«…Να παίρνου “μάνα” με το νου, “φωτιά” με την καρδιά ντως…»
ΓΛΑΦΥΡΟΣ, με ενθουσιώδη στίχο και χρήση πολλών ανατολικοκρητικών ιδιωματισμών, ο Κωστής Φραγκούλης, ο αξιολογότερος κατά την άποψή μας μεταπολεμικός ποιητής στην Κρήτη, να πως υποδέχεται την αιφνίδια κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, ενώ όλα έβαιναν ειρηνικά στο νησί.
ΕΧΟΥΝ γραφτεί πάμπολλα βιβλία, μυθιστορήματα, μελέτες, άρθρα, θεατρικά, λόγια και λαϊκά ποιήματα, μαντινάδες, ριζίτικα· όμως, ο “Οχτώβρης του ‘40” του Κωστή Φραγκούλη (1) παραμένει αξεπέραστος. Με τη χρήση καλομελετημένων ειδυλλιακών περιγραφών, με χαρακτηριστικές αγροτικές εποχικές εικόνες ησιόδειων ενασχολήσεων, μας χαρίζει μια εκδοχή του Κρητικού Οχτώβρη του ‘40, στην οποία κυριαρχεί μεν το λαογραφικό στοιχείο, αλλά υποβόσκει και το ηρωϊκό.
Η ΕΝΑΡΞΗ του Ελληνοϊταλικού Πολέμου σήμανε συναγερμό (Αλέστα!), με έναν “ενθουσιασμό ανώτερο πάσης περιγραφής” στην Κρήτη και στην Ελλάδα (2). Παράλληλα, οδήγησε στο μέτωπο της Αλβανίας χιλιάδες Κρήτες στρατιώτες κι εφέδρους της 5ης Μεραρχίας Κρητών απογυμνώνοντας το νησί: έτσι που την ώρα της βίαιης “καθόδου” των Γερμανών αλεξιπτωτιστών (1941), ουσιαστικά ήταν ανυπεράσπιστο.
ΑΦΟΥΓΚΡΑΣΤΕΙΤΕ, λοιπόν, τον Καστρινό αοιδό που σαν άλλος Δημόδοκος ιστορεί με τη “λύρα” του:
-Εισαγωγικά για την οχτωβριανή σπορά και τ’ άγιο ψωμί. [Οι με αστερίσκο (*) λέξεις, στο τέλος του κειμένου]:
“Οχτώβρης μήνας ήτονε, πού’χομε πρωτοβρέξα/ και βγαίνουν οι ρεσπέρηδες* με τσι σποροντρουβάδες,/ τα γονικά να σπείρουνε, τσι καλλουργές να κάμου,/ στάργια, μαγεροψήματα, κριθάργια να καρπίσου,/ να τραγουδήξ’ η φτερωτή, οι φούρνοι να καπνίσου,/ αγιοί κι αθρώποι το ψωμί και τσ’ άρτους να χορτάσου.
-Ο τότε φθινοπωρινός καιρός:
“Καιρός που τσι ψηλές κορφές τα χιόνια κουκουλώνου/ και τα κοπάδια βιαστικά τα χειμαδιά γυρεύγου/ και στ’ αρφανά συλλάγκαδα π’ αφήκα δε γροικάται,/ μόνο το βρούχος του βορρά τσ’ άνεμικής η ζάλη,/ τση μπόρας τ’ αστραπόβροντο που δέρνει τη μαδάρα.
-Ξάφνου, να το αναπάντεχο μήνυμα του πολέμου:
“Κι έκειά, στην άλλαξοκαιργιά, στο έμπα του χειμώνα,/ ακούστηκε μια κοπανιά φωνή πολλά μεγάλη:/ -Αλέστα όλοι στ΄άρματα, πατούνε μας τη χωρα.
-Επόμενη η γοργή κινητοποίηση, η αθιβολή των παλιών Κρητικών ηρώων κι ο ενθουσιασμός του απλού λαού την πρώτη μέρα της επιστράτευσης:
“Και μονομιας εγίνηκε ανελωμή* κι αφήκα,/ τηv πέννα ό γραμματικός, τ’ αλέτρι ο ρεσπέρης,/ το πηλοφόρι ο πουργός, ο χτίστης το βαρύδι,/ την πήχυ ο πραμματευτής, ο σιντεράς τ’ αμόνι,/ το βοσκοράβδι ο βοσκός, ο μαραγκός την πλάνια/ κι ό,τι βαστούσε ο καθανείς, άσαστα και σασμένα/ και «τόπι» μικρομέγαλοι – ως ήτο μαθημένοι/ παπού, τρισπάπου- τ’ άρματα ετρέξα να ζωστούνε/ σαν τον καιρό του Κόρακα (3), του Καζανομανώλη,/ του γέρο Μπογιατζόπαπα και του Δασκαλογιάννη/ και με τραγουδια και σκοπούς στον πόλεμο να μπούνε/ σα νά’ το γάμος και χαρά, σα νά’ το πανηγύρι,/ οπού ξεσυνορίζονται και θέλου να φανούνε.
-Η αξιοθαύμαστη συμβολή στο αλβανικό έπος των γυναικών της Κρήτης:
“Κι οι νιες, οι καταστάμενες κι αυτές ξεμυγιαστήκα/ κι αδάκρυτες περαματού και διάζουνται* με φούργια,/ ράσινα * ‘πομεσώρουχα, καρτσόνια * και χιράμια *,/ για τσ’ αδερφούς οι γι αδερφές, για τα κοπέλια οι μάνες-,/ οι νιόπαντρες για τσ’ άντρες τως, οι γράδες για τ’ αγγόνια/ κι οι κοπελιές, οι λεύτερες, για τσ’ αγαπητικούς τως,/ σα φυλαχτό να τα φορού κι αγιοκωνσταντινάτο.
“Να παίρνου “μάνα” με το νου, “φωτιά” με την καρδιά ντως,/ σαν όντε παίζαν τη “σκλαβιά”, το ζυγωτό, τ’ αμπάδια/ και την πρωτειά μαλώνανε κι ούλοι τσι καμαρώνα.
-Η εντολή-προτροπή του ποιητή στους συστρατευμένους του Κρήτες:
“Και σαν τον Σαραντάπηχο, το Διγενή να κάμου,/ που χίλιους στο έμπα ήκοβγε, στο έβγα δυο χιλιάδες/ και στ’ αναμεταγύρισμα δεν ηύρισκε να κόψει.
“Ετσά να κόψουν τον οχτρό, τη χώρα μην πατήσει/ να μη φραγκέψει τσ’ εκκλησές, τα σπίτια μη μολέψει/ τσι μυρισμένες κοπελιές να μη τσι διαγουμίσει/ κι άπαρτο κάστρο λευτεργιάς, ο καθανείς τως να’ ναι”.
– Οι πρώτες νίκες και οι αιχμαλωσίες των Ιταλών στο ελληνοαλβανικό μέτωπο:
“Κι ήδωκε ο Θιος κι η Παναγιά και με το πρώτο τράκο,/ σαν τ’ αγκαβάνου* τα πουλιά, επά κι εκεί σκορπίσα. / Κι ο γεις ελάλιεν * εκατό, οι γι εκατό χιλιάδες/ και τα τρανά φουσάτα του, που τά’ τρεμεν ο κόσμος/ κι όλοι τα προσκυνούσανε, σα τσ’ όρνιθες ποδώκα/ που τα κοπέλια τσι λαλιού μ’ ένα μακρύ καλάμι…”
… ΘΑΥΜΑΖΕΙ κανείς τον κελαρυστό ήχο του δεκαπεντασύλλαβου αλλά και τη δύναμη της λαϊκής γλώσσας. Οι λέξεις βγαίνουν από την καρδιά του ποιητή και αποτυπώνονται στο χαρτί σαν τις νότες μιας απέραντης και αιώνιας μουσικής συμφωνίας.
Το όλο ποίημα αποτελεί κατά τη γνώμη μου, μια σπάνια τοιχογραφία της κρητικής κοινωνίας σε μια μεγάλη ιστορική στιγμή της χώρας.(20-10-23)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) Κωστής Φραγκούλης [ποιητής, πεζογράφος, τυπογράφος, 1905-2005]: “Οχτώβρης του ’40”, “Τα Δίφορα”, α΄ τ., 1961, σ. 64-65, Ηράκλειο [Από τους ελάχιστους Κρητικούς που αξιώθηκαν να με το Α’ βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, για το δίτομο ποιητικό του δημιούργημα, τα “ΔΙΦΟΡΑ” (1961, 1988), που θεωρείται το σημαντικότερο ποιητικό επίτευγμα της Κρητικής Λογοτεχνίας από την εποχή του Βιτσέντζου Κορνάρου. Το έργο χαρακτηρίστηκε από Ελληνες και ελληνόφωνους ξένους γλωσσολόγους, ως “το Ευαγγέλιο του γνήσιου κρητικού λόγου”].
-(2) “Συναγερμός στη χώρα. Τα κορίτσια των χωριών πρόσφεραν όλο το θησαυρό τους στο στρατό (…) Στις πόλεις οι γυναίκες νοσοκόμες. Οι μάνες έκλαιγαν. Νικητές, αντιλαλούσαν τα θούρια (…) [Ιωάννα Τσάτσου, Ο αδερφός μου Γιώργος ΣΕΦΕΡΗΣ, έκδ. “Κ”, σ. 360, Οκτ. 2023]
-(3) Μιχαήλ Κόρακας (Ηράκλειο, 1797-1882), Καζανομανώλης (Λασίθι, Μανώλης Καζάνης, 1793-1846), Μπογιατζόπαπας και Δασκαλογιάννης (1725-1771), υπήρξαν ονομαστοί ήρωες Κρητικών και άλλων εξεγέρσεων.
==========
*Γλωσσάρι: (σύμφωνα με τον Κ.Φραγκούλη και το διαδίκτυο]:
ρεσπέρης=ξευγολάτης/γεωργός· ανελωμή =ξεσηκωμός· διάζουνται=ετοιμάζουν τα νήματα για να τα υφάνουν· ράσινα=μάλλινα εσώρουχα (με κατσικίσιο μαλλί)· καρτσόνια=κάλτσες· χιράμια (χράμια)=είδος τάπητος ή κλινοσκεπάσματος· αγκάβανος=γαϊδουράγκαθο (;)· διαγουμίζω=λεηλατώ· λαλώ/λαλιώ=οδηγώ (Στ.Γ.Κ.)