• «Ψιλόβροχο…
Να βρέχει
αναμνήσεις
Σαν τη σκουριά
στα πόμολα
τ’ αποτυπώματα των ημερών
μελαγχολίας
ίχνη αφήνουν…»
[Στ. Γ. Κλώρης (1)]
ΤΟ ΝΟΤΙΣΜΕΝΟ χώμα απ’ τις πρόσφατες βροχές στην πόλη ερέθισε ευχάριστα την όσφρησή μας. Οι πρώτες σταγόνες που έπεφταν στην άσφαλτο ή στο φρυγμένο χώμα των κήπων ανέδιναν ένα παράξενα αισθαντικό άρωμα -το άρωμα του φθινοπώρου. Κι όταν αυτές, οι ταξιδιώτισσες των ουρανών, συναντιόντουσαν στην πτώση τους με τα καφετιά μεγάλα ξερά φύλλα μιας δεσπολιάς ή κάποιου γεροπλάτανου, τότε άκουγες κι ένα όμορφο τραγούδι-το τραγούδι του φθινοπώρου: ίσως λίγο μονότονο, μα στο χορευτικό ρυθμό της “λυγμολαλιάς” του Paul Verlaine.
ΤΙ είναι το φθινόπωρο, αν δεν είναι η χιλιοτραγουδημένη ψυχολογική μετάπτωσή μας από το γλαυκό, το ολόφωτο, το χαμογελαστό και όλο αισιοδοξία καλοκαίρι, σε μια σκουρόχρωμη, μουντή, γεμάτη μελαγχολικές εικόνες περίοδο; Μια εποχή που, έστω κι αν επαναλαμβάνεται αιώνες, φέρνει κάθε φορά άλλα δώρα -κι άλλα “καθήκοντα”- από εκείνα των άλλων εποχών… Να, έτσι, όπως συσσωρευτικά τα περιγράφει ο Μανιάτης ποιητής Νίκος Μοσχοβάκος (2):
“Ήρθε πάλι μαζί με τα χρυσάνθεμα και τα χωρίς αιδώ, γυμνά και ημίγυμνα δέντρα. Τα καθήκοντά μου γνωρίζω καλώς· βυσσινί, μπλε κίτρινο, ωχρό μέχρι λευκότητας κι εκτροπής μαλαματένιο φαιό.
Έπειτα πρωινή συννεφιά, άφιξη υγρασίας, ασάφεια ιδεογραμμάτων, βραχώδεις ακτές με τη θάλασσα φουρτουνιασμένη μες στην ασάφεια του γκρίζου.
Τέλος λησμονιά αποδημητικών, νομίσματα ανίσχυρα, μελωδίες απόηχοι καιρών περασμένων,
κήποι απότιστοι, στο τραπέζι η φλόγα
μαζί με φθοράς μέρες κι αινιγματικά σούρουπα που σαν γατιά κουλουριάζονται στη γωνιά της μέρας που φεύγει.
Αίφνης αναρωτιέμαι ανήσυχος πού είναι το πρόσωπό μου και σε ποιον καθρέφτη θα το δω;”
ΟΜΩΣ, την αλλόκοτη ψυχοσύνθεσή μας, την ταυτισμένη με τα γκρίζα σύννεφα που πυκνώνουν και στέκουν απειλητικά πάνω από κάμπους, πόλεις και βουνά, και τα άλλα που φέρνει ο αγέρας μαζί με τα φύλλα που σκορπίζονται τρελά “φτιάχνοντας” ένα απόλυτα ποιητικό “τοπίο φθινοπωρινό”…, μας τα “ιστορεί” σε κλασική ρομαντική γραφή, ο Μιχάλης Γρηγοράκης (“Ρίμες Νοσταλγικές”) (3):
“Τοπίο φθινοπωριάτικο! Χλωμά πεσμένα φύλλα
Στ’ ακρούρανα θαμπόφωτη, ήταν, θλιμμένη η δύση
στα γυμνοκλάδια διάφανη του κρύου η ανατριχίλα.
Κι όλα του θανάτου πνοή τα τρόμαζε κι ακόμα
τη μυρωδιά που ανάδυνε το νιοβρεγμένο χώμα” (1957)
ΜΕ οικονομική κρίση ή πανδημίες, με σεισμούς ή πλημμύρες, με “Αθηνά” ή “Μπάλλο”, ξηρασίες ή καύσωνες…, η πρώτη φθινοπωρινή βροχή έχει πάντα κάτι το ιδιαίτερο να μας χαρίσει: ένα ποιητικό “ρίγος χαράς”, που τόσο υπέροχα, διαδεχόμενο από πλήθος φθινοπωρινών εικόνων, περιγράφει στα “Πρωτοβρόχια” του ο Ηρακλειώτης ποιητής Γιώργης Καράτζης (4) (απόσπασμα):
“… Οι ψιχαλίδες οι χοντρές οι πρώτες ξεκινούνε
κι όπου θα πρωτοπέσουνε ρίγη χαράς σκορπούνε·
ανάλαφρες και κουκκιστές μ’ απού τη μια στην άλλη
πληθαίνουν και στο ύστερο πιάνει βροχή μεγάλη.
Πίνει το χώμα το ξερό, γελά κι αναγαλλιάζει,
νιώθει το σαν ερωντικό χάδι κι ανατριχιάζει·
βαθύ, γλυκό μουρμουρητό σαν το τραγούδι βγαίνει
καθώς βυζαίνει το νερό κι η δίψα ξεθυμαίνει.
Μ’ απής το πρώτο νέφαλο αδειάσει και στερέψει
και κάμει ανακρέμαση κι η πρώτη μπόρα αρνέψει,
αρχίζει τότε απού τη Γης μια-ν-ευωδιά ν’απλώνει
που σε μεθεί και στην ψυχή βαθιά σ΄αναστατώνει.
Τση Φύσης ακριβότερο απ’ όλα τζη τα πλούτη
είναι, θαρρώ, στ΄αληθινά η μυρωδιά -ν-ετούτη·
κι άνθρωπος να μη πει ποτέ πως έζησε κι εχάρη
άμα δεν τού’ λαχε χαρά τέθοιας λογής να πάρει:
με πρωτοβρόχι να λουστεί κι άρωμα να γεμίσει,
κείνο που δίδει απλόχερα τέθοιες στιγμές η Φύση”
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ μόνο το “ρίγος χαράς” ή το φαιοκόκκινο αποτύπωμα μιας μέρας, ούτε το προοίμιο “θανάτου” που φέρνει πάντα κάθε επικείμενος χειμώνας: Ένα πρωτοβρόχι, με το “βρεγμένο χώμα”, εμπεριέχει και μια αίσθηση απωλεσθείσας θαλπωρής· μιας απελθούσας ανεπιστρεπτί “πρόσφατης στοργής”. Όπως εκείνης της φιλανθούς μητέρας της ΑΘηναίας ποιήτριας Γιολάντας Σακελλαρίου (5):
“Βρεγμένο χώμα του φθινοπώρου αίσθηση πρόσφατης στοργής στην άκρη των δακτύλων
Πριν ένα χρόνο ακόμη αγαπούσες τα χρυσάνθεμα μητέρα”
ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ είναι η πιο… δημοκρατική εποχή, αφού εκφράζει συναισθηματικά όλους μας. Είναι μια βαθιά μεταβατική περίοδος που σηματοδοτεί την αλλαγή προς το βαρύθυμο χειμώνα: απ΄τα ρούχα που φορούμε, μέχρι την ανανέωση και το φρεσκάρισμα των σπιτιών μας. Κι απ’ την αλλαγή των διαθέσεών μας, μέχρι τον αναστοχασμό για τη ζωή που φεύγει.
Είναι ανάγκη, όπως δεχόμαστε της πρώτης βροχής την εκτόνωση με τις χωμάτινες οσμές της, να κάνουμε το ίδιο κι εμείς αποτινάσσοντας από τις ζωές μας ό,τι μας πικραίνει αντικαθιστώντας με ό,τι φέρνει τη χαρά: η ανανέωση ενυπάρχει στη γέννησή μας όντας ο πρώτος κανόνας της Φύσης. Αποχαιρετούμε αντικείμενα κι ανθρώπους, όπως τα δέντρα αποχαιρετούν τα “γέρικα” φύλλα τους, παραχωρώντας χώρο στο νέο που ήδη εκκολάπτεται στους χυμούς κάθε δέντρου, κάθε ανθρώπου, κάθε όντος.
ΟΙ ΠΕΡΙΟΔΟΙ της ζωής μας μοιάζουν με τις σταγόνες της βροχής: άλλες είναι ήσυχες και περνούν χωρίς θόρυβο κι άλλες σηκώνουν πλήθος σκόνης και κρότου στο πέρασμά τους. Μερικές είναι όμορφες κι ευχάριστες, άλλες δύσκολες και οδυνηρές-όπως οι τωρινές. Η εποχή μας όμως, όσο οδυνηρή κι αν είναι με τον Covid-19 (πανδημία), αποτελεί μια μακρόσυρτη διαδικασία μετάβασης από το συντηρητικό παλιό, στο άγνωστο κι ελπιδοφόρο νέο. Έτσι προχωρά ο κόσμος: αφήνει πίσω του ό,τι είναι “γέρικο” και περιττό προσδοκώντας να εκκολαφθεί το νέο, το επαναστατικό. (15-10-21)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1)Στ.Γ. Κλώρης, “Η Άλλη Χώρα”, Χανιά, 2003, σελ. 36
-(2) Νίκος Μοσχοβάκος (1946-), “Φθινοπωρινά καθήκοντα” [https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/poihsh/13224-fthinoporina-poihmata-ii]
-(3)Μιχάλης Γρηγοράκης (1932-2008), Ρίμες Νοσταλγικές, Χανιά, 1978
-(4)Γιώργης Καράτζης (1945-), “Δίλογα”, έκδ. “Κέντρου Κρητικής Λογοτεχνίας”, 2015, σελ. 63
-(5)Γιολάντα Σακελλαρίου (1948-), “Βυθίζοντας τα χέρια μου στις Μνήμες”
Αγαπητέ, κύριε, Διευθυντά,
δεν γνωρίζω αν οι συμπολίτες μας Χανιώτες ξέρουν ότι ο “Στ. Γ. Κλώρης” είναι το ψευδώνυμο του αγαπητού μας Σταύρου Καλαϊτζόγλου, σπουδαίου φιλόλογου και εξαίρετου συνεργάτη επί σειράν ετών των “Χ.Ν.”, που εξέδωσε και κυκλοφόρησε η απίστευτα όμορφη ποιητική του συλλογή ” Η Άλλη χώρα, Χανιά, 2003″, βραβευμένη με πρώτα βραβεία στη χώρα μας και διεθνώς. Απαύγασμα αληθινών βιωμάτων, θαρρείς, αστραφτερό φως η ποίησή του “Στ. Γ. Κλώρη” εκχέεται από τα απώτατα -δεν πάει άλλο!- βάθη του ψυχισμού του και διαχέεται αφειδώλευτα σ’ ολάκερο το σύμπαν, για να αναδυθεί η ομορφιά της φύσης και να διαλυθεί το σκοτάδι της βίας και των παθών! Η χαρά μας είναι μεγάλη για την μακρόχρονη προσφορά του αρθρογράφου στα πολιτιστικά κι όχι μόνο πράγματα του τόπου μας. Τού αξίζουν και τα θερμά μας συγχαρητήρια.
Με εξαιρετική εκτίμηση και φιλία Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος ΧΑΝΙΑ