» Μισθοί και υπερωρίες διώχνουν τους Έλληνες επιστήμονες
“Ανοικτές πληγές” που ακόμα δεν έχουν κλείσει, άφησε η περίοδος της μεγάλης οικονομικής κρίσης στο υγειονομικό σύστημα της Ελλάδας και της Κρήτης, με μεγάλο αριθμό ειδικευμένων αλλά και νέων γιατρών αποφοίτων των Ιατρικών Σχολών να μεταναστεύει αναζητώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας και αξιοπρεπείς μισθούς.
Μολονότι τα στοιχεία που αφορούν τη μετανάστευση δεν είναι ακόμα επαρκή η έρευνα του “Κέντρου Έρευνας και Εκπαίδευσης στη Δημόσια Υγείας, την Πολιτική Υγείας και την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας” (ΚΕΠΥ) που δόθηκε στην δημοσιότητα πριν από λίγες ημέρες ρίχνει φως στην μετανάστευση των γιατρών.
Στην έρευνα του ΚΕΠΥ δίνεται έμφαση μεταξύ άλλων στο ζήτημα της μετανάστευσης των γιατρών. Ειδικότερα τονίζεται:
• Κατά την πρώτη φάση της οικονομικής κρίσης, τη χρονική περίοδο 2009-15, το ΕΣΥ απώλεσε το 20% του νοσοκομειακού του προσωπικού (απώλεια 18.869 θέσεων εργασίας, εκ των οποίων το 50% αφορούσε σε θέσεις ιατρικού, νοσηλευτικού και παραϊατρικού προσωπικού).
• Κατά́ τη δεύτερη φάση της οικονομικής κρίσης, τη χρονική περίοδο 2015-19, το νοσοκομειακό προσωπικό του ΕΣΥ αυξήθηκε κατά 7,4% (5.581 νέες θέσεις εργασίας, εκ των οποίων το 23% αφορούσε σε θέσεις ιατρικού, νοσηλευτικού και παραϊατρικού προσωπικού) Αξίζει να σημειωθεί ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης ο ιδιωτικός τομέας διατήρησε εν πολλοίς τις θέσεις εργασίας στις ιδιωτικές κλινικές αυξάνοντας έτσι το μερίδιο του στη συνολική νοσοκομειακή απασχόληση στη χώρα από 18,8% το 2009 σε 20,7% το 2019.
• Η μαζική απώλεια θέσεων εργασίας στο ΕΣΥ κατά τη διάρκεια ιδίως της πρώτης φάσης της οικονομικής κρίσης (2009-15) σχετίζεται με τις μνημονιακές δεσμεύσεις, τα προαπαιτούμενα δηλαδή του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας, οι οποίες και προέβλεπαν την απόλυση συμβασιούχων από τα νοσοκομεία του ΕΣΥ, την πρόωρη συνταξιοδότηση μόνιμου προσωπικού και το ουσιαστικό πάγωμα των προσλήψεων. Η αύξηση του προσωπικού των νοσοκομείων του ΕΣΥ κατά τη δεύτερη φάση της οικονομικής κρίσης (2015-2019) σχετίζεται με τη σχετική χαλάρωση των μνημονιακών δεσμεύσεων ως προς τις προσλήψεις στο δημόσιο τομέα και αποδίδεται κύρια στην πρόσληψη επικουρικού προσωπικού.
• Πέραν της καταστροφής θέσεων εργασίας στο δημόσιο νοσοκομειακό τομέα κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, το εναπομείναν προσωπικό των νοσοκομείων του ΕΣΥ ήρθε αντιμέτωπο με τη σταδιακή μισθολογική του απαξίωση και τη σημαντική επιδείνωση των συνθηκών εργασίας του. Ενδεικτικά, έρευνα ερωτηματολογίου της ΑΔΕΔΥ το 2012 στα νοσοκομεία του ΕΣΥ έδειξε ότι η συντριπτική πλειονότητα του νοσηλευτικού και διοικητικού προσωπικού δήλωνε δυσαρεστημένο, με την μεγαλύτερη δυσαρέσκεια να την εκφράζει για το κριτήριο των οικονομικών απολαβών, ενώ το νο- σηλευτικό προσωπικό έκρινε ως σημαντικότερο πρόβλημα στα νοσοκομεία του ΕΣΥ την έλλειψη προσωπικού και το φόρτο εργασίας που αυτή συνεπαγόταν.
• Ομοίως έρευνα σε δείγμα Ελλήνων ειδικευομένων ιατρών σε Ελλάδα, Γερμανία και Ηνωμένο Βασίλειο το 2015 έδειξε ότι οι ειδικευόμενοι ιατροί στην Ελλάδα εργάζονταν κατά μέσο όρο πάνω από 65 ώρες εβδομαδιαίως (συντριπτικά περισσότερες σε σχέση με τους ‘Ελληνες συναδέλφους τους σε Γερμανία και Ηνωμένο Βασίλειο), ενώ ένας στους τρεις ειδικευόμενους ιατρούς στην Ελλάδα εμφάνιζαν συμπτώματα επαγγελματικής εξουθένωσης – burnout (συντριπτικά υψηλότερα ποσοστά σε σχέση με τους ομοεθνείς τους συναδέλφους σε Γερμανία και Ηνωμένο Βασίλειο).1Κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, όπως και σε όλες τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου που αντιμετώπισαν ανάλογες συνθήκες ύφεσης και λιτότητας, η μαζική καταστροφή θέσεων εργασίας σε συνδυασμό με τις μειώσεις μισθών και την εντατικοποίηση της εργασίας, οδήγησε στην φυγή-μετανάστευση υγειονομικού προσωπικού προς τις χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά και τις ΗΠΑ.
Η Μάγκυ Αρσενίδη Μανουσέλη υποψήφια βουλευτής Χανίων του ΣΥΡΙΖΑ μιλά
για την κάθοδό της στις εκλογές
ΟΙ ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΣΧΟΛΩΝ
• Από το 2009 έως το 2019, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας υγειονομικής μετανά- στευσης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), ο αριθμός των εκπαιδευμένων στην Ελλάδα ιατρών με δικαίωμα άσκησης του επαγγέλματος σε χώρες του εξωτερικού (foreign stock of doctors trained in Greece) αυξήθηκε κατά 85,6%. Κατά τη διάρκεια δηλαδή της οικονομικής κρίσης 3.137 απόφοιτοι ελληνικών ιατρικών σχολών μετανάστευσαν στο εξωτερικό προς αναζήτηση εργασίας. Ο συνολικός αριθμός αποφοίτων Ελληνικών ιατρικών σχολών που εργάζονται στο εξωτερικό το 2019 ξεπέρασε τους 6.800 . Οι ρυθμοί αύξησης της ιατρικής μετανάστευσης, πάντα βάσει των στοιχείων του ΟΟΣΑ, φαίνεται να σταθεροποιούνται από το 2017 και μετά. Οι δε πιο προσφιλείς χώρες υποδοχής των αποφοίτων Ελληνικών ιατρικών σχολών είναι κατά σειρά η Γερμανία, Ην. Βασίλειο, Η.Π.Α., Σουηδία, Βέλγιο, Γαλλία και Ελβετία.
• Ακριβή και αξιόπιστα στοιχεία σχετικά με την μετακίνηση Ελλήνων ιατρών και νοσηλευτριών/των στο εξωτερικό δεν είναι διαθέσιμα. Διάφορες μελέτες κατά το παρελθόν έχουν εκτιμήσει ότι την περίοδο της οικονομικής κρίσης 4.000 έως και 17.500 Έλληνες ιατροί αναζήτησαν εργασία στο εξωτερικό, με κύρια αιτία μετακίνησης τους την αναζήτηση υψηλότερων μισθών, καλύτερων συνθηκών εργασίας και περισσότερων ευκαιριών επαγγελματικής -επιστημονικής εξέλιξης. Οι προηγούμενες εκτιμήσεις υπερβαίνουν κατά πολύ τη φυγή των 3.137 αποφοίτων Ελληνικών ιατρικών σχολών στο εξωτερικό την περίοδο 2009-19, την οποία καταγράφει η παρούσα μελέτη. Ο σημαντικότερος λόγος της απόκλισης αυτής είναι το γεγονός ότι η παρούσα έκθεση καταγραφεί τη «φυγή ιατρικών εγκεφάλων» (medical brain drain), την μετανάστευση δηλαδή μόνο των εκπαιδευμένων στην Ελλάδα ιατρών προς το εξωτερικό ενώ οι προηγούμενες μελέτες μάλλον εκτιμούν την «κυκλοφορία ιατρικών εγκεφάλων» (medical brain circulation),τη συνεχή μετακίνηση δηλαδή Ελληνικής καταγωγής ιατρών (ανεξαρτήτως της χώρας αρχικής εκπαίδευσής τους) στις χώρες του εξωτερικού.
Προσδοκίες για έδρα Βελόπουλου στην Κρήτη από τον Παναγιώτη Μπατσαριτσάκη
ΣΤΗΝ ΠΑΝΔΗΜΙΑ
Στο κομμάτι της έρευνας που αφορά τα χρόνια της πανδημίας παρατηρείται μεταξύ άλλων πως:
• Το Δεκέμβριο του 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Υγείας (ΥΠΥΓ), στα νοσοκομεία του ΕΣΥ εργάζονταν συνολικά 84.230 εργαζόμενοι, εκ των οποίων το 23% ήταν ιατροί, το 45% νοσηλεύτριες/τες και το υπόλοιπο 32% λοιπό προσωπικό. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, κατά τη χρονική δηλαδή περίοδο 2019-22, το νοσοκομειακό προσωπικό του ΕΣΥ αυξήθηκε κατά 9,4% (7.223 νέες θέσεις εργασίας, εκ των οποίων η πλειονότητα αφορούσε σε θέσεις νοσηλευτικού και λοιπού προσω πικού). Το 2022 επίσης, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία του ΥΠΥΓ, στα νοσοκομεία του ΕΣΥ εργάζονταν 19.921 ιατροί, εκ των οποίων το 49% ήταν μόνιμοι ιατροί (Δ/ ντες και Επιμελητές του ΕΣΥ), το 41% ειδικευόμενοι και εξειδικευόμενοι ιατροί (με συμβάσεις ορισμένου χρόνου), το 9% επικουρικοί ιατροί (με μονετείς συμβάσεις) και το 1% το υπόλοιπο ιατρικό προσωπικό . Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, κατά τη χρονική δηλαδή περίοδο 2019-22, το ιατρικό προσωπικό των νοσοκομείων του ΕΣΥ αυξήθηκε κατά 5,7% (1.029 νέες θέσεις εργασίας ιατρών), αύξηση η οποία προήλθε κύρια από την αύξηση των επικουρικών ιατρών και την αύξηση των ειδικευομένων ιατρών το 2022, κατά το 3ο έτος δηλαδή της πανδημίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 2014 έως και το 2021 τα στοιχεία του ΥΠΥΓ καταγράφουν την ανησυχητική απώλεια σχεδόν 2.000 ειδικευομένων από το σύστημα υγείας (μείωση 16%), γεγονός το οποίο προφανώς σχετίζεται με τη φυγή νέων σε ηλικία ιατρών για απόκτηση ειδικότητας στο εξωτερικό. Η αύξηση των ειδικευομένων το 2022, κατά το 3ο έτος δηλαδή της πανδημίας, είναι κατά πάσα πιθανότητα προϊόν παρατάσεων που δόθηκαν στους ήδη υπηρετούντες ειδικευόμενους.
• Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, κατά τη χρονική δηλαδή περίοδο 2019-22, η αύξηση του προσωπικού των νοσοκομείων του ΕΣΥ προήλθε σχεδόν εξ’ολοκλήρου από την αύξηση του επικουρικού προσωπικού και του προσωπικού ορισμένου χρόνου. Αντιθέτως, κατά τη χρονική περίοδο 2019-22 το μόνιμο προσωπικό των νοσοκομείων του ΕΣΥ παρέμεινε στάσιμο (0,5% αύξηση, 321 νέες θέσεις μόνιμης εργασίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας).
• Η στασιμότητα των μόνιμων θέσεων εργασίας στα νοσοκομεία του ΕΣΥ και η αντικατάσταση τους με επικουρικό προσωπικό ξεκίνησε ήδη από το 2017 , την περίοδο δηλαδή της οικονομικής κρίσης, και έγινε κυρίαρχη πρακτική κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Συνιστά δε ανησυχητική εξέλιξη με ανυπολόγιστες επιπτώσεις στην ποιότητα και συνέχεια των παρεχόμενων υπηρεσιών από τα νοσοκομεία του ΕΣΥ.
• Σχετικά με την πληθυσμιακή πυκνότητα των εργαζομένων στα νοσοκομεία του ΕΣΥ, το 2022 η Ελλάδα αριθμούσε 7,8 εργαζόμενους στα νοσοκομεία του ΕΣΥ ανά 1.000 κατοίκους. Η αναλογία αυτή δυστυχώς δεν είναι δυνατόν να συγκριθεί με τους διεθνείς μέσους όρους, δεδομένου ότι τα στοιχεία του ΟΟΣΑ και της ΕΕ δεν κάνουν διάκριση της πληθυσμιακής πυκνότητας του νοσοκομειακού προσωπικού στις χώρες, κράτη-μέλη ανά ιδιοκτησιακό καθεστώς νοσοκομείου .
Όπως έχει επισημανθεί και σε προγενέστερες μελέτες, εξακολουθούν να παρατηρούνται στην Ελλάδα σημαντικές ανισότητες στην κατανομή του νοσοκομειακού προσωπικού του ΕΣΥ ανά γεωγραφική περιφέρεια με τις υψηλότερες αναλογίες εργαζόμενων ανά κάτοικο να καταγράφονται κατά σειρά στην Ήπειρο, Κρήτη, Β. Αιγαίο, Δ. Ελλάδα και Αττική και τις χαμηλότερες σε Κεντρική Ελλάδα, Πελοπόννησο, Ανατολική Μακεδονία – Θράκη, Ν. Αιγαίο και Δ. Μακεδονία.
Μισθοί και συνθήκες εργασίας διώχνουν τους Γιατρούς
«Οι βασικές αιτίες της ιατρικής μετανάστευσης έχουν να κάνουν με το μισθολογικό αλλά και τις συνθήκες εργασίας» μας λέει ο πρόεδρος της ΕΓΕΣΥΧ (Ένωση Γιατρών ΕΣΥ Χανίων) και καρδιολόγος κ. Κυριάκος Γραμματικόπουλος, που έχει και την εμπειρία της εργασίας στο εξωτερικό (Γερμανία).
«Όλες οι χώρες έχουν διαφορές στα συστήματα τους, η Γερμανία δεν θα έλεγα ότι είναι η πιο καλή επιλογή. Υπάρχουν οι Σκανδιναβικές χώρες, η Γαλλία, η Κύπρος. Σε γενικές γραμμές οι μισθοί για τους γιατρούς στις περισσότερες φορές είναι δύο και τρεις φορές μεγαλύτεροι από τη χώρα μας» τονίζει.
Χαρακτηριστικά γιατρός που είχε εργαστεί στο παρελθόν στην Κύπρο μας είχε επισημάνει πως παρά του ότι το κόστος ζωής σε κάποια πράγματα είναι πιο υψηλό ο μισθός που λάμβανε ήταν τρεις φορές παραπάνω πλησιάζοντας τις 9.000 ευρώ το μήνα, με μικρό αριθμό εφημεριών.
Για το ζήτημα των συνθηκών εργασίας ο κ. Γραμματικόπουλος σημειώνει πως στη Γερμανία υπάρχει ένα σύστημα όπου την μια εβδομάδα ο γιατρός εργάζεται νύχτα, την άλλη εβδομάδα πρωί, την άλλη τις άλλες ώρες της ημέρας. «Σε καμία χώρα όμως δεν ξεπερνούν τις 48 ώρες εργασίας εβδομαδιαίως κάτι που είναι και λογικό. Αντίθετα στην Ελλάδα ειδικά για κάποιες ειδικότητες, παθολόγοι, καρδιολόγοι τα ωράρια είναι ατελείωτα ξεπερνούν τις 60 και τις 70 ώρες εβδομαδιαίως εξαντλώντας το προσωπικό»