Τ’ αποδημητικά πουλιά πήγανε σ’ άλλα μέρη,
γιόμισαν φύλλα κίτρινα οι κήποι μας κι οι αυλές
έδιωξε το φθινόπωρο το ώριο καλοκαίρι,
κι έμειναν έρμες και βουβές, όλες οι ακρογιαλιές.
Σ’ όλη την πλάση έχει απλωθεί γλυκιά μελαγχολία
γκρίζο θαρρείς την σκέπασε μαγνάδι απ’ άκρη σ’ άκρη
και τ’ αλμυρίκι την αυγή στην έρμη παραλία
μοιάζει πως η δροσούλα του σταλάζει σαν το δάκρυ.
Κάθε στιγμή, κάθε λεπτό, αλλάζει τη θωριά της,
του Ποσειδώνα η ακριβή, η θάλασσα η πλατιά
και πότε άγρια σαν θεριά ξεσπούν τα κύματά της
πότε σαν χάδι ερωτικό, πάνω στην αμμουδιά.
Πέφτει η βροχούλα ανάλαφρη στη γη τη διψασμένη,
κι ανατριχιάζει από χαρά στον κάμπο ο γεωργός,
ξέρει πως έφτασε η στιγμή του πλάστη η ευλογημένη,
που πρέπει μες στην αυλακιά να μπει ο γλυκός καρπός.
Φθινόπωρο, γλυκιά εποχή, ξέχωρα πλουμισμένη,
με τις μελαγχολίες σου και με τις καταχνιές.
η μυρωδιά απ’ το χώμα σου ρίγος γλυκό μου φέρνει
και πλημμυρίζει μου η ψυχή μ’ αμέτρητες χαρές.