλιακές κιλοβατώρες» που θα παράγει με το Φ/Β σύστημα μηδενίζει το οικολογικό του αποτύπωμα λόγω της χρήσης ηλεκτρικής ενέργειας στην κατοικία του.
Οι επιχειρηματίες του πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τομέα μπορούν να μειώσουν το κόστος παραγωγής των προϊόντων τους καθώς ενδεχομένως δεν θα πληρώνουν πλέον για την ηλεκτρική ενέργεια που θα απορροφούν από το δίκτυο, επενδύοντας ταυτόχρονα στη δημιουργία ενός φωτοβολταϊκού συστήματος στην επιχείρηση τους κατάλληλης ηλεκτρικής ισχύος.
Η δυνατότητα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με Φ/Β συστήματα διευκολύνει τις επιχειρήσεις να εφαρμόσουν ένα σύστημα περιβαλλοντικής διαχείρισης, αλλά και να παράξουν προϊόντα και υπηρεσίες με χαμηλές ή και μηδενικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η εγκατάσταση ενός συστήματος σε ένα κτήριο και ο ενεργειακός συμψηφισμός της παραγόμενης και καταναλισκόμενης ηλεκτρικής ενέργειας δεν αναβαθμίζει το κτήριο όσον αφορά την ενεργειακή κατάταξή του.
Οι επιπτώσεις στο περιβάλλον από την ύπαρξη του νέου αυτού θεσμού του ενεργειακού συμψηφισμού θα είναι θετικές καθώς θα μειωθούν οι εκπομπές διαφόρων ρύπων από τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με χρήση ορυκτών καυσίμων εφόσον ορισμένες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας θα παράγονται πλέον από φωτοβολταϊκά συστήματα.
Οι επιπτώσεις στην οικονομία της χώρας θα είναι θετικές καθώς θα αυξηθούν οι επενδύσεις σε φωτοβολταϊκά συστήματα και θα βελτιωθεί το εμπορικό ισοζύγιο καθώς θα δαπανώνται λιγότερα χρήματα για τις εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ταυτόχρονα θα ενισχυθεί η ενεργειακή αυτάρκεια και η ασφάλεια της χώρας καθώς θα χρησιμοποιούμε περισσότερο ένα εγχώριο ανανεώσιμο ενεργειακό πόρο -την ηλιακή ενέργεια- αντί για εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Ταυτόχρονα θα υπάρξει οικονομικό όφελος λόγω των χρημάτων που δαπανώνται όσον αφορά την αγορά δικαιωμάτων εκπομπών CO2.
Ιδιαίτερα θετικές συνέπειες θα έχει ο θεσμός του ενεργειακού συμψηφισμού στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα των φωτοβολταϊκών συστημάτων οι οποίες βίωσαν τα τελευταία χρόνια μια πρωτοφανή μείωση των δραστηριοτήτων τους. Με τον νέο αυτό θεσμό και την αναμενόμενη αύξηση των επενδύσεων, σε φωτοβολταϊκά συστήματα, οι εταιρείες αυτές θα γνωρίσουν αύξηση των εργασιών τους και βεβαίως θα αυξηθεί πάλι ο αριθμός των εργαζομένων τους. Συνεπώς ο νέος θεσμός του ενεργειακού συμψηφισμού συμπληρώνει στην Ελλάδα τον υπάρχοντα θεσμό της αγοράς σε προσυμφωνημένες τιμές (feed – in tariffs) της παραγόμενης με φωτοβολταϊκά συστήματα και εγχυόμενης στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας και αναμένεται να έχει πολλαπλά οφέλη στους πολίτες, στις επιχειρήσεις και στη χώρα.
Η αλλαγή του θεσμικού πλαισίου με την εισαγωγή του ενεργειακού συμψηφισμού ενισχύει την ενεργειακή δημοκρατία επιτρέποντας στο κάθε πολίτη να παράγει την ηλεκτρική ενέργεια που καταναλώνει στο σπίτι του ή στην επιχείρησή του, κάτι που παλαιότερα ήταν προνόμιο κάποιων ιδιωτικών ή δημόσιων μονοπωλίων.
*Ο κ. Γιάννης Βουρδουμπάς διδάσκει ενεργειακή τεχνολογία στο Τ.Ε.Ι. Κρήτης και είναι επιστημονικός συνεργάτης του Μ.Α.Ι.Χ.