Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Φθινοπωρινό οδοιπορικό με συντροφιά τη θύμηση μου

Όσο δα επερνούσανε οι γι ημέρες ελιγοστεύανε τα γέλια από τσοι χαρούμενες συντροφιές τω τρυγητάδω και τα ποδοβολητά τω χτημάτων, απού εκουβαλούσανε τα σταφύλια στα πατητήρια στο χωριό.

Γι’ αυτό κι όσο επαραπερνούσε ο καιρός δεν εγροίκανε μπλιο οι τραβάγιες από τα πατητά και τα τραγούδια. Ωστόσο είχε περάσει και το πανηγύρι του Σταυρού, αθόρυβα όπως εσυνηθίζανε τότεσας. Απού με λειτουργό για πολλά χρόνια τον από το Χορδάκι Ακρωτηρίου αείμνηστον Ιερομόναχο τσ’ Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδοςς Ιερόθεο Κονταράκη όποιος και είχε ανακαίνιση το ερειπωμένο αυτό εκκλησάκι και με ιεροψάλτη τον χωραφακιανώ ψάλτη Τσιτωνάκη Μιχαήλ. Το λειτουργούσαν που σ’ αυτόν τον Ιερομόναχο, τον Ακρωτηριανό και Αγωνιστή στο επαναστατικό στρατόπεδο Ακρωτηρίου, γι’ αυτό και προσωπικό φίλο του Ελευθερίου Βενιζέλου. Θα πρεπε να αποδοθούνε τιμές και να στηθεί η προτομή του εκειά.
Εκτός των άλλων, αυτός ο πρώτος κάτοικος του Σταύρου. (Αυτά επ’ ευκαιρία για την ιστορία) και μετά τη Θεία Λειτουργία απλώνουντανε οι συντροφιές των προσκυνητών στην αγνή παρθένα φύση του Σταυρού και τσοι λιγοστούς σκιανιούς από τα τρία σπίθια, απού ήτανε χτισμένα το ένα από το μοναστήρι τσ’ Αγίας Τριάδας κι ένα άλλο από το Γουβερνέτο, κι ένα ακόμη από την Επισκοπή Κυδωνίας και Αποκορώνου. Και τα λιγοστά αρμυρίκια. Κι εκειά ετρώγανε τα νηστίσιμα τωνε κι επίνανε τα κρασάκια ντωνε. Για να πάνε σε λίγο στο υπαίθριο καφενείο να χορέψουνε κιόλας. Κι ετσά ετέλειωνε και το πανηγυράκι του Σταυρού. Και στη συνέχεια όπως επερνούσανε οι μέρες, αφήναμε. Τσοι μούστους να σιγοψιθυρίζουνε στα βαρέλια το τραγούδι τσ’ οινοποιήσεις τωνε στσοι κρασαποθήκες τω κροσοπαραγωγώ. Κι εμείς να ετοιμαζόμαστανε να υποδεχτούμε τον επόμενο φθινοπωρινό μήνα, τον Οκτώβρη απού εξεσήκωνε από το πρώτο ντου δεκαήμερο τσοι προσκυνητές απ’ ούλη τη Κρήτη για νάρθουνε στο Γουβερνέτο στο πανηγύρι του οσίου πατρός Ιωάννου του Ερημίτη και των υπολοίπων ενενήντα οκτώ συνασκητών ντου για να λουτρουιθούνε και να προσκυνήσουνε τα Αγία Λείψανα ντου. Κι ύστερα τσοι καματερές ημέρες του να εξέλθουνε «του σπειραι σπόρο αυτών». Αν βέβαια είχε αποφτάξει στη γη η πολυπόθητη και ευλοημένη φθινοπωρινή βροχούλα από τον ουρανό.

Γιατί κείνηνα την εποχή τσοι σύνεσης και του σεβασμού τα δασκαλέματα τση παράδοσης τα τηρούσανε «Οκτώβρη και δεν έσπειρες οχτώ σωρούς δεν έκαμες». Για κείνο κιόλας με τσοι πρώτες βροχές τούτουνε του μήνα. Επαίρνανε τα σποροσάκουλα ντωνε αναμάσκαλα κι εξεκινούσανε τη σπορά. Εικόνες ανεξίτηλες γεμάτες ομορφιά μου ΄ρχονται στη θύμηση από κείνονα τον καιρό κι από τσ’ εμπειρίες του ζευγά. Μέρες ηλιόλουστες και πεντακάθαρες ν’ ακλουθώ του ζευγαριού και να κουμαντάρω την οχερή τ’ αλετριού. Και ν’ απολαμβάνω την ίδια ώρα εικόνες απείρου κάλλους και φυσικής ομορφιάς. Τα πουλιά να παιχνιδίζουν στα κλαδερά πεταρίζοντας και τραγουδώντας τσοι δικούς τωνε σκοπούς. Τσοι σεισορές ν’ ακλουθούνε από κοντά τη φρεσκοζευγαρισμένη αυλακιά ψάχνοντας να βρούνε την τροφή ντωνε κουνώντας ναζιάρικα πέρα δώθεν τσ’ ορές τωνε κι οι πέρδικες από απέναντι να γροικούνται να κακαρίζουνε απ’ αλάργο. Όπως και τα μπεμπενίσματα και τα λεράκια των οζώ. Απού σε κάμποσε μέρες θα επλησιάνανε, αφού και οι βοσκοί από τα όρη θαν εκατεβάζανε επαέ στα κατωμέρια τα κουράδια ντωνε για να μην τα επυκνώνανε τα οζά στη μαδάρα και τα γύρω χειμαδιά.

Ωστόσο είχανε αρχινόξει οι μαζωχτάδες κι οι μαζώχτρες να τραβαγιάρουνε στα λιόφυτα, γιατί με τα πρώιμα πρωτοβρόχια κείνησας τση χρονιάς είχανε ξεκακώσει κι οι γι ελιές κι ήτανε καιρός τωνε για μάζωμα. Γι’ αυτό και γροικούντανε τα ρυθμικά χτυπήματα από τα ραβδάκια τω μαζωχτάδω, με τ’ αστάματα και ποικίλου περιεχομένου τραγούδια ντωνε. Γιατί τούτεσας τσ’ ώρες, του κόπου και ρου ιδρώτα, το ΄χανε αντέτι να τραγουδούνε το ντέρτι ντου καθένας. Τον έρωταντωνε οι γι ερωτευμένοι, το πόνο ντωνε οι πονεμένοι και τα βάσανα ντωνε οι βασανισμένοι. Κι ετσά εχαρούντανε γη εξεχνούσανε. Γι’ αυτό κι ετσά εκάνανε ούλοι, την ώρα τση δουλειάς των. Κι οι βοσκοί, κι οι ζευγάδες, οι μαζωχτάδες, οι γι ανυφαντούδες, κι οι νοικοκεράδες, την ώρα απού εμπαινοβγαίνανε και κάνανε τη λάτρα του σπιθιού ντωνε καλέμια. Γιατί ετσά επιστεύανε κι ετσά εδασκάλευε ο μπαρμπά Μιχάλης ο ψάλτης του παλιού καιρού, απού έλεγε «Εν τη εργασία και η ζωή». Κι ετσά επερνούσανε οι γι ημέρες κι εδιαβαίνανε οι καιροί κείνονα τον καιρό, με τα πολλά βάσανα και τσοι πάρα πολλές δυσκολίες. Από τσ’ αθρώπους «απού οι τσέπες τωνε ήτανε αδειανές μας οι καρδιές τωνε γεμάτες».
Θεέ μου φύλα μας το νου μας και καθοδήγα μας στη καλή ντου χρήση.
Πολλά τα έτη σας Αναγνώστριες κι Αναγνώστες κι αναζήτηχτοι.

Το γεροντάκι

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Χτήματα = Γαϊδούρια, μουλάρια και άλογα
Γροικούνται = Ακούγονται
Τραβάγια = Φασαρία
Μπλιο = Πλέον
Καματερές = Εργάσιμες
Σκιανιούς = Σκιές
Αναμάσκαλα = Κάτω από τη μασχάλη
Όχερη = Λαβή του τιμονιού τ’ αλετριού
Σεισορά = Σουσουράδα
Ορά = Ουρά
Οζά = Κοπάδι αιγοπρόβατα
Κλαδερό = Θαμνώδης έκταση
Επαέ = Εδώ
Κατωμέρια = Πεδινές περιοχές
Κουράδια = Κοπάδια
Μαδάρα = Ορεινό μέρος της περιοχής
Αντέτι = Συνήθεια


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα