Στο παρόν σημείωμα, θα αναζητήσουμε και θα προβάλουμε το ρόλο της Γαλλίας κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Θα διερευνήσουμε εάν στάθηκε πραγματικά σύμμαχος και «φίλη» των επαναστατών στη διάρκεια του Αγώνα, τόσο στα πεδία των μαχών όσο και στη διπλωματία.
Το καλοκαίρι του 1825, λοιπόν, ενώ η Ελληνική Επανάσταση βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή πολεμικά και πολιτικά, η Αγγλία είχε υπεροχή στην Ανατολή. Αυτό γεννά τη ζήλια των Γάλλων, που θα προσπαθήσουν να τα “βρουν” με τους Τούρκους. Κι όταν από το Παρίσι βλέπουν πως κλονίζεται ο Σουλτάνος, η γαλλική κυβέρνηση στρέφεται προς το Μωχάμετ Άλυ της Αιγύπτου.
Έτσι, η Γαλλία, κατά το β’ μισό του 1825, “τροφοδοτεί” τον Αιγύπτιο πασά με επιτελικούς αξιωματικούς – γνώστες της στρατιωτικής τέχνης και κάθε είδους εφόδια, ενώ ταυτόχρονα, δολίως, προσεταιρίζεται και τους Έλληνες, με απώτερο στόχο της αμφίθυμης πολιτικής της να “διαλύσει” το Σουλτάνο, να υπερκεράσει, περισσότερο από ποτέ μέχρι τότε, την Αγγλία και τη Ρωσία σ’ επιρροή επί των Ελλήνων και των Αιγυπτίων και, αποχτώντας βάσεις στη Μεσόγειο, να “εκμεταλλευτεί” τους δρόμους έως τις αγορές των Ανατολικών Ινδιών.
Ανοιξη – Καλοκαίρι 1825
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, με “σπορά” που είχε ξεκινήσει από το 1823 (επιφανείς γαλλόφρονες, οι αδελφοί Γ. – Σπ. Βιτάλης, συναντώνται με το συντηρητικό πρωθυπουργό της Γαλλίας, Βιλέλ ζητώντας βοήθεια και μ’ αντάλλαγμα να επιβληθεί στην Ελλάδα συνταγματική μοναρχία και να φέρουν ένα Γάλλο πρίγκιπα), τον Απρίλη και το Μάη του 1825, οι αδελφοί Βιτάλη και ο Ι. Κωλέττης συναντιούνται εν Ελλάδι με Γάλλους αξιω- ματούχους, για να κανονίσουν τα της υλοποίησης του σχεδίου τους. Η κυβέρνηση της Ελλάδας με τον Κουντουριώτη επικεφαλής δείχνει να συναινεί.
Το 1825, εξάλλου, σε υπόμνημά του, ο Γάλλος συγγραφέας, πολιτικός και διπλωμάτης, Φρανσουά Ρεν Σατομπριάν, που είχε, διατελέσει υπουργός εξωτερικών της χώρας του, αναγνωρίζει πως οι επαναστατημένοι Έλληνες έχουν τις από το πολιτικό δίκαιο απαιτούμενες κοινωνικές ιδιότητες, ώστε να αναγνωριστούν από τα άλλα έθνη και μπορούν να ελευθερωθούν από ενωμένες τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις, δίχως καν να χρειαστεί πόλεμος και δίχως να αναστατωθεί η ύπαρξη της Τουρκίας, αλλά επαρκεί ένα γράμμα των Μεγάλων Δυνάμεων στο Σουλτάνο!
Αρχές, πάντως, Αυγούστου (2/8/1825), η γαλλική κυβέρνηση αρνιόταν ότι είχε δοθεί επίσημη εντολή στους Γάλλους που είχαν έρθει σε προχωρημένες συνεννοήσεις με τους εν Ελλάδι γαλλόφρονες.
Αφού η Αγγλία δεν δέχτηκε την “Πράξη Υποτέλειας” το γαλλικό κόμμα και ο Κωλέττης παρουσίασαν ξανά ως ιδανική λύση να προταθεί για το θρόνο της Ελλάδας Γάλλος ευγενής. Ετσι, όπως έλεγαν, το έθνος θα αποχτούσε ως ισχυρό σύμμαχο τη Γαλλία, θα κέρδιζε την ανεξαρτησία του και θα εξασφάλιζε και οικονομική ενίσχυση.
Ταυτόχρονα, οι γαλλόφιλοι, που είχαν εξοργιστεί ήδη από την ώρα που ο Χάμιλτον είχε προτείνει τη μετάβαση στο Λονδίνο, κατηγορούσαν τώρα το αγγλικό κόμμα ότι στόχευε σε πλήρη υποδούλωση της Ελλάδας σε ξένη δύναμη.
1826 – ’27
Στις 23/3 (ή 4/4)/1826 ο Άγγλος διπλωμάτης και στρατηγός Wellington, που είχε μεταβεί στη Ρωσία για να συγχαρεί το νέο Τσάρο κι ο Ρώσος πρωθυπουργός και υπουργός εξωτερικών Nesselrod υπογράφουν το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης.
Με αυτό εγκαταλείφθηκε πια το σχέδιο των 3 ηγεμονιών, εξοβελίζονταν η Αυστρία και ο Μέττερνιχ από τον κατάλογο των άμεσα ενδιαφερομένων για την Επανάσταση των Ελλήνων, αποτρεπόταν -προς το παρόν ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, ουσιαστικά κατέλυε την “Ι.Σ.”.
Ήταν το πρώτο επίσημο διπλωματικό έγγραφο που αναγνώριζε πολιτική ύπαρξη στους Έλληνες μνημονεύοντας το όνομα “Ελλάδα” και της εξασφάλιζε αυτονομία με ντόπιους αιρετούς άρχοντες και καταβολή φόρου υποτέλειας. Πάντως, το πρωτόκολλο θεωρείται ρωσική επιτυχία, καθώς δεν ικανοποίησε τον Γ. Κάννιγκ κι η φίλα προσκείμενη στο σύμμαχο του Σουλτάνου, Μωχάμετ Άλυ της Αιγύπτου, Γαλλία θα συμφωνήσει με τις άλλες δυο δυνάμεις μόνο μετά τη συνθήκη του Αckerman (7/10/1826.
Με την είσοδο του 1827, έχουμε κινητικότητα για το ελληνικό ζήτημα στις Αυλές των Μεγάλων Δυνάμεων. Βλέποντας τα “παιχίδια” των Μεγάλων Δυνάμεων γύρω από το Ελληνικό ζήτημα, ο αυστριακός καγκελάριος Μέτερνιχ, σχολίαζε, την περίοδο 1826 – 1827, σε απόρρητη επιστολή του: «H πορεία της Ρωσίας είναι αμφίβολη, γιατί έχει χαρακτήρα πότε αυστηρό και πότε ήπιο. Της Αγγλίας αγέρωχη, αλαζονική και γεμάτη απροσδόκητα τολμήματα. Της Γαλλίας είναι απερίσκεπτη, αμφίρροπη και αμφιταλαντευόμενη…».
Στα μέσα, όμως, του Γενάρη, 19/1/1827, η Γαλλία – με δική της πρωτοβουλία – συνέταξε και υπέβαλε στην κρίση της Αγγλίας σχέδιο συνθήκης για την ειρήνευση της Ελλάδος, το οποίο όμως δεν προέβλεπε τρόπους εξαναγκασμού της Τουρκίας για αποδοχή. Στο σχέδιο αυτό η Αγγλία δεν εκδήλωσε άμεσο ενδιαφέρον.
Τελικά, οι τρεις Δυνάμεις συνυπογράφουν το καλοκαίρι του 1827 την “Ιουλιανή Συνθήκη (ή Σύμβαση)” του Λονδίνου (Αγγλία, Ρωσία, Γαλλία, ενώ η Αυστρία έμενε απέξω), της οποίας το περιεχόμενο είναι επανάληψη των όρων της Πετρούπολης την περασμένη χρονιά, με ξεχωριστό, όμως, μυστικό και συμπληρωματικό άρθρο για το πώς θα έπειθαν το Σουλτάνο να δεχτεί ό,τι συμφωνήθηκε.
Επιπλέον στο Λονδίνο συμφωνούν και για τη σύναψη εμπορικών σχέσεων με τους Έλληνες και για το διορισμό προξένων στην έδρα της επαναστατικής ελληνικής κυβέρνησης.
Η άρνηση ή η καθυστέρηση του Ιμπραήμ να εφαρμόσει την “Ιουλιανή Σύμβαση” φέρνει την καταστροφική για τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο ναυμαχία του Ναβαρίνου (Οχτώβρης 1827), η οποία εξοργίζει τους Τούρκους και αναγκάζει το Σουλτάνο να αρνηθεί (δια του υπουργού του επί των εξωτερικών Ρέις εφέντη) κάθε ευρωπαϊκή επέμβαση στα εσωτερικά του κράτους του, αφού ως τέτοιο ζήτημα θεωρούσε την Ελληνική Επανάσταση.
Γάλλοι στον Μοριά 1828
Αφού, τον Δεκέμβρη του 1827, οι πρεσβευτές των δυνάμεων θα φύγουν από την
Κων/πολη, στις 26/4/1828 θα κηρυχτεί νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος, αφού ο Νικόλαος ο 1ος απαιτούσε από το Μαχμούτ το 2ο τα συμπεφωνημένα στο Ackerman, όπου δεν είχε γίνει, όμως, αναφορά στο ελληνικό ζήτημα.
Για δε τους Έλληνες, την άνοιξη του 1828, ο ίδιος ο Τσάρος θα εκφράσει την αντιπάθειά του για την -κατά τη γνώμη του- φριχτή, εγκληματική και αποκρουστική συμπεριφορά τους, εφόσον είναι υπήκοοι, όπως πιστεύει, που στασίασαν εναντίον του νομίμου ηγεμόνα τους(!).
Ο πόλεμος αυτός διήρκεσε μέχρι τις 14/9/1829, ο ρωσικός στρατός, μετά τις αποτυχημένες προσπάθειές του κατά το 1828 προέλασε, από το Μάη του 1829 και εξής, στην ανατολική Βαλκανική και έφτασε ίσαμε την Αδριανούπολη.
Εκεί, υπογράφεται η φερώνυμη συνθήκη, που ενοχλεί τους Αγγλογάλλους, οι οποίοι παρακολουθούν τον τελευταίο χρόνο (από αρχές του 1828) τη Ρωσία να προσπαθεί να λύσει εις όφελός της μόνον το ελληνικό ζήτημα.
Από αντίδραση, λοιπόν, και όχι από άδολο φιλελληνισμό, η Αγγλία και η Γαλλία των Βουρβόνων συμφωνούν και στέλνουν στην Πελοπόννησο (τέλη Αυγούστου του 1828) γαλλικό στρατό υπό το στρατηγό Μaison για να “καθαρίσει” την περιοχή από τουρκοαιγυπτιακά υπολείμματα.
Το 1828, λίγο μετά την άφιξη του Maison, μια ομάδα Γάλλων επιστημόνων, που αποτελείτο από φυσιοδίφες, γεωγράφους, μηχανικούς, φιλολόγους, αρχαιολόγους και αρχιτέκτονες, έφτασε κι αυτή στην Πελοπόννησο.
Η Γαλλική Επιστημονική
Αποστολή του Μοριά, από το 1829 έως το 1831, υπό την ηγεσία του γεωγράφου και συνταγματάρχη Jean-Baptiste-Genevieve-Marcellin Bory de Saint-Vincent ήταν μια αποστολή που χρηματοδοτήθηκε γενναία από το γαλλικό κράτος.
Η αποστολή ήταν αρχικά χωρισμένη σε τρεις τομείς, η μία είχε να κάνει με τις φυσικές επιστήμες, η δεύτερη με την αρχαιολογία, και η τρίτη με την αρχιτεκτονική και τη γλυπτική.
Ενώ η καταγραφή των αρχαίων τοποθεσιών και των μνημείων ήταν κάτω από τη διεύθυνση του αρχιτέκτονα και αρχαιολόγου Guillaume Abel Blouet, η γεωγραφική έρευνα αποδόθηκε στον τομέα των φυσικών επιστημών υπό τον Bory de Saint-Vincent.
Η συνεισφορά του Blouet αναφαίνεται σε τρεις μεγάλους τόμους, που εξέδωσε, ανάμεσα στο 1831 και στο 1838, για ό,τι είδε στις περιοχές της Πελοποννήσου, των Κυκλάδων και της Αττικής.
Γάλλοι φιλέλληνες και τυχοδιώχτες
Εάν ανοίξουμε το κεφάλαιο του φιλελληνισμού κατά την Επανάσταση, δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη ούτε η για το θεαθήναι οικονομική τους ενίσχυση (κάποιοι συγκέντρωναν συνδρομές για αγορά και αποστολή προς τους επαναστάτες πολεμοφοδίων, όπως η “Φιλανθρωπική υπέρ των Ελλήνων Εταιρεία” ή Societe Philanthropique en faveur des Grecs του Παρισιού, που κυκλοφορεί σχετική προκήρυξη – κάλεσμα προς τους Γάλλους για να βοηθήσουν τον αγωνιζόμενο Ελληνισμό στις 12/3/1826) στον Αγώνα, ούτε, σε καμία περίπτωση, η ευνοϊκή συμβολή μερίδας των αληθινά φιλελλήνων στη μεταστροφή υπέρ των Ελλήνων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, κυρίως μετά το 1823.
Το 1825 παρουσιάστηκε έντονη φιλελληνική κίνηση στη Γαλλία. Ιδρύθηκε το Κομιτάτο του Παρισιού, η “Φιλανθρωπική υπέρ των Ελλήνων Εταιρεία” και το Κομιτάτο της Μασσαλίας.
Παρόλη τη δύσκολη ισορροπία που είχε προκύψει από τη γαλλοαιγυπτιακή συνεργασία, οι περιορισμοί που είχαν επιβληθεί καταργήθηκαν σιωπηρά. Άλλωστε, η Ελλάδα είχε βρει θερμό υποστηρικτή στο γαλλικό κοινοβούλιο, στο πρόσωπο του Φρανσουά Ρεν Σατομπριάν.
Λίγα λόγια, όμως, αξίζει και η περίπτωση του Γάλλου συγγραφέα Βίκτωρ Μ. Ουγκώ (1802 – 1885), ο οποίος, μολονότι δεν διακρίνεται μεταξύ των πρώτων φιλελλήνων, θα αποτελέσει έναν από τους πιο ένθερμους και τους σταθερότερους υποστηρικτές της Ελλάδος.
Η συλλογή του, όμως, με φιλελληνικά ποιήματα, “Τα Ανατολίτικα”, εκ των οποίων “Το Ελληνόπουλο” παραμένει το πιο φημισμένο ποίημα, εξεδόθη το 1827 – 1828, αλλά συναντά μέτρια επιτυχία στην Ελλάδα.
Από τη Γαλλία, στις 25 Αυγούστου 1826, ακόμα και ο 18ετής Παύλος Μαρία Βοναπάρτης, ανιψιός του Μ. Ναπολέοντος, φθάνει στην Ελλάδα, για να λάβει μέρος στον Αγώνα. Τραυματίζεται, όμως, σοβαρότατα στη φρεγάτα “Ελλάς” τον Οχτώβρη του 1827, από μία εντελώς τυχαία εκπυρσοκρότηση του όπλου του, και λίγο αργότερα (5/12/1827) πεθαίνει μέσα στη γενική θλίψη όλων για το τραγικό συμβάν.
Το σώμα του, μάλιστα, καθώς λέγεται, διατηρήθηκε στις Σπέτσες, στη Μονή του Αγίου Νικολάου επί τρία χρόνια σε ένα βαρέλι ρούμι, μέχρις ότου το παρέλαβε το Γαλλικό Ναυτικό.
Αναφορά, όμως, πρέπει να γίνει και στο Γάλλο ζωγράφο Ευγένιο Ντελακρουά (1798 -1863). Η “Σφαγή της Χίου” για το Σαλόν του 1824, ένας πίνακας επηρεασμένος από την τουρκική θηριωδία σε βάρος των επαναστατημένων Ελλήνων (οι εφημερίδες της εποχής έγραφαν για ανέφεραν 20.000 νεκρούς και ομαδικό εξανδραποδισμό του πληθυσμού) στο ομώνυμο νησί, ανοίγει το δρόμο για μια σειρά έργων (εξαιρετικά πολυάριθμων ειδικά στα έτη 1826-1828) εμπνευσμένων από την Ελληνική Επανάσταση, στην οποία ο Ντελακρουά, μέσα στο νεανικό θαυμασμό του για τον λόρδο Βύρωνα, συμμετείχε ιδεολογικά όπως πολλοί νέοι της γενιάς του.
Ιδιαίτερα να σημειωθεί πως με την “Ελλάδα που ξεψυχά στα ερείπια του Μεσολογγίου” (1827) έλαβε μέρος σε ειδικούς καλλιτεχνικούς αγώνες.
Γνωστός, όμως, αρχαιοκάπηλος εις βάρος της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς και φανατικός μισέλληνας υπήρξε και ο Γάλλος πρόξενος στην Αθήνα από το 1802 έως το 1822, Φ. Σ. Φωβέλ, ενώ τυχοδιωχτικό ρόλο, από το 1824, έχει να επιδείξει στην παρουσία του στην Ελλάδα και ο Γαλλικής καταγωγής στρατιωτικός Φαβιέρος.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
• Βουρνάς Τάσος, “Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, 1821 – 1909”, Αθήνα, 20004, Εκδόσεις Πατάκη.
• Κορδάτος Γιάνης, “Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας”, τ. Χ, Αθήνα, εκδόσεις “20ος αιώνας”.
• Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους”, τόμοι 7, εκδόσεις Μπούρα, Αθήνα, χ.χ..
• Σιμόπουλος Κυριάκος, “Ξενοκρατία, Μισελληνισμός και Υποτέλεια”, Αθήνα, 19999, εκδόσεις “Στάχυ”.