Βιότοπος – περιγραφή
Η λατινική ονοµασία του βοτάνου είναι Opuntia ficus – indica (Οπουντία η Ινδική συκή). Την συναντούµε σε όλη την Ελλάδα (ιδιαίτερα σε Πελοπόννησο και νησιά) µε τα ονόµατα Φραγκοσυκιά, Αγριοσυκιά, Μπαρµπαροσυκιά, Κλαψοσυκιά, Κλαποσυκιά, Παπουτσοσυκιά, Φαραοσυκιά. Ανήκει στην οικογένεια των Κακτοειδών που περιλαµβάνει περίπου 200 φυτά.
Η Φραγκοσυκιά είναι κάκτος που ζει περισσότερο από 200 χρόνια και φτάνει σε ύψος µέχρι τα 5 µέτρα. Αποτελείται από κυκλικά ή ωοειδή σαρκώδη τµήµατα ενωµένα µεταξύ τους τα οποία ονοµάζονται κλαδώδια. Στην πραγµατικότητα, αυτά που εµείς θεωρούµε «φύλλα» του φυτού, είναι βλαστοί µε λειτουργικές ιδιότητες φύλλων, µήκους 20 – 50 εκατοστών, πλάτους 10 – 20 εκατοστών και καλύπτονται από κηρώδες στρώµα. Αρχικώς είναι άκρως ευαίσθητοι, προοδευτικώς όµως αυξάνουν και τελικώς αποκτούν ινώδη (ξυλώδη) υπόσταση, για να καταλήξουν στον σχηµατισµό του κορµού τα οποία όµως ασκούν και την φωτοσυνθετική λειτουργία. Η φραγκοσυκιά είναι άφυλλος ως δένδρο. Τα φύλλα της έχουν υποστεί «ισχυράν πήρωσιν» και έχουν µετατραπεί σε ακάνθας, ή φυλλακάνθας, Είναι µικρά, βελονοειδή, εύπτωτα, σκληρά, µυτερά όργανα και επιτυγχάνουν δύο στόχους. Μειώνουν την διαπνοή ώστε να µη χάνεται το αποταµιευµένο νερό και προστατεύουν από την επιδροµή των φυτοφάγων ζώων.
Η φραγκοσυκιά, ζει σε αµµώδη, πετρώδη ξηρά ή άνυδρα εδάφη. Για τον σκοπό αυτό έχει δηµιουργήσει ένα δικό της αµυντικό σύστηµα, ώστε να δύναται να επιβιώνει και σε περιόδους παρατεταµένης ανοµβρίας. Για να αντέχει στην ξηρασία το φυτό αποθηκεύει µεγάλες ποσότητες νερού στους ιστούς του κορµού ενώ παράλληλα έχει σηµαντική µείωση της διαπνοής που επιτυγχάνεται µε την εξαφάνιση των φύλλων και την αντικατάστασή τους από τις αγκίδες.
Τα άνθη είναι µεγάλα και εντυπωσιακά, κίτρινα, άµισχα και εκφύονται συνήθως από το πάνω µέρος του φυτού. Την άνοιξη, στην άκρη των κλάδων, παρουσιάζονται ανθοδόχες, στεφανωµένες µε µεγάλα χρυσοκίτρινα άνθη, που µετατρέπονται στη συνέχεια σε χυµώδεις, κοκκινωπούς ή κιτρινωπούς καρπούς, που µοιάζουν µε µικρά βαρελάκια, γεµάτους από δέσµες αιχµηρών αγκίδων. Οι καρποί περιέχουν αρκετούς σπόρους (που φθάνουν και τους 300, σε ένα φρούτο 160 γραµµαρίων) και γλυκιά γεύση. Τους βρίσκουµε στην αγορά από τον Αύγουστο έως τα µέσα Σεπτεµβρίου.
Ιστορικά στοιχεία
Το όνοµα οφείλεται στο ότι εισήχθη στη χώρα µας την περίοδο της Φραγκοκρατίας ή γιατί δηλώνει πως είναι είδος ξενικό (φράγκικο). Για το δεύτερο συνθετικό του ονόµατος χρησιµοποιήθηκε το σύκο, που είναι κι αυτό µαλακό µε πολλούς σπόρους και ωριµάζει την ίδια περίοδο, όπως το φραγκόσυκο.
Η πατρίδα του φυτού είναι η Αµερική. Αυτοφύεται σε Περού, Μεξικό και Βραζιλία. Η πρώτη περιγραφή του έγινε το 1535 από τον Ισπανό Gonçalo Hernández de Oviedo y Valdés στην «Ιστορία των Ανατολικών Ινδιών».
Τον 16ο αιώνα µεταφέρθηκε από το Μεξικό στη Σικελία και µετά στην Κορσική. Κατόπιν µεταπήδησε στο Αλγέρι, όπου καλλιεργήθηκε συστηµατικά για τους κλάδους της τα οποία έδιναν ως τροφή στις καµήλες και τα άλλα ζώα.
Εδώ και εκατοντάδες χρόνια χρησιµοποιούσαν το φυτό για τις θεραπευτικές του ιδιότητες.
Στο Μεξικό θεωρούσαν τα άνθη και τους καρπούς του φυτού ως αποχρεµπτικά, αντιδιαρροϊκά και κατά του ερυσιπέλατος. Στο Αλγέρι χρησιµοποιούσαν τους βλαστούς σε καταπλάσµατα σε αµυγδαλίτιδες. Στην Ευρώπη οι χωρικοί αρχικά χρησιµοποίησαν µέρη του σαρκώδους βλαστού για καταπλάσµατα µε εξαιρετικά αποτελέσµατα για την ωρίµανση και διάνοιξη αποστηµάτων. Το χρησιµοποιούσαν επίσης ως στυπτικό κατά της διογκώσεως της σπλήνας από ελονοσία.
Στην Ελλάδα δεν το χρησιµοποιούσαν εσωτερικώς για θεραπευτικούς σκοπούς. Στην Ιταλία όµως χρησιµοποιούσαν το αφέψηµα των ανθέων κατά των παθήσεων των νεφρών µε εξαιρετικά αποτελέσµατα. Στη Μάνη και σε µικρότερη κλίµακα στη Μεσσηνία χρησιµοποιούν ακόµη τους κλάδους και τους καρπούς της φραγκοσυκιάς για τροφή των χοίρων και των κατσικιών, αφού πρώτα τα ψήσουν σε ανθρακιά και τα απαλλάξουν από τα αγκάθια τους.
Στην Κρήτη έλεγαν «Και µαραµένη τση φωθιάς νάναι φυτρώνει» Την χρησιµοποιούσαν ως απαλετικό για την ταχύτερη διάνοιξη των δοθιήνων και σκληριών και κυρίως για το πετροπάτηµα του πέλµατος ((οδυνηρή σκλήρυνση που δηµιουργείτο από τα ούρα του µουλαριού όταν κάποιος τα πατούσε ξυπόλυτος. Πριν την επιθέσουν την µάραιναν λίγο στα κάρβουνά, αφαιρούσαν την τσιπαλίδα και την ράντιζαν µε λάδι.
Συστατικά – χαρακτήρας
Η φραγκοσυκιά περιέχει σάκχαρα (µανιτοσάκχαρο και γαλακτοσάκχαρο), φωσφορικό, θειικό, υδροχλωρικό οξύ, ίχνη νιτρικών οξέων, σίδηρο, ασβέστιο, µαγνήσιο, κάλιο, ίχνη νατρίου. Ο καρπός, στην πλήρη ωρίµασή του, είναι αρκετά πλούσιος σε βιταµίνη C, σε σηµείο που στο παρελθόν, τον χρησιµοποιούσαν οι ναυτικοί στα υπερπόντια ταξίδια τους, για την πρόληψη του σκορβούτου. Επίσης, περιέχει ικανοποιητικές ποσότητες σε ασβέστιο, φώσφορο και κάποιες ποσότητες σε σίδηρο, ενώ τα 100 γραµµάρια, έχουν µόλις 40 θερµίδες. Έχει µεγάλη θρεπτική αξία και είναι δροσιστικός. Από τους καρπούς παράγεται µαρµελάδα και ποτό, ενώ δίνει εκλεκτό οινόπνευµα.
Άνθιση – συλλογή – χρησιµοποιούµενα µέρη
Ανθίζει στις αρχές της άνοιξης. Οι καρποί συλλέγονται Αύγουστο και Σεπτέµβριο. Για θεραπευτικούς σκοπούς χρησιµοποιούνται τα άνθη και τµήµατα του βλαστού.
Θεραπευτικές ιδιότητες και ενδείξεις
Οι καρποί τα άνθη και τα κλαδώδια δρουν ως διουρητικά, αντισπασµωδικά, αντιδιαρροϊκά και αιµολυτικά. Ενεργούν θετικά στη θεραπεία φλεγµονωδών αποστηµάτων, διόγκωση σπλήνας, ελονοσία, διάρροια, ψαµµίαση, νεφρίτιδα, µώλωπες και περιποίηση τραυµάτων. Ωφελούν σε καταστάσεις υπερλιπιδαιµίας και παχυσαρκίας. ∆ρουν εναντίον υπερτροφίας προστάτη, χοληστερόλης, σακχαρώδη διαβήτη, φλεβίτιδας και πνευµονικών καταστάσεων. Τα κλαδώδια βρασµένα χρησιµοποιούνται κατά της µέθης.
Παρασκευή και δοσολογία
Όταν θέλουµε το βότανο ως διουρητικό, χρησιµοποιούµε το αφέψηµα των ανθέων. Βράζουµε 25 γραµµάρια αποξηραµένα άνθη (αφού τα πλύνουµε µε αποσταγµένο νερό) σε ένα λίτρο νερό. Όσο το νερό εξατµίζεται µε το βράσιµο προσθέτουµε σταδιακά νερό ίσης ποσότητας (1 λίτρο) έτσι ώστε τελικά θα έχουµε το αφέψηµα ενός λίτρου. Αφήνουµε το αφέψηµα ήρεµο για 24ώρες και στη συνέχεια το σουρώνουµε πρώτα µέσα από πάνινο φίλτρο και στη συνέχεια µέσα από χάρτινο, έτσι ώστε να απαλλαγεί από το µεγαλύτερο µέρος του γλισχραµατώδους εναιωρήµατος που σχηµατίζεται µετά την ψύξη. Από το φιλτραρισµένο αυτό υγρό πίνουµε ένα φλιτζάνι του καφέ κάθε δύο ώρες.
Προφυλάξεις
∆εν έχει αναφερθεί ποτέ καµία τοξικότητα από την χρήση του βοτάνου. Αποφεύγουµε το µάζεµα των καρπών του φυτού το µεσηµέρι. Την ώρα αυτή λόγω της ζέστης οι άγκαθες του φυτού αποσπώνται µε το παραµικρό και γίνονται επικίνδυνες. Η µεγάλη κατανάλωση των καρπών προκαλεί δυσκοιλιότητα.