«Φοβάμαι μήπως συνηθίσω έτσι… πάντα από μακριά!» Το επιτοίχιο σλόγκαν το συναπάντησα τυχαία αρκετούς μήνες πριν, σε μια πρωινή μου περιήγηση στα στενοσόκακα της πόλης μας και πραγματικά με άγγιξε. Το σκεφτόμουν συχνά. Γιατί άραγε; Iσως επειδή, όπως πίστευα τότε, αναφερόταν σ’ αυτόν τον αμιγώς, τον καθαρά ανθρώπινο πόθο για αυτό- ό,τι σημαίνει αυτό για τον καθένα μας- που δεν μπορούμε να φτάσουμε, να γευτούμε, να νιώσουμε. Πρωτίστως όμως επανερχόταν στη σκέψη μου θαρρώ, γιατί μιλούσε για τον φόβο, όχι τόσο μη και τελικά δε κατακτήσουμε το όνειρό μας, όσο μη και συμβιβαστούμε, συνηθίσουμε, υποκύψουμε μοιρολατρικά στο αναπόφευκτο του πράγματος, σταματήσουμε να ελπίζουμε. Μια ευαίσθητη μεταφορά αποτυπωμένη με μεγάλα καλλιγραφικά σχεδόν γράμματα πάνω σ’ έναν τοίχο…
Σήμερα πόσο διαφορετικά αναστοχάζομαι πάνω στα συγκεκριμένα λόγια! Φοβάμαι όντως μήπως και συνηθίσω πάντα από μακριά. Αλλά τώρα το σκέφτομαι αλλιώτικα. Κυριολεκτικά. Αγωνιώ μήπως και όταν τελειώσουν όλα- ελπίζω και προσεύχομαι το συντομότερο δυνατόν- μήπως και στη λέξη συν-άνθρωπος μείνει για πάντα μια παύλα στην μέση. Η παύλα της διαμεσολάβησης από τεχνολογία και οθόνες, η παύλα του υπολανθάνοντα φόβου για το άγγιγμα και την αφή, η παύλα μιας αγεφύρωτης αποξένωσης από τον άλλον, η παύλα της μοναξιάς και του οικιοθελούς αυτοεγκλωβισμού στον εαυτό μας…
Αλήθεια πόσο παράδοξα είναι τα παιχνίδια της ερμηνείας. Και πόσο εύκολα, πόσο τρομακτικά εύκολα, μπορεί να περάσει κάποιος από την υποκειμενική, εύπλαστη μεταφορά στην αντικειμενική, άτεγκτη κυριολεξία…
Όχι, δεν θα ξεσυνηθίσει ο άνθρωπος τον άνθρωπο, θα τον αναζητήσει και θα τον σφίξει μετά πιο θερμά στην αγκαλιά του. Γιατί πάντα αυτός ο φόβος πως ο άνθρωπος θα πάψει να είναι άνθρωπος; Γιατί τόση υποτίμηση;