Ο Μπάμπης κάποτε δούλευε μεροκάματο στη λαχαναγορά. Φόρτωνε και ξεφόρτωνε καφάσια απ’ τα άγρια ξημερώματα. Η μοίρα του όμως τα ‘φερε, να μείνει άνεργος και μαζί άστεγος. Τώρα πια δεν τον νοιάζει τίποτε, έχει φτάσει στο τελευταίο σκαλοπάτι εξαθλίωσης. Κοιμάται στα παγκάκια της πλατείας. Όλοι οι γύρω καταστηματάρχες τον ξέρουν, και συνεισφέρουν ώστε ο Μπάμπης να έχει που και που ένα τσιγάρο να καπνίσει κι ένα σάντουιτς να μασουλήσει. Ήταν Κυριακή πρωί και ο Μπάμπης περπατούσε να ξεμουδιάσει απ’ το βραδινό αγιάζι που το ‘χε συντροφιά στον ύπνο. Σκυφτός όπως περπατούσε, βρίσκει πεσμένο ένα κινητό τηλέφωνο, όχι σπασμένο, σε καλή κατάσταση. Δούλευε ακόμη το μαραφέτι με τη μπαταρία γεμάτη, κάποιος θα το ‘χασε πρόσφατα, σκέφτηκε. Δε χάνει καιρό και καλεί απ’ τις επαφές, την τελευταία που είχε καταχωρηθεί στις κλήσεις. Ένας άλλος κύριος-Μπάμπης, απαντούσε στην άλλη άκρη της γραμμής. Καθηγητής, συνοδός σχολείου από επαρχία, είχε βρεθεί στην Αθήνα, με είκοσι μαθητές και μαθήτριες για μια σχολική εκδήλωση.
-Βρήκα αυτό το κινητό, εδώ χάμω, τώρα δα, μήπως ξέρετε ποιανού είναι να το δώσω;
Ο κύριος-Μπάμπης ο καθηγητής, έκπληκτος καταλαβαίνει ότι το κινητό που έχασε η μαθήτρια του σχολείου του, είχε βρεθεί, έτσι απρόσμενα. Αλλά το σοκ το έπαθε όταν πήγε να το παραλάβει. Απέναντι του είχε έναν κουρελή, φτωχό και άστεγο. Ρώτησε λοιπόν:
-Πώς και δεν το πήρατε εσείς, μια και το βρήκατε, βλέπω βρίσκεστε σε μεγάλη ανάγκη.
– Α όλα κι όλα, φτωχός είμαι, κλέφτης δεν είμαι.
Ο καθηγητής έφυγε, το σχολείο γύρισε στην έδρα του, όμως στη μνήμη έχει μείνει η ευγενής χειρονομία αυτού του περήφανου άστεγου και ακόμα δεν έχει ανταποδοθεί.
*Ο Αριστείδης Γ. Αρχοντάκη ςείναι φυσικός – συγγραφέας