Όπως υπάρχουν φτωχοί άνθρωποι, φτωχά σπίτια, έτσι υπάρχουν και οι φτωχοί άγιοι και τα φτωχικά και λησµονηµένα εκκλησάκια τους. Θα τα συναντήσουµε κυρίως σε απόµακρες σπηλιές µα και σε ρεµατιές, παραλίες και κορφάλια.
Στις “πλούσιες” εκκλησίες θα θαµπωθείς από τα κρύσταλλα των πολυτελών πολυελαίων θα θαυµάσεις τους γεµάτους από τις καινούργιες αγιογραφίες τοίχους, θα αντικρίσεις άφθονο το ασήµι και το χρυσάφι, αληθινό ή ψεύτικο. Στις άλλες ίσως αν ψάξεις θα βρεις κάποιο γυαλί από το παλαιό σπασµένο καντηλάκι, κανένα κεραµίδι για θυµιατό, κάποιο σαρακοφαγωµένο εικόνισµα. Ίσως ξεδιακρίνεις κάτω από τη µούχλα και τα άλατα του σοβά κάποιες άγιες µορφές από χιλιόχρονες αγιογραφίες.
Είναι κρίµα που όσοι µπορούν δεν διαθέτουν ελάχιστα για να µην είναι τόσο φτωχοί οι άγιοι αυτοί, µιας και δεν ζητάνε πολλά. Λίγος σοβάς για να µην καταρρέει το σπίτι τους, κανένα καντηλάκι, κανέναν φτηνό εικόνισµα και κάποιο καθάρισµα καµιά φορά τον χρόνο.
Στη συνέχεια παραθέτω απόσπασµα από το θαυµάσιο βιβλίο του Φώτη Κόντογλου ‘‘Η πονεµένη Ρωµιοσύνη’’:
«Μακάριοι και τρισµακάριοι είσθε, σεις οι περιφρονηµένοι αγιογράφοι. ∆ιότι απεθάνατε, χωρίς να ταράξη την ειρήνην σας ο έπαινος των ανθρώπων. Σεις δεν εδουλεύσατε διά την µαταιοδοξίαν, αλλ’ ως πτηνά καλλικέλαδα υµνήσατε τον Κύριον. Τον υµνήσατε µαζί µε την σελήνην, µε την πάχνη, µε την χάλαζαν, µε την χιόνα, µε τα κέδρα και µε όλα τα ξύλα του δρυµού. Τα έργα σας είναι παρατηµένα εις την λήθην, µέσα εις τα σκοτεινά ερηµοκκλήσια των ορέων. ∆εν τα γνωρίζει κάνεις από τους ανθρώπους όπου καταγίνονται µε τας τέχνας. Σαύραι περιπατούν επάνω εις τους αγίους και η αράχνη υφαίνει τον ιστόν της επάνω εις τας σκονισµένας τοιχογραφίας σας. Αλλά σεις ευρίσκεσθε εν ειρήνη, εις τόπον αναψύξεως, εις τας µονάς της βασιλείας των ουρανών.
Και ηµείς οι λιγοστοί, όπου τιµώµεν τα άγια έργα τους, ας είµεθα περιφρονηµένοι από τον κόσµον, όπως ήσαν και εκείνοι,… ας έχοµεν εντός µας την κρυφίαν χαράν του Χριστού.
Περιπλανώµεθα µεταξύ των παλαιών θεµελίων όπου ευωδιάζουν από τα άγρια βότανα και όρθρου βαθέος, καταφεύγοµεν, διά να προσευχηθώµεν µε δάκρυα κατανύξεως, εις τα ερηµοκκλήσια».
Και ακόµη από κείµενο, πριν 53 χρόνια, από τον αλησµόνητο Χανιώτη λογοτέχνη και διευθυντή της Βιβλιοθήκης Πειραιά Βελισάριο Μουστάκα:
«Οι πλαγιές µας είναι γεµάτες από τέτοια ταπεινά ξωµονάστηρα, χωµένα πίσω στους βράχους, µέσα στη θεία βλάστηση, και απ’ εκεί µέσα οι Άγιοί τους, βλέπουν τα χωριά και προστατεύουν τις πολιτείες. Θεοµόναχα, ήσυχα, ασυντρόφιαστα, βασιλιάδες της γαλήνης µοιάζουν µε καλόγερους, µ’ αναχωρητές που έφυγαν µακριά απ’ τις κακίες της πολιτείας για να ‘ρθουν εδώ στη µοναξιά της πλάσης, ήρεµα, ειρηνικά, να λατρέψουν το ∆ηµιουργό των. “Το σήµαντρό τους δεν κτυπά, δεν έχουν ψάλτη ουδέ παπά”, κατά τον ποιητή. Κι αυτός ο ταπεινός παπάς του χωριού, µε το λιγδιασµένο ράσο, µια δυο φορές µονάχα το χρόνο έρχεται να τα λειτουργήσει. Στο σαραβαλιασµένο παραθυρόφυλλο και στη πορτούλα των την ακλείδωτη, χτυπά µανιασµένος ο αγέρας. Στη κεραµωτή στέγη των πέφτει το χιόνι, η βροχή και το χαλάζι. Ο ήλιος βασιλεύοντας πίσω απ’ το βουνό στέλνει δυο αχτίδες ροδοπόρφυρες πάνω απ’ τη θυρίδα τ’ αγίου Βήµατος, να προσκυνήση τα κονίσµατα και ν’ ανάψη µε τη θεϊκιά φλόγα του, για λίγη ώρα το σβηστό καντηλάκι τ’ αγίου. Λίγα σπουργίτια χωσµένα πίσω απ’ τους θάµνους, ψάλλουν µε τα λιανοτράγουδα των, κάθε πουρνό και κάθε δείλι τροπάρια του όρθρου και θεόσβηστα τα καντηλάκια κρεµασµένα µπροστά στις εικόνες προσµένουν το χέρι του στρατηλάτη ν’ ανάψη το φως των και να τους βάλει λίγο λάδι. Απάνω από το ξύλινο τέµπλο το ξεβαµµένο, χλωµές οι µορφές της Παναγιάς και των Αγίων προσµένουν καµµιά γερόντισσα να τις θυµιατίση να αποθέση στο πρεβάζι των λίγα αγριολούλουδα και µυρτόκλαδα και στο ακαθάριστο και µαυρισµένο µανουάλι ν’ αναφτή ένα πεντακοσάρικο κεράκι. Εγώ θαρρώ πως σε τούτα τα φτωχικά ξωκκλήσια κατοικά αληθινά ο Θεός και όχι στις µεγαλόπρεπες µητροπόλεις στις χρυσοστόλιστες και φανταχτερές. Ο Θεός δεν έχει σχέση µε το χρυσάφι και τη χλιδή, θέλει για κατοικία του ψυχές καθαρές».