Ήταν απόγευμα καλοκαιριού. Καθόμουν σκεπτική στην κουνιστή καρέκλα του δωματίου μου, κοιτάζοντας έξω από το ξύλινο, φθαρμένο από κακοκαιρίες παράθυρο μου. Άκουγα ένα αχνό σφύριγμα. Ήταν το αεράκι που περνούσε μέσα από τα μικρά ανοίγματα του ξύλου, δημιουργώντας μια γαλήνια και μαγευτική μελωδία. Αισθάνθηκα την ανάγκη να βγω έξω. Καθώς άνοιγα την εξώπορτα, ένιωσα τον ζεστό αέρα να με χαϊδεύει απαλά στο πρόσωπο. Ένιωσα τον νοτιά να με αγκαλιάζει στοργικά, σαν να θέλει να μου μιλήσει. Κατέβηκα τα πέτρινα σκαλοπατάκια του σπιτιού μου και πήγα στον κήπο. Μου ήρθε ξαφνικά η ευωδιά από τα λουλούδια, κοντοστάθηκα κι έκλεισα τα μάτια μου.
Ανοίγοντας τα, είδα δύο πανέμορφα, μικρά, λευκά φτερά να πέφτουν από τον ουρανό. Ήταν σαν να χορεύουν στους ρυθμούς της φύσης. Ήταν τόσο, μα τόσο ωραία! Τα έπιασα και τα πήγα τρέχοντας, ενθουσιασμένη στη μητέρα μου.
– Τι όμορφα πούπουλα είναι αυτά; Αναρωτιέμαι από ποιο είδος πτηνού είναι. Είπε.
– Αυτά δεν είναι πούπουλα, φτερά είναι! Απάντησα.
– Είναι το ίδιο γλυκιά μου! Μου απάντησε.
Μου έκανε τόση μεγάλη εντύπωση. Στην ηλικία που ήμουν δεν φαντάστηκα ποτέ πώς δεν θα γνώριζα κάτι τόσο απλό.
Κι όμως, αυτό το σχεδόν ασήμαντο περιστατικό με έβαλε σε διάφορες σκέψεις. Συγκεκριμένα, μου ήρθαν αναμνήσεις που είχα ξεχάσει ότι έχω. Έκανα ένα ταξίδι στον χρόνο, περίπου τέσσερα χρόνια πίσω, τότε που ο πατέρας μου είχε ακόμα το παντοπωλείο του χωριού. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα. Τέλη Μαρτίου ήταν θαρρώ. Είχα ξυπνήσει από νωρίς το πρωί για να πάω να βοηθήσω τον πατέρα μου στη δουλειά. Εντάξει, δεν είχε δα και πολύ πελατεία! Τέτοια ώρα ερχόταν μόνο η κυρία Θεανώ να πάρει ψωμί και υλικά για το μεσημεριανό τραπέζι. Είναι όμως πολύ νοικοκυρά! Πάντα το σπίτι της περιποιημένο, καθαρό. Είχε βέβαια και τις παραξενιές της. Ε, σιγά και ποιος δεν έχει; Η εικόνα της μου έχει χαραχτεί ως “Η μεγάλη κυρία με τις εικοσιδύο γάτες”. Μα τι θυμάμαι κι εγώ. Έτσι δεν θυμάμαι ούτε τα μαθήματα μου!
Ήμουν στο παντοπωλείο, λοιπόν, και αποφασίζω να πάω μία βόλτα στο παρκάκι. Η διαδρομή μέχρι αυτό είναι συγκλονιστική! Η αλήθεια είναι ότι κάθε φορά που περνάω απο ‘κει ανατριχιάζω! Η ομορφιά από τα πετρόχτιστα σπίτια και τα καλντερίμια στους δρόμους είναι καθηλωτική. Όποιος περνάει απ’ αυτό το μέρος χάνεται μέσα σε αυτές τις εξωπραγματικές εικόνες. Πόσο μάλλον και ένα μικρό παιδί σαν κι εμένα που η φαντασία του οργιάζει. Έφτασα λοιπόν στο πάρκο. Ήθελα να μαζέψω μερικά λουλούδια για τη φίλη μου τη Μαρίνα που ήταν άρρωστη και δεν είχε έρθει σχολείο. Μένει δίπλα, στο απέναντι στενό και ήθελα να δω τι κάνει και να της ευχηθώ καλή ανάρρωση. Έχει κι έναν μικρότερο αδερφό, τον Κωστάκη, που είναι άτακτος και όλο την πειράζει. Καθώς μάζευα τις μαργαρίτες στο ψάθινο καλαθάκι μου, εμφανίστηκαν δύο κορίτσια από το πουθενά. Γύρισα να τις κοιτάξω. Ήταν δύο όμορφες κοπελίτσες με ξανθά μεταξένια μαλλιά και μάτια καταγάλανα σαν τη θάλασσα. Φορούσαν και οι δυο κάτασπρα φορέματα με βολάν και δαντελίτσα στην άκρη. Ήταν ολόιδιες. Στη συνέχεια κατάλαβα πως ήταν δίδυμες. Τις χαιρέτησα διστακτικά. Τότε με πλησίασαν και μου χαμογέλασαν. Στα μάτια μου φαινόταν σαν δύο άγγελοι που μόλις κατέβηκαν από τα σύννεφα. Εγώ με ένα αμήχανο χαμόγελο είπα το όνομα μου. Εκείνες κατάλαβαν την αμηχανία μου και την περιέργεια μου για το πώς έμοιαζαν, και τους βγήκε αυθόρμητα ένα χαριτωμένο αθώο γελάκι. Γνωριστήκαμε και στην πορεία γίναμε φίλες. Τους πρότεινα να έρθουν μαζί μου στο παντοπωλείο για να μου κάνουν παρέα και να περάσει πιο ευχάριστα η ώρα μας. Εκείνες δέχτηκαν και με ακολούθησαν. Όταν φτάσαμε πια, χαρούμενη πήγα στον πατέρα μου και είπα:
– Μπαμπά, να σου γνωρίσω τις νέες μου φίλες!
Η αντίδραση του ήταν αναμενόμενη. Έμεινε κι εκείνο έκπληκτος με την εικόνα των δύο κοριτσιών. Καλά, φυσικά αντέδρασε όπως συνήθως. Κάθε φορά που του γνωρίζω φίλους μου είναι κατενθουσιασμένος και μέσα στην καλή χαρά που η κορούλα του είναι κοινωνική και εξωστρεφής, όπως λέει. Η Μαίρη και η Μαρία τον ρώτησαν αν με αφήνει να πάω σπίτι τους να παίξουμε και να μείνω μαζί τους για φαγητό ως το μεσημέρι. Ο πατέρας μου φυσικά δεν έφερε αντίρρηση και μου έδωσε την άδεια του να πάω μαζί τους.
Ζούσαν σε ένα μεγάλο, παλιό αρχοντικό. Κατάλαβα ότι προέρχονται από πλούσια οικογένεια. Όταν μπήκα στο σπίτι, αισθανόμουν περίεργα, ομολογώ. Κοιτούσα γύρω μου με ανοιχτό το στόμα. Το σπίτι διέθετε βιβλιοθήκη, τζαμαρία και μία υπέροχη τραπεζαρία με γυαλισμένα ασημικά και ακριβά διακοσμητικά. Εκείνη τη στιγμή, μας πλησιάζει η μητέρα του. Είχε μια επιβλητική παρουσία και φαινόταν αρκετά γνωστή φυσιογνωμία. Δεν άργησα να καταλάβω ότι εκείνη η γυναίκα ήταν η γυναίκα του δημάρχου του χωριού! Ο δήμαρχος είναι ο πατέρας της Μαρίας και της Μαίρης, σκέφτηκα ξαφνιασμένη. Απ’ ότι ξέρω είναι σπουδαίος, ευγενικός και με μεγάλη εξουσία. Αν και δεν παύουν να υπάρχουν και οι χωρικοί που τον κακοχαρακτηρίζουν. Κάτι δηλαδή έχει πάρει τ’ αυτί μου από τις γειτόνισσες μας που κουτσομπολεύουν από τα απέναντι μπαλκόνια. Η μητέρα τους ήταν αρκετά φιλόξενη, με καλοδέχτηκε, με κέρασε γλυκό νεραντζάκι και μας άφησε να παίζουμε μέχρι την ώρα του φαγητού.
Καθώς περνούσε η ώρα, μέσα από το παιχνίδι και από τον τρόπο που μου φέρονταν, συνειδητοποίησα πως στην πραγματικότητα οι δύο δίδυμες δεν έμοιαζαν καθόλου μεταξύ τους. Οι χαρακτήρες τους ήταν σχεδόν αντίθετοι. Με λίγα λόγια, αν και εξωτερικά φαίνονταν ίδιες, μεταξύ τους ήταν σαν τη μέρα και τη νύχτα! Δεν το περίμενα, αλλά διέφεραν πάρα πολύ. Γι’ αυτό ακριβώς σκέφτηκα πως αυτές οι δύο είναι σαν ένα πούπουλο με ένα φτερό. Όπως αυτές οι δύο λέξεις έχουν την ίδια σχεδόν σημασία, έτσι και οι δύο αδελφές είναι ίδιες εξωτερικά με ελάχιστες διαφορές. Και όπως αυτές οι λέξεις έχουν την ίδια σημασία, όμως είναι διαφορετικές, έτσι είναι και η Μαρία με τη Μαίρη, μοιάζουν αλλά ταυτόχρονα διαφέρουν.
Όταν είδα τα φτερά να πέφτουν μπροστά μου, μου ήρθαν τόσες αναμνήσεις. Μόνο από τη μία εικόνα. Μόνο από δύο πούπουλα.
– Τι συλλογίζεσαι τόση ώρα παιδί μου;
Με ρώτησε η μητέρα μου, καθώς έβαζε τα δύο όμορφα φτερά στο βάζο του σαλονιού μας, στολίζοντας το.
– Τα δύο φτερά, που ήρθαν να μου θυμίσουν δύο φίλες από το παρελθόν που χαθήκαμε στο πέρασμα του χρόνου…
* Η Ειρήνη Καραντωνάκη είναι Μαθήτρια Α΄ Λυκείου