Η συζήτηση στη Βουλή είχε θέμα τον προϋπολογισμό. Στην αίθουσα βρίσκονταν 10 βουλευτές, δηλαδή μόλις το 3% των ανθρώπων που μας εκπροσωπούν. Οι υπόλοιποι δούλευαν πυρετωδώς στα γραφεία τους, τα οποία με “κόπο” συντηρούν ή έδιναν συνεντεύξεις στα κανάλια, που με ευκολία τους συντηρούν στην επικαιρότητα.
Την συζήτηση παρακολουθούσαν 53 μαθητές. Μήπως μεγάλη μερίδα των μαθητών αυτών θα είναι οι πολίτες που σε λίγα χρόνια θα χρησιμοποιούν αβίαστα την έκφραση “όλοι ίδιοι είναι”; Μήπως αυτοί οι μαθητές είναι το μέλλον της χώρας που μεγαλώνει με την ρετσινιά του χρεοκοπημένου τεμπέλη; Μήπως αυτοί οι μαθητές συνειδητοποιούν ότι πιθανά θα είναι οι επόμενοι άνεργοι, απεργοί, αγανακτισμένοι; Αυτοί που θα διαδηλώνουν συνθηματικά έξω από τη Βουλή, αφού μέσα της, κανείς δεν εκδηλώνεται πολιτικά;
Η αντιπολίτευση έχει το αναφαίρετο δικαίωμα έκφρασης αντίθετης γνώμης. Αυτό που συμβαίνει όμως αέναα, είναι ένα περίεργο πολιτικό φαινόμενο: Η αντιπολίτευση έχει σταθερά διαφορετική άποψη από την κυβέρνηση. Στοιχείο που μας οδηγεί στην εντύπωση ότι ένας από τους δύο πρέπει να έχει άδικο. Είναι στατιστικά αδύνατο η κυβέρνηση να παίρνει μονίμως την χειρότερη απόφαση και η αντιπολίτευση να έχει μονίμως την καλύτερη πρόταση.
Oταν η Ν.Δ ήταν αντιπολίτευση, αντιδρούσε σε κάθε απόφαση της κυβέρνησης Παπανδρέου. Μόνο όταν της δόθηκε η δυνατότητα να πλησιάσει την πρωθυπουργία με την διαδικασία της συνεργασίας, έριξε τους αντιπολιτευτικούς τόνους και ανακάλυψε την αναγκαιότητα των μέτρων λιτότητας. Η επιτυχία της Ν.Δ. ήταν το ότι κατάφερε να συνεχίσει την πολιτική του ΠΑΣΟΚ, έχοντας το ίδιο το ΠΑΣΟΚ ως κυβερνητικό σύμμαχο. Αντίθετα, όταν η ΔΗΜΑΡ κατάλαβε ότι η παρουσία της στην κυβέρνηση, της αφαιρούσε την πολιτική της ταυτότητα, απαραίτητη για ένα μικρό κόμμα που θέλει να κάνει την μεγάλη αριστερή διαφορά, αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Διαφορετικά, η ΔΗΜΑΡ θα ήταν πολύ κάτω από το δημοσκοπικό 3%.
Το λάθος της Ν.Δ. είναι ότι αναζητά συμμαχίες με εκκωφαντική υπεροψία στελεχών. Στελέχη των βασικών υπουργείων Υγείας, Οικονομικών και Παιδείας δεν καταλαβαίνουν ότι απλά καίγονται πολιτικά, με σκοπό τον έλεγχο της αντίδρασης της κοινής γνώμης στα πιο ακραία σενάρια. Παραβλέπετε το γεγονός, ότι είναι αδύνατο να μην υπάρχει ένα κοινό σημείο αφετηρίας για την επίτευξη της ανάκαμψης. Αυτό άλλωστε θα έπρεπε να είναι και το βασικό ζητούμενο. Οταν σύσσωμο το πολιτικό σύστημα οδηγήσει την χώρα στην ανάκαμψη, τότε και μόνο τότε κάθε πολιτικό κόμμα ξεχωριστά, θα μπορεί να διεκδικήσει την ψήφο, παρουσιάζοντας στοιχεία για τον ιδιαίτερο τρόπο αξιοποίησης της μελλοντικής ανάπτυξης.
Αντί να συμβεί αυτό, τα κόμματα ανταλλάσσουν χαρακτηρισμούς που ξεπερνούν τα όρια υγιούς πολιτικής αντιπαράθεσης. Καταφεύγουν σε εξυπνακίστικους και μάλιστα προσωπικούς επιθετικούς προσδιορισμούς, αποδεικνύοντας, όχι ότι το επίπεδο του πολιτικού διαλόγου έπεσε προσφάτως, αλλά πολύ χειρότερα, το ότι ήταν εδώ και πολύ καιρό καταβαραθρωμένο. Προσπαθούν μάλιστα να επαναπροσδιορίσουν το αυτονόητο της δημοκρατικότητάς τους, αυτοαποκαλούμενοι κόμματα του “δημοκρατικού τόξου”. Τους διαφεύγει μάλλον, το ότι όταν δηλώνεις έξυπνος, το μόνο που καταφέρνεις είναι να διεκδικείς μερίδιο ανοησίας. Τους διαφεύγει, το ότι όσο συνεχίζεται ο καβγάς καφενείου που έχουν στήσει σε Βουλή και κανάλια, τόσο κάποιοι που δεν ζήτησαν ποτέ την συμμετοχή τους στο λεγόμενο “δημοκρατικό τόξο”, θα συνεχίσουν να ρίχνουν ανενόχλητοι τα ερωτικά, εθνικόφρονα βέλη τους στις καρδιές των ψηφοφόρων.
Η κατάληξη όλων αυτών είναι ένας διπλός εσωτερικός φόβος: Οι “πιστοί πολίτες”βλέπουν τις προσφερόμενες στον ναό του έθνους “θυσίες” να γίνονται αντικείμενο πεζοδρομιακής διένεξης, μεταξύ «ιερέων – πολιτικών», που παραμένουν ζαλισμένοι από το λιβάνι της εξουσιολαγνείας. Κι επειδή κανείς δεν φαίνεται να ασχολείται με τις αγωνίες τους, αρχίζουν να φοβούνται τον ίδιο τους τον εαυτό. Με τον ίδιο τρόπο, τα κόμματα εξουσίας φοβούνται κυρίως τα φίλια πυρά: Η Ν.Δ. την προς το παρόν άσφαιρη, αλλά μονίμως παρούσα Ντόρα Μπακογιάννη. Ο ΣΥΡΙΖΑ, τον γηραιό, αλλά ιδεολογικά ευρητενή Μανώλη Γλέζο.
Κι όταν δεν αρθρώνεται καθαρός πολιτικός λόγος, ο Νότης Σφακιανάκης αποκτά δικαίωμα τοποθέτησης. Oύτε εμείς τον ρωτήσαμε για το αν του άρεσαν τα λουλούδια που τόσο καιρό του πετούσαμε στις πίστες. Συνεπώς, γιατί θα πρέπει κι αυτός να μας ρωτήσει για το αν μας ενδιαφέρουν οι απόψεις του;