Φθηνότερο κατά 1,29% σε σχέση με το 2016, εκτιμάται το φετινό χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Aυτό προέκυψε από δειγματοληπτικό έλεγχο που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών (ΙΝ.ΕΜ.Υ.) της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) κατά την περίοδο 11 έως 16 Δεκεμβρίου 2017. Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΣΕΕ, «το χριστουγεννιάτικο οικογενειακό τραπέζι (6-8 ατόμων) θα κοστίσει φέτος 149,02 € έναντι 150,96 € που κόστιζε πέρυσι και 147,39 € το 2015, την ίδια ακριβώς περίοδο, με το ίδιο ακριβώς καλάθι προϊόντων. Η καταγεγραμμένη, σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο του 2016, υποχώρηση κατά 1,94 € (που αντιστοιχεί σε ποσοστιαία μείωση 1,29%), αποδίδεται κυρίως στην πτωτική τάση των Λαχανικών και Φρούτων (-4,32%), αλλά και σε εκείνη των διάφορων προϊόντων Super Market (-3,72%)».
Η ΕΣΕΕ αναφέρει ότι «μικρή μείωση καταγράφει η κατηγορία των Κρεατικών (δειγματοληψία από Βαρβάκειο αγορά), με κυριότερα χαρακτηριστικά τη στασιμότητα των τιμών του αρνιού και της γαλοπούλας, ενώ η φθηνότερη τιμή του χοιρινού (-5,26%) είναι εκείνη που συμπιέζει προς τα κάτω το κόστος για τους καταναλωτές. Όπως προαναφέρθηκε, η κατηγορία των Φρούτων και των Λαχανικών (δειγματοληψία από Super Market) έχει τη μεγαλύτερη επίδραση, σε όρους ποσοστιαίων μεταβολών, στη διαμόρφωση του φθηνότερου χριστουγεννιάτικου τραπεζιού. Κι αυτό γιατί οι χαμηλότερες τιμές της πατάτας κατά κύριο λόγο (-25,35%) αλλά και των πορτοκαλιών και του λάχανου δευτερευόντως, αντισταθμίζουν τις αντίστοιχες αυξήσεις της ντομάτας και των μήλων.
Παράλληλα, θετική εξέλιξη συνιστά η τάση συρρίκνωσης των τιμών σε προϊόντα που προμηθεύεται το καταναλωτικό κοινό κυρίως από τα Super Market (-3,72%), με τα αλκοολούχα ποτά να σημειώνουν την κυριότερη πτωτική μεταβολή, ακολουθούμενα από το ελαιόλαδο και τη φέτα. Όπως και το 2016, έτσι και τη φετινή εορταστική περίοδο η κατηγορία των Γλυκών/Εδεσμάτων σημειώνει μεν άνοδο (1,36%), σε επίπεδα όμως χαμηλότερα από τα περυσινά. Κυριότερη ερμηνεία του φαινομένου αποτελεί η αύξηση σε διεθνές επίπεδο των τιμών βουτύρου, εξαιτίας του περιορισμού της παραγωγής σε ολόκληρη την Ευρώπη, ήδη από την άνοιξη του τρέχοντος έτους. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό η παραπάνω δυσμενής εξέλιξη επηρέασε άμεσα τις εγχώριες επιχειρήσεις και δη τα ζαχαροπλαστεία και τους φούρνους, κυρίως όσον αφορά στις τιμές των κουραμπιέδων. Εντούτοις, όπως αποτυπώνεται και στα αποτελέσματα της έρευνας, η συντριπτική πλειοψηφία των εν λόγω επιχειρήσεων μετακύλησε σε μικρό μόνο ποσοστό τις επιβαρύνσεις στην τελική τιμή διάθεσης των προϊόντων τους».