Καλοί μου φίλοι, καλό Σαββατοκύριακo, καλή Μεγαλοβδομάδα και στην Ανάσταση με το καλό, ξεπερνώντας τις κάθε λογής, δύσκολες, λόγω κορωνοϊού, καταστάσεις. Η εικόνα της Σταύρωσης στην κεντρική θέση του σημερινού Παιδότοπου. Τέσσερις απ’ τις παραδόσεις του λαού μας, που συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο “Θρύλοι και παραδόσεις για τη Μεγαλοβδομάδα και τη Λαμπρή”, του γνωστού τοις πάσι, καταξιωμένου ανά το πανελλήνιο συμπολίτη μας, δασκάλου – λογοτέχνη Βασίλη Χαρωνίτη -η κάθε μία με τη ζωγραφιά της- γύρω απ’ αυτήν. Η “ελιά”, το “μυρωδάτο κυπαρίσσι”, “Ο κοκκινολαίμης” και “τα πρόβατα”, οι παραδόσεις από την ενότητα “φυτά και ζώα στο πάθος του Ιησού Χριστού” του προαναφερθέντος βιβλίου, του φίλου μου του Βασίλη, που έδωσα στην εγγονή μου την Ευδοκία και μέσω αυτής σε άλλα τρία παιδιά, φιλαράκια της (τη Φρειδερίκη, τον Νίκο, και τη Φωτεινή) να τις διαβάσουν και να εμπνευστούν τις ζωγραφιές τους. Και βέβαια τους άρεσαν πολύ, όπως τους άρεσε και η “διαδικασία” καθώς όλα έγιναν τηλεφωνικά και ηλεκτρονικά… Εξακολουθεί να μένει ανοιχτός ο Παιδότοπος! Πάντα άξιος, Βασίλη! Να ’στε καλά Φωτεινή, Νίκο, Φρειδερίκη και Ευδοκία!
Σας χαιρετώ με αγάπη όλους!
Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης, δάσκαλος
ΤΑ ΠΡΟΒΑΤΑ
Τον καιρό που ο Χριστός μας βρισκόταν στη γη, τον μίσησαν οι Εβραίοι. Κι όσο αυτός έκανε το καλό κι ευεργετούσε τους ανθρώπους τόσο η κακία και το μίσος που έτρεφαν εναντίον του μεγάλωνε. Μέρα και νύχτα δεν ησύχαζαν. Συνέχεια τον κυνηγούσαν.
Κάποτε ο Κύριος -βρέθηκε σ’ ένα χωράφι όπου έβοσκαν πολλά πρόβατα. Εκείνα, μόλις τον είδαν, έτρεξαν γύρω του και τον έκρυψαν. Σε λίγο έφτασαν οι Εβραίοι αγριεμένοι. Ρώτησαν και ξαναρώτησαν για τον Ιησού, αλλά τα πρόβατα σαν να μην ήξεραν τίποτε, έμειναν αδιάφορα. Τότε οι Εβραίοι κοίταξαν και ξανακοίταξαν, αλλά δεν είδαν τίποτε κι έφυγαν…
Eτσι ο Χριστός μας σώθηκε εκείνη τη φορά και τα πρόβατα, για τη βοήθεια που του πρόσφεραν, πήραν την ευλογία του…
Ο ΚΟΚΚΙΝΟΛΑΙΜΗΣ
Είχε τελειώσει πια ο Θεός τον κόσμο, είχε δημιουργήσει τον ήλιο και τη γη, τα νερά και τα δένδρα, τα πουλιά και τα λουλούδια. Όλα ήσαν τέλεια κι ο Δημιουργός, ευχαριστημένος, σταμάτησε να ξεκουραστεί.
Ένα μικρό σταχτόχρωμο πουλάκι, από τις χιλιάδες που γλυκοκελαϊδούσαν κοντά στο Θεό, αφού έκαμε δυο τρεις κύκλους γύρω του, πήγε και κάθισε πάνω στο δεξί Του χέρι.
– Καλώς τον κοκκινολαίμη, του είπε χαμογελώντας.
Το πουλάκι κοιτάχτηκε καλά καλά, είδε πως εξακολουθούσε να είναι σταχτί και παραξενεμένο ρώτησε.
– Γιατί Θεέ μου με ονομάτισες κοκκινολαίμη, αφού δεν έχω ούτε ένα κόκκινο φτερό;
– Σε βάφτισα κοκκινολαίμη, καλό μου πουλάκι, κι έτσι θα λέγεσαι. Όσο για τα φτερά σου, όταν θά ’ρθει ο καιρός, μόνο σου, αν θέλεις, θα τα κάμεις κόκκινα […] Κάποτε ένας κοκκινολαίμης είχε φτιάξει τη φωλιά του σ’ ένα δένδρο στη μέση περίπου ενός λόφου. Ζούσε εκεί τριγύρω και ήταν ευχαριστημένος.
Μια μέρα, συννεφιασμένη και σκοτεινή, τρόμαξε από τις φωνές και το θόρυβο που γινόταν κοντά του: Aνθρωποι, πολλοί άνθρωποι ανέβαιναν στο λόφο κι είχαν στη μέση τρεις που σήκωναν από ένα σταυρό καθένας τους!
Aμα φτάσανε στο ψηλότερο σημείο του λόφου, σταυρώσανε τους τρεις ανθρώπους και στου μεσαίου το κεφάλι βάλανε ένα στεφάνι με αγκάθια.
Ο κοκκινολαίμης λυπήθηκε πιο πολύ το μεσαίο από τους τρεις σταυρωμένους γιατί το πρόσωπο του έδειχνε καλοσύνη και αγάπη κι έλαμπε σαν τον ήλιο. Όσο έβλεπε τ’ αγκάθια να τον πληγώνουν, τόσο λυπόταν περισσότερο.
Μια στιγμή άφησε τη φωλιά του και μ’ ένα φτερούγισμα βρέθηκε στο σταυρωμένο Χριστό. Πλησίασε και με τη μυτίτσα του τράβηξε ένα μικρό αγκαθάκι.
Τότε, μια σταγόνα από το αίμα του Χριστού έπεσε στο λαιμό του κοκκινολαίμη κι από κείνη την ημέρα τα φτερά του γύρω γύρω στο λαιμό είναι κόκκινα…
Η ΕΛΙΑ
Τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ, ύστερα από το “Μυστικό Δείπνο”, ο Ιησούς πορεύτηκε με τους μαθητές του στο όρος των ελαιών. Εκεί, μόνος του περπάτησε μέσα στα λιόδενδρα και σ’ ένα απ’ αυτά γονάτισε και προσευχήθηκε.
Καθώς προχωρούσε ανάμεσα στις ελιές, κλαδιά και φύλλα τον ακουμπούσαν στο πρόσωπο (κι είναι από τότε ευλογημένα), σαν να τον χάιδευαν και σαν να τον παρηγορούσαν για το ερχόμενο μαρτύριο.
Τότε τα φύλλα της ελιάς, από τη λύπη για τον άδικο θάνατο του Χριστού που δεν θ’ αργούσε, έχασαν το καταπράσινο χρώμα τους, έγιναν σταχτιά και παραμένουν έτσι ίσαμε σήμερα…
Σε άλλα μέρη της πατρίδας μας πιστεύουν ότι κάποτε ο Χριστός μας κυνηγημένος από τους Εβραίους έφτασε κάτω από μια ελιά και κουρασμένος όπως ήταν, ακούμπησε στον κορμό της να ξεκουραστεί.
Εκείνη την ημέρα ο Κύριος ήταν πολύ στενοχωρημένος κι από τη λύπη του έκλαψε. Η ελιά τότε χαμήλωσε τα κλαδιά της και τον σκέπασε. Κι έτσι δεν τον είδαν οι Εβραίοι που πέρασαν από δίπλα της.
Ο Χριστός ευχαρίστησε το καλό δένδρο, το ευλόγησε και του έδωσε την ευχή του. Γι’ αυτό με το λάδι του μυρώνουν όσους βαφτίζονται και γίνονται Χριστιανοί. Κι ακόμη με το ίδιο λάδι, που τόσο νοστιμεύει τα φαγητά, ανάβουν τα καντήλια στις εκκλησίες…
ΤΟ ΜΥΡΩΔΑΤΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ
Πολλά είναι τα ευλογημένα από το Χριστό μας φυτά και δένδρα. Τα περισσότερα πήραν την ευλογία επειδή συμπαραστάθηκαν στον Κύριο, τότε που περνούσε δύσκολες ώρες στη γη. Ετσι έγινε και με το κυπαρίσσι.
Κάποια μέρα, που τον κυνηγούσαν οι Εβραίοι, βρισκόταν μακριά από την πόλη. Για ν’ αποφύγει τους άνομους, που ήθελαν να τον καταδικάσουν, περιπλανιόταν ώρες ατέλειωτες. Κατάκοπος όπως ήταν ζητούσε να βρει κάποιο μέρος για ν’ ακουμπήσει και να ξεκουραστεί.
Τότε είδε μπροστά του ένα πανύψηλο κυπαρίσσι κι έτρεξε προς τα εκεί.
Το καλό δένδρο με προθυμία δέχτηκε τον Κύριο, του πρόσφερε τη δροσιστική του σκιά και τον άφησε ν’ ακουμπήσει και να ξεκουραστεί στον κορμό του.
Η ευλογία του Χριστού συνοδεύει από τότε όλα τα Κυπαρίσσια και γι’ αυτό το λόγο ευωδιάζουν…