Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου, 2024

Φτώχεια: Μια διαχρονική ‘‘αγιότητα’’!

Και παγκόσµια, βεβαίως, και παγκόσµια.

Όπως παγκοσµίως ‘‘γιορτάστηκε’’ η Μέρα της, πρόσφατα, είπαν: ∆ηλαδή, να ενταθούν οι αγώνες για την εξάλειψή της(!)(;), λέµε τώρα. Να µην υπάρχουν ας πούµε, κατά εκατοµµύρια, ικέτες, πένηδες και παρίες, και θλιβεροί πενόµενοι στους δρόµους και τις ‘‘αρχοντόπορτες’’ ζητιάνοι! Να µην υπάρχουν άποροι και πεινασµένοι, στις σύνορες εισόδους των εθνών ναυαγοί κι έρηµοι, ανάµεσα ουρανού και γης, απεγνωσµένοι δίχως ένα κουρέλι στο σώµα τους, να περισώζει ψήγµα της υπόστασής τους!

Μα τι κουβέντα µεγάλη πήγα κι άνοιξα µεσηµεριάτικα κι εγώ, σάµπως υπάρχει περίπτωση να µπορέσει ν’ αναπτυχθεί σε λίγες γραµµές ένα τεράστιο θέµα; Έχω, όµως, ένα… κόλπο! Μια λύση ας πούµε, περιληπτικής προσέγγισης, ίσα για µια µικρήν αναφορά.

∆ύο τρία ‘‘βιωµένα τιµαλφή’’ της καρδιάς και της θύµησης, και να κάµω ένα “αισθηµατικό κάδρο” το ντεκαλειόν για να τα χωρέσει και θα τα χαρίσω στους αγαπηµένους µας (µου) αναγνώστες.

*Παιδάκι ήµανα, παιδάκι ήµουνα µέσα δεκαετίας του πενήντα, µικρό. Όχι παιδί πολέµου, όµως και τα σκοτεινιασµένα απότοκα του Εµφυλίου, όλο και την εύρισκαν τη γενιά µου… Παιδάκι λοιπόν, πρώτες τάξεις του ∆ηµοτικού. Σε γιορτή σχολική, έπαιρναν κι έδιναν τα γλυκά, οι πορτοκαλάδες, τα παγωτά, για κείνα που το… έχειν τους, έφτανε τη δραχµή. Εγώ, δεν είχα τη δραχµή, αλλά δεν είχα και πρόβληµα, ούτε και τώρα το έχω, να στερηθώ. ∆ίπλα µου όµως, ένα αγοράκι συνοµήλικο µου, µάλλον παρακολουθεί κατάχλωµο, δίχως να µπορεί εννοείται, ν’ αγορασει κάτι. Το συµπονώ απίστευτα ‘‘βλέπω’’ ανεπαίσθητα την σιελόρροιά του, συγκλονίζοµαι, η πίκρα της ανηµπόριας µου µ’ ενοχλεί, η τρυφερότητα µου για τον µικρό, γίνεται πνιγµονή στον λαιµό µου! Χριστέ µου τι παράπονο ήταν αυτό; Να µην µπορέσω να το κεράσω. Ποτέ δεν έσβησε στον νου µου, η ενάργεια αυτών των εικόνων ποτέ!!

*Μεγάλωσα, θα µουν εννιά, µπορεί και δέκα! Πάντως είχε ωριµάσει η ψυχούλα µου, σχεδόν στις παρειφές της ενσυναίσθησης! Μπροστά στο περίπτερο µε τη δραχµούλα µου και την… αξιοπρεπεια σ’ έπαρση ως… σηµαία, αγόρασα µπισκοτάκια, αν θυµούµαι καλά. Ένας παππούς, λιγνός, φτωχοντυµένος, δείχνει χαρούµενος, γαλήνιος, τουλάχιστον. Κρατά στα λεπτά του χέρια, έξι τσιγάρα, έτσι γυµνά, δίχως κούτα, τα φτηνά. Προχωρεί αργά, και το βλέµµα µου πέφτει στα πόδια του. Φοράει παπούτσια πάνινα, πάµφθηνα. Η εικόνα µε συγκίνησε τόσο πολύ, ώστε και σήµερα µόνο η σκέψη της, είναι ικανή να µου φέρει δάκρυα ύστερα από τόσα χρόνια, πιο πολύ ίσως από τα γυµνά πέλµατα, που συνοµιλούν µε το χώµα, για το άδικο της υπερβολικής ένδειας!

*Μεγάλωσα κι άλλο… Έφηβη. Φθινοπωράκι, σαν τώρα. Τ’ αδέρφια µου στην Ελευσίνα, έφεραν ένα ηλεκτρόφωνο, (µεγάλη υπόθεση) κι ένα σαρανταπεντάρι. Έτσι το λεγαν το µικρό δισκάκι. Ήταν του Μίκη, τραγούδι ο Μπιθικότσης, κι η δόξα του βινυλίου, να ζεσταίνει και να διεγείρει τις καρδιές! ‘‘Μάνα µου και Παναγιά’’ από τη µια µεριά, και ‘‘∆ραπετσώνα’’ από την άλλη. Το ’χω ξαναπεί. Ήταν το πρώτο τραγούδι που µε ‘‘µύησε’’ στο έντεχνο τραγούδι! Ο Τάσος Λειβαδίτης µ’ αυτό το σεµνό ‘‘προσκυνητάρι’’ της ευαισθησίας του, µίλησε για τους φτωχούς εργάτες της περιοχής, που η κυβέρνηση του ‘60, γκρέµισε τις παράγκες τους, δίχως να θέλει να τους αποζηµιώσει, επειδή υποστήριζαν τους ξεριζωµένους της προσφυγιάς, που ήταν αριστεροί. Τέτοια πράγµατα. Κορίτσι µικρό τότε στα 14, ούτε ένοιωθα, όυτε ήξερα. Αξιώθηκα πολύ αργότερα να τα µάθω όλα, γι’ αυτό τον ύµνο!

«Πάρτο στεφάνι µας, πάρτο γεράνι µας, στη ∆ραπετσώνα πια, δεν έχουµε ζωή», κι από τα 9/8 ν’ αναβλύζει ο λυγµός…


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα